Δεν έχω καμία ειδικότητα στα λεγόμενα «εθνικά ζητήματα». Τα αντιλαμβάνομαι όπως κάθε Έλληνας. Επειδή όμως η κατανόηση των οικονομικών πραγμάτων επικάθεται των αποτελεσμάτων της διπλωματίας, πρέπει κάπως να έχουμε καταλήξει σε ένα κάποιο συμπέρασμα για τα μελλούμενα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Αν πάρουμε στην κυριολεξία τα όσα συμβαίνουν στην Ευρώπη τις τελευταίες μέρες, έχουμε δύο εκδοχές απάντησης στην επιβεβλημένη ερώτηση «και τώρα τι κάνουμε με τους Τούρκους;» Γιατί εμείς, εδώ στη συγκεκριμένη γωνιά της Ευρώπης, δίχως τους Αμερικανούς, δεν στέκουμε. Ιδίως αν η κυβέρνηση του Τραμπ 2 επιλέξει, στα επόμενα δύο χρόνια, να μιλά με την Τουρκία. Μόνον.
Ειδικά μάλιστα καθόσον, αυτή τη στιγμή δεν φαίνεται να υπάρχει κάποια σοβαρή προοπτική να επιτευχθεί συμφωνία-πλαίσιο επί των εκκρεμοτήτων στις μεταξύ μας πηγές έντασης, εκτίμηση που υποστηρίζει και την επιστροφή του Γιώργου Γεραπετρίτη στο Μαξίμου. Συνεχίζουμε.
Η Τουρκία έχει κάθε λόγο να περιμένει να αναδειχθεί ο εξ ανάγκης σημαντικός ρόλος της στην επίλυση και των δύο μεγάλων κινδύνων της περιοχής μας. Και στη Μέση Ανατολή και στο νέο κατακερματισμό της Ουκρανίας.
Η Ελλάδα βλέπει να απομειώνεται η επένδυση που έχει κάνει, τα τελευταία χρόνια, στον στόχο να επιτύχει μια μακρόπνοη ηρεμία στις σχέσεις μας με την Τουρκία. Επένδυση για την οποία ήλπιζε ότι θα διασφάλιζε τη συμπαράσταση Αμερικανών και Ευρωπαίων.
Το καλύτερο σενάριο, όπως εξελίσσονται, μέχρι στιγμής τα πράγματα, είναι να παγιωθεί η σημερινή κατάσταση και να μην επιστρέψουμε στην εποχή των καθημερινών παραβάσεων/παραβιάσεων. Βεβαίως, στο μεταξύ, έχει ανοίξει ένα νέο «μέτωπο» τριβών. Κυρίως λόγω των πρώιμων ενεργειών πριν την εγκατάσταση δικτύου διασύνδεσης και μεταφοράς ενεργειακών φορτίων μεταξύ Ευρώπης και Ισραήλ. Μέσω Κύπρου κατά κύριο λόγο.
Στη λογική Τραμπ, τα ενεργειακά ζητήματα έχουν άμεση προτεραιότητα. Θα μπορούσαν να συμπεριληφθούν οι προοπτικές των μεσογειακών δικτύων στην ανασύνταξη που επιχειρεί η νέα αμερικανική κυβέρνηση αφότου επιτύχει τον άμεσο τερματισμό της ρωσικής επίθεσης στην Ουκρανία;
Ίσως! Από μόνη της όμως η Ελλάδα έχει λίγα καλά χαρτιά ανά χείρας, πέραν του Διεθνούς Δικαίου. Η Τουρκία έχει περισσότερα. Χρειαζόμαστε κάποιον σύμμαχο. Ο μόνος που και τα συμφέροντά μας απηχεί και διαθέτει καλά χαρτιά στο τραπέζι της μεγάλης ανακαταμέτρησης δυνάμεων το οποίο θέλει να στρώσει ο Τραμπ 2, είναι το Ισραήλ.
Σε κάθε περίπτωση, οι προοπτικές, όπως διαφαίνονται αυτή τη στιγμή, δείχνουν ότι υπάρχουν δυνατότητες να προωθήσουμε μια συνεπή και ολοκληρωμένη ελληνική στρατηγική. Υπό δύο όμως προϋποθέσεις. Καθόλου εύκολες ή αυτονόητες.
Η κύρια προϋπόθεση είναι ότι θα συνεννοηθούμε εσωτερικώς, ότι δηλαδή οι πολιτικές δυνάμεις θα συμφωνήσουν προθύμως και με την απαιτούμενη συνέπεια, στη διεκδίκηση ενός αξιόπιστου ρόλου για την Ελλάδα στη νέα σκακιέρα της ενέργειας.
Η άλλη προϋπόθεση είναι να δεχθούμε ότι, εφόσον επιδείξει ανάλογη διάθεση και η άλλη πλευρά, θα κλείσουμε, ολοκληρωμένα, τα θέματα που δημιουργούν εντάσεις με την Τουρκία.
Συμπεράσματα:
Οι οικονομικές συμφωνίες, επειδή εδράζονται επί πολύ συγκεκριμένων υπολογισμών, έχουν μικρότερο ορίζοντα και κατά κανόνα απτά, δηλαδή μετρήσιμα, αποτελέσματα. Τα σχετικά είναι δουλειά της κυβέρνησης να τα κάνει και να τα παρουσιάσει.
Η διπλωματία όμως ξεχωρίζει από την οικονομία σε ένα πολύ βασικό χαρακτηριστικό. Παίρνει πολύ καιρό για να δούμε τα αποτελέσματα των διπλωματικών συμφωνιών και επομένως δεν υπάρχει τρόπος να είμαστε εντελώς παντελώς σίγουροι για όσα θα προκύψουν. Θα χρειαστεί πίστη και συναίνεση, δύο συστατικά που μάλλον δεν διαθέτουμε. Τουλάχιστον όχι αυτή την περίοδο, σίγουρα όχι σε ικανοποιητικό βαθμό..
Με άλλα λόγια, η Αθήνα δεν φαίνεται να διαθέτει σχέδιο για όσα σκοπεύει να κάνει μετά τα «ήρεμα νερά» και σίγουρα δεν είναι έτοιμη για μια μεγάλη συμφωνία. Όσο όμως εμείς θα παραμένουμε ανέτοιμοι, τόσο θα μεγαλώνει ο κίνδυνος ο μεγάλος συμβιβασμός να μας επιβληθεί. Εκ των πραγμάτων.