Εμφανίζονται, περιστασιακά, «μελέτες» που σκοπεύουν σε μια δήθεν στατιστική «τεκμηρίωση» της μιζέριας που κυκλοφορεί στα σόσιαλ μίντια και στις τηλεοπτικές ατάκες των αντιπολιτευομένων.
Κάποια από αυτά γίνονται «σύνθημα» και φθάνουν ακόμη και σοβαροί άνθρωποι να τα πιστεύουν. Κάποιοι μάλιστα χτίζουν απίθανους συλλογισμούς το ίδιο σαθρούς με τη σαθρότητα των «στοιχείων».
Πολύ γνωστό μεταξύ αυτών των «στοιχείων» είναι εκείνο που λέει πως η Ελλάδα είναι η «φτωχότερη» πλην Βουλγαρίας χώρα της Ευρώπης.
Το σχετικό «στοιχείο» είναι από εκείνα που οι κάπως έμπειροι οικονομολόγοι χρησιμοποιούν με μεγάλη προσοχή και σπανίως μόνο του, επειδή γνωρίζουν πόσο μακριά από την πραγματικότητα μπορεί να τους οδηγήσει.
Θα πείτε, η πηγή είναι αρίστη, η ευρωπαϊκή στατιστική υπηρεσία (Eurostat) και η μέθοδος σύγκρισης «αντικειμενική», αφού μετρά σε μονάδες «ισοδύναμης αγοραστικής δύναμης».
Επ’ αυτού, άρθρο επικαιρότητος, ενός ερευνητή του κάποτε σημαντικού ιδρύματος ΚΕΠΕ, το πήγε ένα κλικ παρακάτω. Με την κατάλληλη αριθμητική αλχημεία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «η ελληνική οικονομία κατέχει πλέον την τελευταία θέση του μέσου μισθού ανά δεδουλευμένη ώρα εργασίας –για συντομία, ωρομισθίου».
Χαράς ευαγγέλια για τους στρατιώτες του προοδευτισμού: «Στα προγράμματα των κομμάτων του προοδευτικού χώρου θα διαπιστώσει κανείς προτάσεις σε σωστή κατεύθυνση που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μια ευρεία προγραμματική συμφωνία με πολιτικά χαρακτηριστικά που θα εκκινεί από το ταυτοτικό ζήτημα για κάθε αριστερό και προοδευτικό πολίτη, που είναι το ζήτημα της εργασίας», έσπευσε να γράψει εις εξ αυτών.
Το ζήτημα είναι σοβαρό και έχω σημειώσει πολλές φορές τους τελευταίους μήνες ότι η δομή των αμοιβών της μισθωτής εργασίας είναι προβληματική, κυρίως επειδή ο μισθός έχει παύσει να αποτελεί κίνητρο παραγωγικότητας και αποτελεσματικότητας για ένα εξωφρενικά μεγάλο μέρος των νέων, ιδίως, ανθρώπων.
Άλλο όμως αυτό, που είναι το πραγματικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας και το οποίο επιλύουν με επιτυχία οι επιτυχημένες επιχειρήσεις και άλλο τα κόλπα με τους αριθμούς.
Ο ως άνω «ερευνητής», που συμμετέχει εδώ και πολλά χρόνια σε παρόμοιες έρευνες μέσω άλλου «ινστιτούτου» κάνει ένα διπλό άλμα λογικής ασυνέπειας. Μοιράζει το εισόδημα των μισθωτών προς τις ώρες εργασίας ολόκληρης της οικονομίας, δηλαδή και όσων υπολογίζεται ότι εργάζονται οι ελεύθεροι επαγγελματίες και μικροεπιχειρηματίες, προφανώς και ολόκληρος ο δημόσιος τομέας.
Θα όφειλε να γνωρίζει, όπως το γνωρίζουμε όλοι όσοι ασχολούμαστε με τα νούμερα αυτά εδώ και πάρα πολλά χρόνια, ότι η στατιστική των ωρών εργασίας, σύμφωνα με την οποία εργαζόμαστε περισσότερο από όλους τους άλλους Ευρωπαίους είναι και αυτή εξόχως προβληματική, κυρίως λόγω των ιδιαιτεροτήτων της τουριστικής και γεωργικής απασχόλησης αλλά και της μη καταγραφόμενης εργασίας.
Δικαίως ο υπουργός Άκης Σκέρτσος επιστράτευσε χθες τον πίνακα με τους κατώτατους μισθούς στην Ευρώπη, που ενημερώνεται απευθείας τακτικά, εκφράζεται σε πραγματικές τιμές χωρίς τη μεσολάβηση άλλων «υπολογισμών» για να δείξει ότι, πρώτον, η Ελλάδα βρίσκεται στη μέση οδό των λιγότερο πλουσίων κρατών της Ευρώπης και, δεύτερον, εμφανίζει γοργή βελτίωση, η οποία αποτυπώνεται στο επίπεδο της πραγματικής κατανάλωσης, στοιχεία που σας έχω επισημάνει και εγώ τους προηγούμενους μήνες.
Το δεύτερο, η ταχεία βελτίωση, είναι η πραγματικά σημαντική εξέλιξη γιατί μόνον η Ελλάδα, από όλες τις χώρες, βρέθηκε να παλεύει για την επιβίωση του κράτους και της οικονομίας της το 2015 και μέχρι το 2018, όταν όλοι οι άλλοι έβγαιναν από τη γενικευμένη κρίση.
Χωρίς τις ανοησίες και τις εγκληματικές ενέργειες της πρώτης κυβέρνησης Τσίπρα-Καμμένου, η απόσταση της Ελλάδας από την Ευρώπη θα ήταν πολύ μικρότερη και η αντιμετώπιση της πανδημικής καταστροφής πολύ πιο ευχερής.
Σε κάθε περίπτωση, οι προπαγανδιστικές κορώνες με όπλο διάφορες ανερμάτιστες και ιδεολογικά φορτισμένες «μελέτες» δεν λύνουν τα πραγματικά ζητήματα της χώρας.
Αυτό που χρειαζόμαστε είναι περισσότερη δουλειά που θα φτιάχνει προϊόντα και υπηρεσίες ικανές να πωληθούν εκτός ελληνικής αγοράς σε όσο καλύτερες τιμές είναι αυτό δυνατόν.
Με δύο λόγια, η Ελλάδα χρειάζεται να βελτιώσει εντυπωσιακά τη διεθνή μας ανταγωνιστικότητα.
Προφανώς όμως αυτό πρέπει να το επιτύχει με τη μέγιστη συμμετοχή των καλύτερων και όχι με την ενίσχυση κρατικών σοσιαλίζουσων πολιτικών.
Σημειώνω αυτό το τελευταίο επειδή πυκνώνουν τα σημάδια ότι η κυβέρνηση ρίχνει την προσοχή της σε ακόμη μεγαλύτερες ισοπεδωτικές κρατικές παρεμβάσεις εξαντλώντας τις φοροδοτικές ανοχές των παραγωγικών εργαζομένων (μισθωτών, επαγγελματιών και επιχειρηματιών) αυτής της χώρας.
Για παράδειγμα, οι «κοινωνικές παροχές» πέταξαν μέσα σε τρία χρόνια από τα περίπου 40 δισεκ. σε περισσότερα από 46 δισεκ. κάθε χρόνο. Αν προσθέσουμε και διάφορες «επιδοτήσεις» το ποσό ξεπερνά τα 50 δισεκ.
Κάθε μήνα, το κράτος χρησιμοποιεί περισσότερα από 300 εκατ. για να στηρίξει πάνω από 250.000 ευάλωτους χωρίς να είμαστε σίγουροι ότι οι συμπολίτες μας αυτοί δεν θα στήριζαν καλύτερα τις οικογένειές τους εντός της αγοράς εργασίας αντί να τους βάζουμε να κάνουν τα πάντα για να μένουν κάτω από το εισοδηματικό ραντάρ της εφορίας και να εισπράττουν επιδόματα, τα οποία συμπληρώνουν με «μαύρη» εργασία.
Όλα αυτά άλλωστε, τα αγνοούν επιδεικτικά οι διάφοροι αναλυτές και πολιτικάντηδες της μιζέριας.