Μοιράζει πολλά, μαζεύει περισσότερα

Ο κρατικός προϋπολογισμός για το 2024 παραμένει ζωηρά αναδιανεμητικός και ηπίως επεκτατικός. Το πρώτο γιατί προβλέπει να δώσει, στους πολλούς, περισσότερα από όσα «μοίρασε» την προηγούμενη χρονιά: δημοσίους υπαλλήλους, συνταξιούχους, επιδοματίες, επενδύσεις και αποζημιώσεις. Το δεύτερο γιατί η συνεχιζόμενη επέκταση των κρατικών δαπανών, θα συμβεί χωρίς αύξηση των φορολογικών συντελεστών, αλλά με μείωση της φοροδιαφυγής, την ειδική «συμβολή» των επαγγελματιών και κυρίως τη διεύρυνση κατανάλωσης (βλέπε ΦΠΑ) και κερδών.

Ξεχωρίζω αυτά τα δύο, μεταξύ άλλων χαρακτηριστικών που μπορεί κανείς να προσέξει στην εγκριθείσα από τη βουλευτική πλειοψηφία δημοσιονομική πολιτική, επειδή παρατηρώ ένα τυπικό λάθος στη δημόσια συζήτηση, αλλά και αυτή που έγινε επί 66 ώρες στη Βουλή.

Λένε όσοι δε θέλησαν να τον ψηφίσουν ότι είναι «φορομπηχτικός» και αιτιολογούν ότι οι φόροι που προβλέπει να εισπράξει είναι περισσότεροι από όσους εισέπραξε στο έτος που σε λίγο αφήνουμε πίσω μας. Αστεία πράγματα, ειδικά όταν στη Βουλή υπάρχουν τρία κόμματα που έχουν συμμετάσχει σε κυβερνητικά σχήματα.

Αν έκαναν τον κόπο να κοιτάξουν τα στοιχεία θα παρατηρούσαν ότι επί μια πενταετία μετά το 2010, τα έσοδα του κράτους μειωνόντουσαν. Σημαίνει αυτό ότι το κράτος ήταν λιγότερο «φορομπηχτικό»; Όχι βεβαίως, αφού η οικονομία μπήκε σε εξαναγκαστική διόρθωση, με μείωση μισθών, συντάξεων, επιχειρηματικών εργασιών και υπεραξιών ενώ αυξήθηκε σειρά φόρων και εισφορών.

Ταυτόχρονα, όλα αυτά τα χρόνια, το κράτος συνέχισε να εμφανίζει σημαντικά ελλείμματα. Σημαίνει αυτό ότι ακολουθήθηκε κάποια επεκτατική δημοσιονομική πολιτική; Προφανώς όχι, απλώς η τεράστια δημοσιονομική διόρθωση που χρειάστηκε να γίνει αφού πτωχεύσαμε «κόπηκε» σε μικρότερα κομάτια.

Στην τετραετία 2015-2019 τα κρατικά έσοδα πήγαν από τα 85 στα 90 δις, απόδειξη της μεγάλης φορολογικής πίεσης και μάλιστα εν μέσω σχεδόν ύφεσης. Ειδικά το πρωτογενές πλεόνασμα δηλαδή το περίσσευμα φόρων, ήταν, κάθε έναν χρόνο μεταξύ 2016-2019, θετικό κατά σχεδόν 7 δισεκ. ευρώ. Σημαίνει αυτό ότι ήταν η κρατική πολιτική ενισχυτική της ανάπτυξης; Όχι βεβαίως αφού ο μέσος ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ  ήταν γύρω στο 1%, μόλις, συνυπολογίζοντας την ώθηση που ήρθε το 2019 λόγω της πολιτικής αλλαγής.

Όμως, στη μεταπανδημική τριετία 2021-2023 η οικονομία αυξήθηκε (κατ’ όγκο, δηλαδή μετά την αφαίρεση του πληθωρισμού) με μέσο όρο 3%, δηλαδή τρεις φορές ταχύτερα από την προηγούμενη αναφορά μας. Είναι απολύτως αναμενόμενο ότι το κράτος θα δει τις εισπράξεις του να φουσκώνουν. Ειδικά επειδή τα κρατικά έσοδα εισπράττονται επί των ονομαστικών τιμών, που περιλαμβάνουν και τον πληθωρισμό. Προφανώς, το κράτος μαζεύει πακτωλό φόρων όταν η οικονομία τρέχει γρήγορα. Δεν είναι και rocket science για να στηρίζουν οι αντιπολιτευόμενοι ολόκληρη πολιτική σπέκουλα.

Το σημαντικό παραμένει ότι παρά την επεκτατική δημοσιονομική πολιτική το κράτος θα εμφανίσει πλεόνασμα ίσο με εκείνο που χρειάζεται να γράφουμε στη βεβαίωση προς τις διεθνείς αγορές κεφαλαίου, προκειμένου να παραμένουν καθησυχασμένες ότι πήραμε το, σκληρό μάθημα για το τι σημαίνει η πτώχευση των ομολόγων, δηλαδή των δανείων, του κράτους Ούτε αυτό όμως δηλώνει ότι έχουμε βρει τον τρόπο να συνδυάσουμε την ενάρετη δημοσιονομική πολιτική με πολιτική ενισχυτική της ανταγωνιστικότητας.

Από το μεθεπόμενο έτος καλό είναι να αρχίσουμε να βρίσκουμε τρόπους για την υποστήριξη που οφείλει η δημοσιονομική πολιτική στην πραγματική οικονομία, δηλαδή στην επιχειρηματικότητα. Κατανοώ ότι η φορολογία μερισμάτων, που έχει μειωθεί στο 5%, αποτελεί ισχυρό κίνητρο, αλλά πρέπει να κοιτάξουμε προσεκτικότερα την πλευρά των φοροεπιβαρύνσεων της εργασίας.