Μπορούμε και μείωση φόρων

Τι είναι καλύτερο: να έχεις πληθωρισμό και μικρό χρέος ή μεγαλύτερο χρέος και μικρότερο πληθωρισμό;

Κανείς, σοβαρός, οικονομολόγος δεν θα σας απαντήσει χωρίς προηγουμένως να βάλει το «εξαρτάται».

Ένας περιορισμένος πληθωρισμός (ελεγχόμενος που ακούω κάποιους να λένε, δεν υπάρχει) βοηθά στην αποκλιμάκωση του χρέους (σε αναλογία με το εθνικό εισόδημα).

Κάποιοι ακόμη, στη μνήμη του Κέυνς, ισχυρίζονται ότι ένας μικρός πληθωρισμός κάνει «καλό» στην οικονομία, αφού τη βοηθά να «τρέχει» γρηγορότερα. Εμείς τρέχουμε τρεις φορές ταχύτερα από την Ευρωζώνη.

Απ’ την άλλη, ένα μικρότερο χρέος επιτρέπει χαμηλότερο κόστος δανεισμού, άρα μεγαλύτερες και πιο κερδοφόρες επενδύσεις και, επομένως, περισσότερες και καλύτερα αμοιβόμενες θέσεις εργασίας. Εμείς μειώνουμε το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους λόγω της επενδυτικής βαθμίδας και των ευνοϊκών εκτιμήσεων όπως η προχθεσινή της Standard & Poor’s, που δεν μπορεί να καταπιεί ο υποψήφιος με τον ΣΥΡΙΖΑ κ. Φαραντούρης.

Αν με βάζατε να διαλέξω, ειδικά για την περίπτωσή μας, θα διάλεγα τη δεύτερη εκδοχή.

Γιατί η Ελλάδα χρωστά πολλά. Πάρα πολλά. Σχεδόν τα διπλάσια όσων δημιουργούμε μέσα στο έτος.

Είναι επίσης αλήθεια ότι οι περισσότεροι από τους συμπολίτες μας κατάλαβαν πόσο καταστροφικό για τα εισοδήματά τους μπορεί να είναι αυτό και, τελικά, για το επίπεδο διαβίωσής τους, μετά το 2012.

Μέχρι τότε, οι πολλοί ήσαν απλώς «αγανακτισμένοι» επειδή θεωρούσαν πως πρέπει να μας χαριστούν τα χρωστούμενα ή, ακόμη χειρότερα, ότι ήταν ψεύτικοι οι υπολογισμοί για τα δημοσιονομικά πράγματα.

Ευτυχώς, εδώ και μερικά χρόνια οι υπολογισμοί του υπουργείου Οικονομικών, που ελέγχονται από τη Στατιστική και επιβεβαιώνονται από την Eurostat, είναι ασφαλείς. Λένε, δηλαδή, την αλήθεια.

Τι λένε; Ότι η διαχείριση των δημόσιων οικονομικών πραγμάτων γίνεται με σύνεση και αφήνει πλεόνασμα. Τόσο πλεόνασμα όσο χρειάζεται για να αποπληρώνουμε το χρέος χωρίς να απαιτούνται έκτακτα φορολογικά μέτρα.

Λένε ακόμη ότι η Ελλάδα είναι το μοναδικό κράτος που χρωστά το μεγαλύτερο μέρος του χρέους στους εταίρους της μέσα στην Ένωση (117% του ΑΕΠ) και όχι στις αγορές (μόλις 42%).

Από το 1932 και μετά, όμως, η σχέση αυτή πρέπει να ξεκινήσει να αντιστρέφεται. Αν ο Αλέξης Τσίπρας είχε αφήσει στη θέση της την κυβέρνηση των Σαμαρά-Βενιζέλου, η αντιστροφή θα ξεκινούσε πολύ πιο σταδιακά και πολύ αργότερα. Αλλά έκανε όσα έκανε το 2015, σιγά μη μας χαριζόντουσαν οι Σόιμπλε και κομπανία.

Έρχομαι στις τιμές. Κάτω από τις τιμές που βλέπει ο καταναλωτής, υπάρχουν οι τιμές παραγωγού. Δηλαδή οι τιμές στις οποίες πωλούνται τα προϊόντα προτού φθάσουν στο κατάστημα λιανικής.

Πρόκειται για μια πολύ φερέγγυα στατιστική.

Σύμφωνα με αυτήν, μεταξύ 2001 και πέρυσι, η Ελλάδα είχε ρυθμό αύξησης των τιμών πάνω από «5» τα δύο προηγούμενα χρόνια αλλά και τέσσερα χρόνια μεταξύ της εισόδους μας στο ευρώ και πριν τη δημοσιονομική κρίση.

Στη διάρκεια της κρίσης, δηλαδή επί μια δεκαετία, ο πληθωρισμός στην παραγωγή ήταν μηδενικός ή μικρότερος από τη μονάδα. Άρα, σε όλη αυτή τη δύσκολη περίοδο, ο πληθωρισμός δεν είχε σημάδια «πληθωρισμού της απληστίας»; Προφανώς όχι, γιατί τα εισοδήματα του κόσμου ήσαν τόσο «καταπιεσμένα» που δεν άντεχαν μια ακόμη δοκιμασία.

Αντιθέτως, όταν μπήκαμε στο ευρώ, που ήταν νόμισμα με μεγάλη αγοραστική δύναμη, ιδίως έναντι της δραχμής, η οικονομία ζούσε -σε σημαντικό βαθμό- με δανεικά, που έπαιρνε -και μοίραζε- το κράτος. Πολλοί έριχναν το αμάρτημα στο «ακριβό ευρώ» ενώ προφανώς επρόκειτο για τη γνωστή πλέον «απληστία» την οποία τάιζε το σπάταλο κράτος και οι σπάταλοι πολίτες του.

Για να έρθουμε στα σημερινά, ο πληθωρισμός που πονά περισσότερο, είναι η αύξηση των τιμών παραγωγού στα είδη διατροφής που έτρεξε με 8,7% το ’22 και 7,3% το ’23, ενώ φέτος μειώνεται και μάλλον θα πέσει.

Προσέξτε όμως αυτό: το 2003 ο ίδιος πληθωρισμός ήταν 7,4%, το 2006 ήταν 8,1% και το 2008, έτος εκκίνησης της μεγάλης κρίσης, 6,7%. Κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά τότε και όμως όλοι αναπολούμε εκείνη την περίοδο για την ευμάρεια και την καταναλωτική φρενίτιδα.

Και τώρα, τι κάνουμε;

Οφείλω να ομολογήσω ότι δεν βλέπω τι περισσότερο θα μπορούσε να κάνει το «κράτος», δηλαδή η κυβέρνηση. Κάνει ελέγχους, κάνει «καλάθια», όπως τώρα του «νονού» και από μεθαύριο του «Πάσχα», ρίχνει πρόστιμα σε όποιον δεν τηρεί τον, μοναδικό για ευρωπαϊκή-καπιταλιστική χώρα, νόμο ελεγχόμενου και σταθερού περιθωρίου κέρδους στα διάφορα στάδια παραγωγής και διανομής.

Μέχρι τις προηγούμενες εκλογές, θα έλεγα ότι θα ήταν προτιμότερο, αν είχαμε θέσει σε προτεραιότητα τον πληθωρισμό έναντι της δημοσιονομικής αυστηρότητας, να έχουμε κόψει τα διάφορα επιδόματα και η αύξηση του κατώτατου μισθού να είναι χαμηλότερη.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης διάλεξε να κάνει, τους τελευταίους μήνες, το πρώτο, σταμάτησε τις μεταβιβάσεις μέσω του δημόσιου ταμείου, αλλά δεν έκανε το δεύτερο, αντιθέτως ευνόησε την αύξηση των εισοδημάτων στον ιδιωτικό τομέα.

Πρόκειται για σοβαρή πολιτική απόφαση. Δικαιολογημένη όμως αφού η διόρθωση στα οικογενειακά εισοδήματα, κυρίως στις αμοιβές εργασίας και επιχειρηματικότητας, υστερεί δραματικά της διόρθωσης στα δημόσια οικονομικά.

Μέχρι το καλοκαίρι, θα έχουμε κάποιες σημαντικές επιτυχίες στη μάχη με τον πληθωρισμό. Η πτώση της κατανάλωσης, που έχει επιταχυνθεί, εφόσον σε ισοσταθμιστεί από τον τουρισμό, θα βοηθήσει.

Από Σεπτέμβριο πάντως, εφόσον η κυβέρνηση χαίρει και τότε αξιοπιστίας και σταθερότητας, θα ήταν σκόπιμο να προγραμματίσει ο υπουργός Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης κάποιες πρώτες, συμβολικές αλλά σημαντικές, μειώσεις φόρων.

Με την προϋπόθεση βεβαίως ότι, στη βάση αυστηρότατων ελέγχων, κάθε μείωση φόρου θα περνά ολόκληρη στις τιμές καταναλωτή.

Θα επανέλθω σύντομα με συγκεκριμένες προτάσεις.