Να ξεκουνηθούν τα ακίνητα του κράτους

Ακόμη σήμερα, το κράτος δεν έχει καταγεγραμμένη εικόνα των ιδιοκτησιών του. Ακόμη πιο σίγουρα δεν γνωρίζει την κατάσταση τους. Ακόμη χειρότερα δεν έχει σχέδιο αξιοποίησης τους.

Η απαράδεκτη αυτή κατάσταση είναι γνωστή από την εποχή της πρώτης κυβέρνησης Μητσοτάκη (1990-1993) όταν έγιναν οι αρχικές προσπάθειες οργάνωσης. Ακολούθησε η γνωστή σε όλους «πασοκική αδιαφορία» μέχρις ότου τα ακίνητα, κυρίως, χρειάστηκε να ενσωματωθούν στην κρατική περιουσία όταν προσπαθούσαμε να μπούμε στην Ευρωζώνη. 

Ακολούθως ατόνησαν και πάλι οι προσπάθειες εξορθολογισμού. Παρόλο που προστέθηκαν, λίγα χρόνια αργότερα, δεκάδες κτίσματα μεγάλης αξίας, που απέμειναν μετά τον κατασκευαστικό πυρετό για τους Ολυμπιακούς. Και πάλι όμως, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των άμεσα υπευθύνων, η αξιοποίηση της ακόμη πιο τεράστιας περιουσίας, δεν προχώρησε.

Η ευκολία χρηματοδότησης στεγαστικών δανείων των νοικοκυριών, σε περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων και άνετης αύξησης των τραπεζικών δανείων, έβαλε σε δεύτερη μοίρα την κρατική περιουσία. Ήρθε όμως η καταστροφή και οι τροϊκανοί υποχρέωσαν τη γραφειοκρατία να τα καταγράψει. Από εκεί προέκυψε, σε μεγάλο βαθμό, η ικανότητα της Ελλάδας να εγγυηθεί τα δάνεια διάσωσης με «υποθήκευση» μέχρι και στο ύψος των 50 δισεκατομμυρίων. Και πάλι όμως δεν έγινε κάτι αποτελεσματικό και χειροπιαστό για την αξιοποίηση τους.

Το κατάλληλο αντιπαράδειγμα είναι βεβαίως η ανάπτυξη του Ελληνικού (παλαιό αεροδρόμιο) ή το σχέδιο για κυβερνητικά κτήρια στο βιομηχανοστάσιο της ΠΥΡΚΑΛ στον Υμηττό ή η διπλή ανάπλαση στον Βοτανικό.

Η χθεσινή, στο υπουργικό συμβούλιο, μνεία του υπουργείου Άμυνας (Δένδιας και Κεφαλογιάννης) στην ακίνητη περιουσία των Ενόπλων Δυνάμεων είναι σημαντική για δύο λόγους. Σε όλες τις ως άνω (πλην εκείνης της τρόικας) προσπάθειες καταγραφής και εκμετάλλευσης ακινήτων, τα περιουσιακά εμπράγματα του Άμυνας ήσαν αυστηρά προστατευμένα και «εκτός λογαριασμού». Τουλάχιστον τώρα, θα προβλεφθεί η συγχώνευση κλαδικών ταμείων σε νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου ως «Εταιρεία Ακινήτων Ενόπλων Δυνάμεων».

Οι δυσκολίες στέγασης είναι γνωστές. Ειδικά τα δύο τελευταία χρόνια, λόγω και της τουριστικής ανόδου, έγιναν ακανθώδεις. Άρα η πρωτοβουλία μόνον επαίνους πρέπει να δεχθεί. Στρατιωτικοί, γιατροί και δάσκαλοι υποφέρουν. Άρα όλα είναι πλέον επείγοντα.
Εξίσου επείγουσες είναι όμως πρωτοβουλίες που μπορούν να πάρουν πολλά ακόμη τμήματα του κρατικού μηχανισμού. Αντί να μετατρέπονται σχολάζουσες δωρεές και περιουσιακά στοιχεία σε πολιτιστικά κέντρα ή επεκτάσεις γραφείων Δήμων ή άλλων κρατικών υπηρεσιών, πρέπει όλα και παντού να γίνουν κατοικίες. Αυτό μπορεί να γίνει στο διάστημα των δύο επομένων ετών με εξαιρετικές διαδικασίες άμεσης παρέμβασης.

Προφανώς, θα φροντίσει η απέραντη κρατική γραφειοκρατία να «κάψει» παρόμοιες σκέψεις. Αλλά η κυβέρνηση οφείλει να επαναλάβει τον «τσαμπουκά» με τις τράπεζες αν πραγματικά αντιλαμβάνεται πόσο βαριά ζυγίζει το κόστος κατοικίας στην εξάντληση των οικονομικών δυνατοτήτων των νοικοκυριών. 

Αν μάλιστα συνδυαστούν οι ενέργειες αυτές με άμεση εκπόνηση συνεργατικών πρότζεκτς με κατασκευαστικές, στα πλαίσια των δοκιμασμένων πλέον ΣΔΙΤ δημόσιων έργων, οι ενέργειες μπορούν να επιταχυνθούν.

Η αγορά κατοικίας έχει φθάσει σε υψηλό τιμών, το οποίο διασφαλίζει την απόδοση των επενδύσεων. Η χρηματοδότησή τους είναι ευχερής, λόγω των λιμναζόντων κεφαλαίων στις τράπεζες, τα οποία εύκολα θα διατεθούν αφού θα χρησιμοποιηθεί ενυπόθηκος δανεισμός.

Το μόνο που λείπει είναι η αποφασιστικότητα της κυβέρνησης. Αυτό, κανονικά, δεν θα έπρεπε να είναι μεγάλο πρόβλημα.