Ο βολικός μύθος έλλειψης ελέγχων

Η ακρίβεια θα διορθωθεί αν ελεγχθεί η αισχροκέρδεια. Οι νέοι άνθρωποι δε θα σκοτώνονται αν υπάρχει έλεγχος στους δρόμους. Στις κακοκαιρίες δε θα έχουμε καταστροφές αν ελέγχονται όσοι πρέπει να κάνουν τα προστατευτικά έργα.  Με ελέγχους μπορούν να αποκαλύπτονται όσοι δε δηλώνουν τις πραγματικές τους εισπράξεις. Σε κάθε περίπτωση το βάρος για να διορθωθούν τα κακώς κείμενα το ρίχνουμε, σχεδόν αποκλειστικά, στους ελέγχους. Προφανώς, στον κρατικό έλεγχο.

Η «θεωρία» δεν είναι λάθος. Λάθος είναι να πιστεύουμε ότι μπορούμε να συνεχίσουμε να συμπεριφερόμαστε όπως μας βολεύει/συμφέρει και κάποιος ελεγκτής θα είναι πάντα εκεί για να μας «διορθώσει». Πρόκειται για διαδεδομένη παρανόηση αλλά κυριαρχεί στη δημόσια συζήτηση.

Το σωστό στη «θεωρία» είναι ότι ο έλεγχος πρέπει να είναι συνεχής, διαδεδομένος και απρόβλεπτος. Εκείνο όμως που κρατά τα πράγματα στον «ίσιο δρόμο» είναι η τήρηση νόμων και κανονισμών και, ακόμη περισσότερο, η εφαρμογή καλών πρακτικών. Με άλλα λόγια ο αυτοέλεγχος και ο ανταγωνισμός είναι οι σπουδαιότερες μορφές ελέγχου στις ανοικτές κοινωνίες.

Η αισχροκέρδεια, για παράδειγμα, ειδικά στα τρόφιμα εμφανίζεται ως ο μοναδικός λόγος αύξησης των τιμών και η μόνη υπεύθυνη για την ακρίβεια. Σύνηθες παράδειγμα, ο παραγωγός ενός προϊόντος, πληρώνεται «στο χωράφι» ένα πολύ μικρό αντίτιμο, αλλά στον καταναλωτή το προϊόν φθάνει σε πολλαπλάσια τιμή. Αν υπήρχε έλεγχος δε θα συνέβαινε αυτό, λένε οι οπαδοί της «θεωρίας». Δηλαδή, για να το κάνουμε πρακτικό, θα έπρεπε να ελεγχθεί ο αγρότης παραγωγός ότι στο τιμολόγιο παράδοσης του προϊόντος στον χονδρέμπορο έχει βάλει όσα πραγματικά εισπράττει, κάτι που δε συμβαίνει στη ζωή, άρα πρέπει να είναι παρών κάποιος ελεγκτής την ώρα της δοσοληψίας με την προϋπόθεση ότι δε θα γίνει μέρος της συναλλαγής, ότι δηλαδή δε θα τσεπώσει το κατιτίς του.

Ο χονδρέμπορος θα πάει το προϊόν στην αγορά και, αφού προσθέσει ένα ελεγχόμενο ποσοστό κέρδους και πάλι με την παρουσία του ελεγκτή, να το μεταπωλήσει στους διανομείς. Οι οποίοι θα κάνουν το ίδιο, πάντα υπό τα όματα κάποιου ελεγκτή, ενώ άλλοι ελεγκτές θα γυρνάνε στα καταστήματα που προμηθεύονται το προϊόν από τον διανομέα για να είμαστε βέβαιοι ότι η αισχροκέρδεια βρίσκεται υπό έλεγχο. Αυτό εννοούν όσοι λένε πως δεν ελέγχεται η αισχροκέρδεια; Μάλλον όχι, γιατί κανείς δεν πιστεύει ότι κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί στις πολλές χιλιάδες συναλλαγές που γίνονται καθημερινά, οι περισσότερες μάλιστα εξ αποστάσεως και ηλεκτρονικά.

Το ίδιο (και ακόμη δυσκολότερα) ισχύει με τη φοροδιαφυγή. Ο φορολογικός έλεγχος ενός τεχνίτη επαγγελματία είναι αδύνατος αν δεν υπάρχει παραστατικό. Όταν πλημμυρίζει το σπίτι θα καλέσουμε σε συνακρόαση τον υδραυλικό και τον ελεγκτή ώστε να γνωρίζει ο δεύτερος τι συμφωνούμε και να είναι μαζί μας όταν θα πληρώσουμε τον επαγγελματία; Μήπως πρέπει να είναι πάντα παρών κάποιος δημόσιος υπάλληλος στο γραφείο του δικηγόρου στον οποίο αναθέτουμε μια αγωγή εναντίον κάποιου και να τον καλέσουμε και πάλι όταν θα πληρωθεί ο  νομικός παραστάτης για την επιτυχημένη έκβαση της υπόθεσης;

Στη δεκαετία του ’60 στην είσοδο των κινηματογράφων τα εισιτήρια «έκοβε» υπάλληλος της εφορίας. Κάποια περίοδο, στη δεκαετία του ’90 αν δεν απατώμαι, εφοριακοί παρίσταναν τους ασθενείς στον χώρο αναμονής των ιατρών ή την έστηναν στην είσοδο κτηρίων που στέγαζαν διάσημους (και πολύ καλούς συνήθως) ιατρούς. Τελωνειακοί υπάλληλοι είχαν το δικό τους φυλάκιο έξω από τα διϋλιστήρια ή στους μεγάλους σιδηροδρομικούς σταθμούς. Μέχρι το 1993, όταν επιστρέφαμε από το εξωτερικό έπρεπε να ανοίξουμε τις βαλίτσες όχι βεβαίως για ασφάλεια ή ναρκωτικά, αλλά για να πληρώσουμε δασμούς σε κάποιο ηλεκτρονικό μηχανηματάκι ή άλλα είδη «πολυτελείας», που ήσαν πολύ φθηνότερα στον τόπο της τουριστικής μας εξόρμησης. Γραφικές εικόνες του παρελθόντος.

Αν αυτά «θαυμάζουν» οι περιφερόμενοι καλεσμένοι τηλεαστέρες, ειδικά μάλιστα κάποιοι αυτοδιορισμένοι «εκπρόσωποι καταναλωτικών ενώσεων», να θυμίσω ότι προτού καταργηθούν όλοι αυτοί οι «έλεγχοι» ο πληθωρισμός ήταν επί πάνω από δεκαετία διψήφιος, κάπου μεταξύ 15-20% κάθε χρόνο. Να θυμίσω ακόμη ότι με καθεστώς ανοικτής αγοράς ζούμε με πληθωρισμούς γύρω στο 3% επί παραπάνω από μια εικοσαετία.  

Συγκεκριμένα, μεταξύ 1974-1997 οι τιμές αυξήθηκαν κατά 2.236% ενώ μεταξύ 1997-2021 αυξήθηκαν κατά 57%. Στην πρώτη ως άνω περίοδο ζούσαμε σε καθεστώς πολλαπλών και πανταχού παρόντων ελέγχων. Στη δεύτερη χαλαρώσαμε τους ελέγχους, ανοίξαμε την αγορά μας και εμπιστευτήκαμε τον ανταγωνισμό. 

Αυτό το τελευταίο πρέπει να κάνουμε και τώρα. Οι διαρκείς κορώνες περί αισχροκέρδειας από σύμπαν το πολιτικό σύστημα και οι υπερήφανες αναφορές (ακόμη και από ανώτατα κυβερνητικά χείλη) για το ύψος των επιβεβλημένων, κατά τα άλλα, προστίμων δεν θα λύσουν το πρόβλημα επαρκούς τροφοδοσίας.

Η συστηματική μείωση επενδύσεων και εργασίας στην αύξηση παραγωγικότητας της ελληνικής παραγωγής, για περισσότερα και καλύτερα προϊόντα τροφίμων, ο αυξημένος ανταγωνισμός στα μεγάλα εμπορικά κυκλώματα εισαγωγών και η καλύτερη προσαρμογή μας στο νέο διεθνές περιβάλλον συνεχών -και κατά κανόνα τυχαίων- εμπλοκών που οφείλονται στην κλιματική κρίση και τις παγκόσμιες ανακατατάξεις, είναι το πραγματικό πρόβλημα που οφείλουμε να ελέγξουμε.