Για δεύτερη, συνεχόμενη, χρονιά, η Ελλάδα κατατάσσεται ως η χώρα με τις καλύτερες επιδόσεις μεταξύ των αναπτυγμένων κρατών από την ιστορική επιθεώρηση The Economist. Δεν εκπλήσσομαι, αλλά μια τόσο καλή αποτίμηση είναι, από μόνη της μια πολύτιμη πρωτιά. Σημειώστε ότι μιλάμε για περιοδικό που πουλά πάνω από ένα εκατομμύριο φύλλα την εβδομάδα, μετρά στο μυαλό όσων λαμβάνουν τις αποφάσεις, διαθέτει τεράστια κάλυψη στα social media και, ειδικά, έρευνες όπως αυτή στην οποία φιγουράρει η ελληνική πρωτιά, αναμεταδίδεται από εκατοντάδες μέσα ενημέρωσης σε ολόκληρο τον κόσμο.
Σε κάθε περίπτωση, είναι μια αυθεντική και άξια λόγου αναφορά, την οποία πρέπει να χρησιμοποιούν όλοι όσοι χτίζουν δεσμούς και σχέσεις με τον έξω κόσμο. Την αποτίμηση αυτή δεν μπορούν να τη σκιάσουν οι συνήθεις κοντόφθαλμες γκρίνιες των εσωτερικών αντιπολιτεύσεων, που επαναλήφθηκαν βαρετά κατά την προχθεσινή συζήτηση επί του κρατικού προϋπολογισμού.
Τι είναι αυτό που «ενθουσιάζει» τους ειδικούς του Economist; Είναι το μείγμα των αποτελεσμάτων. Ως πρακτικοί άνθρωποι, σημειώνουν προφανώς θετικά το γεγονός ότι η οικονομική πολιτική είναι φιλο-αναπτυξιακή και αποδεικνύει ότι η Ελλάδα κάνει καλή δουλειά επειδή απομακρύνεται τάχιστα από τις αποτυχίες που τη μετέτρεψαν στο «μαύρο πρόβατο». Ξεχωρίζουν και μετρούν όμως το πρακτικό αποτέλεσμα. Για παράδειγμα, δεν τους απασχολούν, εφέτος, τα δημοσιονομικά. Κοιτούν όμως το αποτέλεσμα της συντηρητικής δημοσιονομικής πολιτικής στο μέτωπο των τιμών, του εθνικού προϊόντος, της απασχόλησης και της αγοράς των επιχειρηματικών αξιών.
Το πρώτο και πάντοτε καθοριστικό είναι το μέγεθος της πίτας. Δεν είναι βεβαίως ότι πάμε καλύτερα από όλους τους άλλους, αλλά πάμε καλά γιατί ο ρυθμός ανόδους είναι ζωηρός και συνεχής. Το δεύτερο είναι συνάρτηση του πρώτου και αφορά τη βελτίωση του επιπέδου της απασχόλησης. Αν η οικονομία μεγαλώνει και οι άνθρωποι χωρίς δουλειά λιγοστεύουν το αποτέλεσμα είναι καλό
Το επόμενο μεγάλο θέμα είναι βεβαίως οι τιμές. Το μετράνε με δύο τρόπους. Ο ένας είναι η «καρδιά» του τιμάριθμου, μετρημένος δηλαδή χωρίς προϊόντα που ανεβοκατεβαίνουν, όπως ενέργεια και τρόφιμα. Τα μεν κατέβηκαν εντυπωσιακά εφέτος. Τα δε επιμένουν ανοδικά μαζί με τις άλλες επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης. Επειδή όμως από τους δύο αυτούς πληθωρισμούς υποφέρουν όλοι, η διαφορά που μετρά είναι πόσο καλύτερα ή δυσκολότερα απορροφά κάθε οικονομία την πίεση στον «πυρήνα» του πληθωρισμού όπως τον ονομάζουν οι κεντρικοί τραπεζίτες.
Ο δεύτερος τρόπος που ζυγίζουν τις επιπτώσεις του πληθωρισμού είναι το εύρος των ανατιμήσεων, δηλαδή πόσα αγαθά/υπηρεσίες σημειώνουν αυξήσεις πολύ πάνω από το όριο μέχρι το οποίο έχουμε έναν συγκρατημένο πληθωρισμό, συνήθως το 2%. Στην περίπτωσή μας, η αναλογία αυτή βελτιώθηκε ικανοποιητικά αφού ο τιμές όσων ξεπερνούσαν αυτό το όριο μειώθηκαν περισσότερο συγκριτικά προς άλλες χώρες. Άρα, πρακτικά, η εξέλιξη δείχνει πως τα πράγματα στο κρίσιμο αυτό μέτωπο πάνε καλύτερα.
Στην Ισπανία, για παράδειγμα, η μέτρηση του Economist και στο μέτωπο των τιμών δίνει μια χειρότερη εικόνα, ενώ και στη γενική κατάταξη η μεγάλη χώρα της Ιβηρικής είναι στην 8η θέση από την περυσινή πέμπτη θέση. Η Πορτογαλία πάει κάπως καλύτερα στο θέμα των τιμών, αλλά είναι και αυτή στην 7η θέση της γενικής κατάταξης, ενώ πέρυσι ήταν στη δεύτερη.
Παλιότερη μέτρηση του Economist, σχετικά με το πώς τα πήγαν οι χώρες μετά την πανδημία, μας είχε κατατάξει στην 14η θέση. Για δύο λόγους: πρώτον γιατί είχαμε αυξήσει πολύ το χρέος, ενώ εφέτος το μειώσαμε εντυπωσιακά, αλλά ο σχετικός δείκτης δεν συμπεριλαμβάνεται στη φετινή μέτρηση. Επίσης, οι τιμές των μετοχών, που δείχνουν τον επιχειρηματικό δυναμισμό εμφάνισαν σημαντική άνοδο το 2023, κάτι που δεν είχε συμβεί το 2022, ούτε μετά την πανδημία.
Αυτό το τελευταίο στοιχείο κράτησε την Ελλάδα στην κορυφή της κατάταξης για δεύτερη χρονιά και δικαιώνει τις πολιτικές επιλογές των δυο εκλογικών αναμετρήσεων του καλοκαιριού.