Ζούμε τη συστηματική επιδίωξη σκοτεινών κύκλων να αυτοχειριαστούμε. Δεν θέλουν να ακολουθούμε τον κανόνα της ευθαρσούς διατύπωσης γνώμης, προβληματισμού, αντίρρησης ή κριτικής. Η μέθοδος είναι ιστορικά γνωστή, από τις σκοτεινές περιόδους φασιστών, χιτλερικών και σταλινικών, μεταξύ άλλων. Λέει κάποιος κάτι που δεν μας αρέσει; Μπαίνει μπροστά η μηχανή της συκοφαντίας και του εξοστρακισμού. Η δημοσίως διατυπωμένη σκέψη «κόβεται-ράβεται», ερμηνεύεται κατά το δοκούν, διακοσμείται με χαρακτηρισμούς και ύβρεις, αρκεί να εκπέμπει ένα συντονισμένο θόρυβο ανοησίας.
Με τη βοήθεια πλέον των κοινωνικών δικτύων, οι καθόλου λίγοι οπαδοί της μονοδιάστατης σκέψης, αναλόγως σε ποια πλευρά στέκονται, πυροβολούν εκείνον που φέρνει το μήνυμα. Το κάνουν γιατί θέλουν τους πολίτες να παραμένουν βαθιά νυχτωμένοι. Κάπως έτσι φτάσαμε (και βυθιστήκαμε) στην τραγωδία της δημοσιονομικής κρίσης το 2010. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, πέντε χρόνια αργότερα, ζήσαμε (και πληρώσαμε) τη νέα τραγωδία του σκανδαλώδους δημοψηφίσματος εν μέσω τραπεζικής κατάρρευσης και υποταγής στο τρίτο και αχρείαστο μνημόνιο.
Πριν δύο μέρες, απαντώντας σε ερωτήσεις για τη φοροδιαφυγή του δημοσιογράφου Νίκου Φιλιππίδη, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, διατύπωσε, μεταξύ άλλων, μια πολύ ενδιαφέρουσα σκέψη, προς τον υπουργό Οικονομικών, για τα ποσά που αναλογούν στις φορολογικές δαπάνες, δηλαδή τις φοροαπαλλαγές ή εκπτώσεις από διαφόρους φόρους. Είπε, συγκεκριμένα: «Ας τα αξιολογήσει πρώτα. Ικανοποιούν το κριτήριο ότι βοηθούν τους πλέον ευάλωτους; Εγώ δεν λέω, οι ευάλωτοι, ''ναι'' να έχουν βοήθεια, αλλά να τα βάλουμε σε ένα κορβανά. Διότι θα χρειαστούμε έσοδα. Η Ελλάδα έχει ανάγκες για επενδύσεις, για δημόσιες επενδύσεις. Έχει ανάγκη για μαξιλαράκια να αντιμετωπίσει κρίσεις γεωπολιτικές, κλιματικές».
Η αντίδραση του ΣΥΡΙΖΑ ήταν σφοδρή. Κύριο άρθρο του κομματικού οργάνου (εφημερίδα ΑΥΓΗ) φόρτωσε στον Στουρνάρα ότι «ζήτησε να καταργηθούν οι φοροαπαλλαγές, επικαλούμενος… γεωπολιτικούς κινδύνους για τη χώρα». Ο θόρυβος χρειάστηκε μέχρι και την παρέμβαση του κυβερνητικού εκπροσώπου, ο οποίος είπε το αυτονόητο, ότι δηλαδή η κυβέρνηση δεν ασχολείται, αυτή τη στιγμή, με το θέμα. Λογικό αφού έχει άλλα στο κεφάλι της. Ειδικά τώρα, που ξεδιπλώνει την προσπάθεια μείωσης της φοροδιαφυγής στον χώρο των ελευθέρων επαγγελμάτων. Για τους οποίους, ειρήσθω εν παρόδω, ο Κασσελάκης ζήτησε την πλήρη απαλλαγή τους από τον φόρο εισοδήματος. Όταν μάλιστα η παράταξη, της οποίας προσπαθεί τώρα να ηγηθεί, τους φορολογούσε με 22%. Ενώ η κυβέρνηση Μητσοτάκη εξομοίωσε τους αυτοαπασχολούμενους στο 9% δηλαδή στο ίδιο επίπεδο της αρχικής κλίμακας των μισθωτών, μια από τις πλέον γενναιόδωρες ρυθμίσεις έχουν γίνει ποτέ για μια ομάδα φορολογουμένων.
Τι είπε λοιπόν ο Στουρνάρας; Το αυτονόητο. Δίνονται δεκάδες, εκατοντάδες, απαλλαγές και μειώσεις φόρων. Κανείς δεν γνωρίζει με ακρίβεια γιατί. Σε πάμπολλες περιπτώσεις κανείς δεν θυμάται ποια ήταν η αφορμή. Είναι αμφίβολο αν υπολογίζεται με ακρίβεια το κόστος τους για τον φορολογούμενο πολίτη. Υπάρχουν απαλλαγές προφανείς. Συνήθως πρόκειται για ομάδες πολιτών τους οποίους η πολιτεία θα μπορούσε να ενισχύει με κάποια άμεση επιδότηση.
Παράδειγμα η «Έκπτωση φόρου 200 ευρώ, λόγω αναπηρίας (ατομικής και εξαρτώμενων μελών)», που αφορά 181.331 πολίτες με «κόστος» φορολογικής δαπάνης 13.591.976 ευρώ. Υπάρχουν και ολιγότερο προφανείς μειώσεις. Όπως η έκπτωση σε 8.573 περιπτώσεις για τον «Ειδικό Φόρο επί των Ακινήτων (ΕΦΑ) που «κοστίζει» 4 δις 39 εκατ. και 589.720 ευρώ. Υπάρχουν απαλλαγές προς πολίτες και άλλες, πολλές, προς επιχειρήσεις. Πόσα χρήματα είναι όλες μαζί; Μεταξύ 9 και 12 δισεκατομμυρίων!
Δεν είναι λογικό να γνωρίζει ο υπουργός αν πρέπει να διατηρηθούν όλες αυτές οι απαλλαγές; Δεν πρέπει να εκτιμάται, κατά καιρούς, η αποτελεσματικότητά τους, στη βάση της συλλογιστικής για την οποία καθιερώθηκαν, ώστε να γνωρίζουμε αν πιάνουν τόπο; Αυτό εννοούσε ο Στουρνάρας όταν είπε πως πρέπει «να αξιολογούνται». Προς τι λοιπόν ο θόρυβος; Και γιατί αισθάνθηκε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος την ανάγκη να διαψεύσει, αφού ο αρμόδιος υφυπουργός Θεοχάρης είχε ήδη διευκρινίσει, πειστικότατα και δημοσίως, ότι δεν είναι στο τραπέζι παρόμοια συζήτηση;
Αν και η συζήτηση, όπως φαίνεται και από τα παραπάνω, πρέπει να γίνεται κατά περιόδους. Αυτή ήταν η έγνοια του νομοθέτη ο οποίος, το 2014 (άρθρο 75 παρ. 4 του ν. 4270/14 (A’ 143), υποχρέωσε το κράτος να κρατά τουλάχιστον λογαριασμό και να συντάσσει ετησίως την «Έκθεση Φορολογικών Δαπανών».
Στην έκθεση του 2022 σημειώνονται μάλιστα τα εξής: «Οι φορολογικές δαπάνες περιλαμβάνουν ρυθμίσεις από τις οποίες προκαλείται άμεσα ή έμμεσα απώλεια φορολογικών εσόδων. Ουσιαστικά, οι φορολογικές δαπάνες είναι αποκλίσεις από τη δομή του βασικού φορολογικού συστήματος, (και) καθιερώνουν προνομιακό φορολογικό καθεστώς υπέρ ορισμένων μορφών οικονομικής δραστηριότητας ή ομάδων φορολογουμένων». Θα μου πείτε ότι πρόκειται για μνημονιακή ρύθμιση, άρα…
Πιθανόν τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ που τοποθετήθηκαν σε θέσεις διακυβέρνησης επί τέσσερα και κάτι χρόνια, να μην ασχολήθηκαν με παρόμοιες «λεπτομέρειες». Εξάλλου, την πραγματική δουλειά την έκαναν τα δεκάδες στελέχη που είχε εγκαταστήσει η τρόικα («οι θεσμοί»…) σε όλα τα υπουργεία. Τουλάχιστον όμως ας μην κάνουν τους πονηρούς γράφοντας την ακόλουθη ανοησία: «Από τις απαντήσεις που έδωσε χθες ο κυβερνητικός εκπρόσωπος στην πρόταση Στουρνάρα για την επανεξέταση 1047 φοροαπαλλαγών (που όπως είπαμε δεν έγινε ποτέ…) διεφάνη μια υποβόσκουσα ενόχληση για την πρωτοβουλία του κεντρικού τραπεζίτη να αναμειχθεί στην κυβερνητική οικονομική πολιτική».
Είναι εντυπωσιακό ότι μεταξύ των πολιτικών στελεχών, ακόμη και σε πολύ υψηλό επίπεδο, δεν έχει γίνει, ακόμη, κατανοητό, ότι ο ρόλος της Τράπεζας της Ελλάδος, προβλέπεται στον θεμελιώδη νόμο λειτουργίας της. Στην Ευρωπαϊκή Συνθήκη για την Οικονομική και Νομισματική Ένωση περιγράφεται η απόλυτη ανεξαρτησία που απολαμβάνει. Με την ίδια Συνθήκη έχει το καθήκον να συμβουλεύει το κράτος όπου κρίνει απαραίτητο. Αν άλλωστε οι κυβερνήσεις άκουγαν προσεκτικά τους κατά καιρούς διοικητές της κεντρικής μας τράπεζας θα είχαμε γλιτώσει πάμπολλα δεινά και θα είχαμε γίνει μια καλύτερη χώρα και μια πολύ πιο δυνατή και πιο πλούσια οικονομία.
Γι' αυτό, κατά τη γνώμη μου, δεν χρειαζόταν να ασχοληθεί με παρόμοια αντιπολιτευτικά φληναφήματα ο πάντα συμπαθής και ετοιμοπόλεμος εκπρόσωπος Παύλος Μαρινάκης. Ας αφήσει την αντιπολίτευση στα βάσανά της, όσο η κυβέρνηση θα συνεχίζει τη δουλειά της με «το κεφάλι μέσα», μήπως και αντιμετωπιστούν κάποια από τα προβλήματα που κρατάνε χαμηλά την Ελλάδα μας.