Ορισμένα απλά πράγματα. Από αυτά που αναρωτιέσαι γιατί δεν γίνονται αφού είναι ζήτημα απλής λογικής.
Πρώτον: Να πληρώνονται χωρίς επιβάρυνση του πελάτη/καταναλωτή όλοι οι λογαριασμοί όλων των μεγάλων επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας όταν αυτό γίνεται μέσω τραπέζης ή πιστωτικής κάρτας.
Είναι παράλογο, στην εποχή που βρισκόμαστε, της κατάργησης των μετρητών, των μετακινήσεων και των ουρών στα γκισέ, να χρεώνονται οι πολίτες και οι επιχειρήσεις για κάτι από το οποίο κερδίζουν και οι μεγάλες επιχειρήσεις και, βεβαίως, οι τράπεζες.
Σε τελευταία ανάλυση, ευκολότερα οι μεγάλες επιχειρήσεις θα διαπραγματευτούν το ποσό που ανταμοίβει τον… «κόπο» των τραπεζών. Οι τελευταίες χάνουν πολλά περισσότερα, σε φήμη και κύρος, από την εμμονή τους στις υπερβολικές αυτές χρεώσεις. Επιπλέον, στις περισσότερες χώρες που γνωρίζω οι περισσότερες τράπεζες δεν χρεώνουν τους πελάτες τους για παρόμοιες συναλλαγές.
Συνηγορεί στο επιχείρημά μου το γεγονός ότι οι πληρωμές στην εφορία είναι «δωρεάν». Δεδομένου ότι στους λογαριασμούς ηλεκτρικού, τηλεπικοινωνιών, ύδατος και αποχέτευσης υπάρχουν και πάλι φόροι και τέλη υπέρ του κράτους, η κατάργηση του πρόσθετου κόστους συναλλαγής είναι επιβεβλημένη και απολύτως λογική.
Δεύτερον: Πριν πολλά χρόνια, δεν γνωρίζω ποιος, είχε την εξαιρετική και εξαιρετικά πρακτική ιδέα να στηθούν πλατφόρμες σε πολλές στάσεις συγκοινωνιακών μέσων, ως εξοχές του πεζοδρομίου.
Με τον τρόπο αυτόν καταργήθηκε πρακτικά η αυθαιρεσία των αυτοκινήτων που παρκάρουν μπροστά στις στάσεις (όταν πρέπει να απέχουν κατά 10-12 μέτρα), κάτι που τιμωρείται με πρόστιμο 80 ευρώ, αν δεν απατώμαι.
Στις μεγάλες κεντρικές και παραδοσιακές στάσεις θα μπορούσαν οι Δήμοι να χτίσουν μόνιμες και ομορφότερες πλατφόρμες επιβίβασης και αποβίβασης με καλύτερες προβλέψεις για όσους δυσκολεύονται.
Τρίτον: Να ξεκινήσει, με δαπάνη του Ταμείου Ανάκαμψης, η τοποθέτηση συστήματος διαρκούς επιτήρησης στα φανάρια ρύθμισης της κυκλοφορίας.
Όχι απλώς κάμερες, αλλά συνδεδεμένες με σύστημα παρακολούθησης της κίνησης και της ρύπανσης.
Η ανεξάρτητη αρχή που ελέγχει τα θέματα των προσωπικών δεδομένων έχει συμφωνήσει, έγκριτοι καθηγητές έχουν συμφωνήσει, οι φορείς των πολιτών έχουν συμφωνήσει, η Αστυνομία έχει συμφωνήσει. Ποιος διαφωνεί; Η Περιφέρεια, που έχει και την αρμοδιότητα; Μήπως η Κυβέρνηση; Υπάρχουν κάποιοι που «φοβούνται» ότι θα τους «παρακολουθούν»;
Τέταρτον: Να καθιερώσουν οι μεγάλοι Δήμοι ώρες και μέρες απόρριψης των οικιακών σκουπιδιών. Το ίδιο, προφανώς, για τις επιχειρήσεις, ιδίως μάλιστα όσες «παράγουν» μεγάλο όγκο απορριμάτων. Εννοείται ότι τα πρόστιμα για τους παραβάτες πρέπει να είναι τσουχτερά.
Παράλληλα, οι Δήμοι πρέπει να μειώσουν το πλήθος των κάδων, οι οποίοι βρίσκονται πλέον παντού.
Κυρίως όμως να ξεκινήσει άγριο κυνηγητό με πανάκριβα πρόστιμα σε όσους πετούν χάμω σκουπίδια και σκουπιδάκια, όπως, ειδικά, τσιγάρα και περυτιλίγματα.
Δεν ξεχνώ πόσο αποφασιστικά καθάρισε η Θάτσερ το Λονδίνο από την τρομακτική βρωμιά της δεκαετίας του ’70. Τόσο που, με αφορμή και τα μέτρα προστασίας από την τρομοκρατία, δεν υπάρχουν πλέον κάδοι. Αντιθέτως, στα καθ’ υμάς οι Δήμαρχοι βάζουν ο καθένας νέους μικρούς κάδους, χωρίς μάλιστα να αποσύρουν τους παλαιούς!
Πέμπτον: Ειδική υπηρεσία να «γράφει» διαρκώς, τουλάχιστον 12 ώρες τη μέρα, τις παράνομες σταθμεύσεις στους κύριους συγκοινωνιακούς άξονες των πόλεων. Δεν είναι πολλοί οι άξονες αυτοί, αλλά η βοήθεια στην κυκλοφορία θα είναι μνημειώδης.
Με τον κατάλληλο εξοπλισμό, όπως διαθέτουν όλες οι μεγάλες πόλεις, ο εντεταλμένος υπάλληλος μπορεί να ελέγχει επαρκώς τουλάχιστον 8 χιλιόμετρα.
Σημειώστε ότι η Ιπποκράτους, για παράδειγμα, είναι μόλις 1,4 χιλιόμετρα μεταξύ Αλεξάνδρας και Ακαδημίας. Αν κόβονται 200 κλήσεις, εύκολο, στην αρχή ιδίως, έχουμε καθαρό έσοδο άνω του χιλιάρικου ημερησίως ή κοντά 20 χιλιάρικα τον μήνα. Θα είναι σίγουρα οι μόνοι δημόσιοι υπάλληλοι που θα βγάζουν τόσο πολλά χρήματα για το κράτος.
Κάντε κι εσείς τη δική σας λίστα. Φυλάξτε την κάπου. Οι λύσεις «χαμηλής» πολιτικής, σε μια περίοδο που πλημμυρίζουμε από μεγαλόφωνους καυγάδες φαντάζουν αδύνατες. Εσείς όμως μπορείτε να κρίνετε εύκολα και πρακτικά την αβελτηρία και αδιαφορία του κράτους για την απλή και πρακτική βελτίωση της καθημερινότητας των πολιτών.