Έχασε, πολιτικά, όποιος τα «έβαλε» με τους μικρομεσαίους, όπως διατείνονται αναλυτές; Δεν συμφωνώ. Η αναφορά πάει πίσω δύο εποχές: μια του ΠΑΣΟΚ και μια του ΣΥΡΙΖΑ. Σε αυτές προστίθεται σήμερα μία ακόμη, της Νέας Δημοκρατίας με την εισαγωγή στην τελική συζήτηση στη Βουλή του σχεδίου για τον τεκμαρτό προσδιορισμό ενός ελάχιστου εισοδήματος.
Η αρχική προσπάθεια έβαζε τεκμήρια διαβίωσης και υπολόγιζε μια αναλογία φόρου. Κάποια καταργήθηκαν σταδιακά, επανήλθαν στη διάρκεια της δημοσιονομικής κρίσης και ισχύουν μέχρι σήμερα, αφού στη «φάκα» τους πέφτουν 1.800.000 πολίτες αλλά μόνον 46 φορολογούμενοι όπως μας πληροφόρησε ο υπουργός Κωστής Χατζηδάκης.
Η δεύτερη προσπάθεια στόχευσε και πάλι το εισόδημα των αυτεπάγγελτων με τη σημαντική αύξηση του φορολογικού συντελεστή. Έσπρωξε όμως πολλούς να αποκρύψουν ακόμη εντονότερα τις πραγματικές τους εισπράξεις ενώ ταυτόχρονα αύξησε τη δαπάνη των μη μισθωτών για τη συνταξιοδότησή τους.
Η πρώτη κυβέρνηση Μητσοτάκη κράτησε τα ισχύοντα τεκμήρια, μείωσε σημαντικά τον βασικό συντελεστή φορολόγησης από 22% σε 9% και ελάφρυνε εντυπωσιακά τις καταβολές για συντάξεις.
Όποια μέθοδος ενίσχυσης της «ειλικρίνειας» κι αν δοκιμάστηκε τα προηγούμενα 25 χρόνια, απέτυχε στον κεντρικό της στόχο: την οικειοθελή και αυθόρμητη αποκάλυψη των πραγματικών εισπράξεων των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και των αυτεπάγγελτων, ατομικών πρακτικώς, επιχειρήσεων. Είτε επρόκειτο για ευκαιρία, όπως η μείωση του συντελεστή φόρου, είτε για δαγκάνα, οι επαγγελματίες δεν άλλαξαν τη φορολογική συμπεριφορά τους. Ακόμη και οι «σκληροί» της τρόικας παραδέχθηκαν ότι η Τρίτη Τάξη, δηλαδή οι μικροί επιχειρηματίες και επαγγελματίες συμμετείχαν λιγότερο από τις άλλες τάξεις στα τεράστια βάρη της δεκαετούς κρίσης.
Όλα αυτά τα γνώριζε η σημερινή κυβέρνηση. Αναρωτιέται κανείς γιατί, στη βάση των φοροδηλώσεων, που προφανώς δεν ήσαν ειλικρινείς, δόθηκαν τόσο μεγάλες αποζημιώσεις για την αντιμετώπιση της πανδημικής κρίσης. Γιατί προκρίθηκε το σύστημα των επιδοτήσεων των ίδιων ανειλικρινών εισοδηματιών ως άμυνα απέναντι στον πληθωρισμό. Με αποτέλεσμα, η ίδια, πρακτικά, κυβέρνηση να υποχρεώνεται σήμερα να καταφεύγει στο οριζόντιο μέτρο της «συγχώρεσης» της πραγματικής φοροδιαφυγής εξισώνοντας απλώς το εισόδημα των επαγγελματιών με εκείνο των χαμηλά αμοιβόμενων μισθωτών.
Αυτή τη φορά όμως -και γι αυτό το πολιτικό κόστος της ΝΑ θα είναι πολύ μικρότερο- μισθωτοί και συνταξιούχοι δεν συμμετέχουν στις αντιδράσεις των επαγγελματιών, επειδή η μεταξύ τους απόσταση έχει αυξηθεί σκανδαλωδώς. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Εφορίας (ΑΑΔΕ) ισχύουν τα παρακάτω:
Ένας στους δύο ελεύθερους επαγγελματίες που δεν έχουν άλλη πηγή εισοδήματος κρύβουν όλο το εισόδημα που κερδίζουν.
Οκτώ και κάτι στους δέκα ελεύθερους επαγγελματίες πληρώνουν 217 ευρώ ετήσιο φόρο, έναντι 1.160 των μισθωτών και 847 των συνταξιούχων.
Τέσσερις, σχεδόν, στους 10 επαγγελματίες δεν πληρώνουν κανέναν φόρο, ενώ 1 στους 10 δεν καταβάλλει ούτε το τέλος επιτηδεύματος.
Είκοσι μία χιλιάδες επαγγελματίες εισπράττουν κάθε μήνα 200 ευρώ από το κρατικό ταμείο επειδή δηλώνουν εισοδήματα μικρότερα από το όριο της απόλυτης φτώχειας.
Τέσσερις στους 100 αυτοαπασχολούμενους πληρώνουν τους μισούς φόρους ολόκληρης της συγκεκριμένης κατηγορίας φορολογουμένων.
Επαγγελματίας ασφαλιστικών συμβολαίων με εικοσαετή παρουσία δήλωνε έξοδα ίσα με τα έσοδά του με αποτέλεσμα να μην πληρώνει κανένα φόρο.
Επαγγελματίας ηλεκτρικών συσκευών επί τριάντα χρόνια πλήρωνε φόρο 375 ευρώ αφού έβγαζε καθαρό κέρδος ίσο με το 7% του τζίρου του.
Επαγγελματίας ελαιοχρωματιστής επί 26 χρόνια πλήρωνε φόρο 499 ευρώ επί καθαρού κέρδους 5 χιλιάδων σε τζίρο 44 χιλιάδων.
Από τα 9 χιλιάδες κομμωτήρια/κουρεία μόνον ένα δήλωσε 103 χιλιάδες, 80 δήλωσαν κατά μέσο όρο 24 χιλιάδες, 669 γύρω στις 12 χιλιάδες και 5.278 ομοιοεπαγγελματίες μόλις 2.640 ευρώ.
Εκατόν 69 υδραυλικοί και 602 ηλεκτρολόγοι δήλωσαν μέσο εισόδημα 24 χιλιάδες.
Θα μπορούσα να συνεχίσω με πολλά ακόμη παραδείγματα. Όλα κατατείνουν στα ίδια δύο συμπεράσματα. Ενώ δεν δηλώνονται όλα τα εισοδήματα, αφαιρούνται πλασματικά έξοδα με αποτέλεσμα το φορολογητέο εισόδημα να μικραίνει εντυπωσιακά. Άρα ούτε το σύστημα εσόδων - εξόδων λειτουργεί, ούτε ο χαμηλός (και πρακτικά ενιαίος για τους πάρα πολλούς) συντελεστής. Ένα «σύστημα» εξαφάνισης του πραγματικού κόστους για τους καταναλωτές με τη «δικαιολογία» να μην ακριβαίνουν οι υπηρεσίες λόγω ΦΠΑ, επιτρέπει την ταυτόχρονη απόκρυψη πραγματικών εισπράξεων από τον αναλογούντα φόρο εισοδήματος και συντηρεί μια πολυπληθή ομάδα συμπατριωτών στη σκοτεινή πλευρά της οικονομίας και τη λαμπερή της κοινωνίας.
Επιπλέον, επειδή τα πραγματικά εισπραττόμενα εισοδήματα/κέρδη προσαρμόζονται ταχύτατα στις πληθωριστικές πιέσεις, το «όφελος» από το σύστημα που καυχάται πως «μόνον οι ‘χαζοί’ πληρώνουν» είναι τεράστιο. Ένα μικρό μόνον μέρος αυτών των ανήθικων κερδών θα καταλήξει στο κρατικό ταμείο.