Πολιτικό bricolage με την Υγεία

Η υγειονομική φροντίδα είναι μια πανάκριβη υπόθεση.

Αν οι υπηρεσίες υγείας τιμολογηθούν και πληρωθούν με διεθνή στάνταρντς, τότε η επόμενη ελληνική δημοσιονομική κρίση δεν θα αργήσει να προκύψει.

Η υγεία είναι πανάκριβη για όλους.

Για το κράτος, που έχει την υποχρέωση να χρηματοδοτεί μέσω των φόρων. Ανεπαρκώς.

Για τα ασφαλιστικά ταμεία, που πρακτικώς ανήκουν πλέον στο κράτος, που ορίζουν τα ίδια τι θα πληρώσουν για κάθε ιατρική πράξη. Αυθαιρέτως.

Για τα ιδιωτικά νοσοκομεία, που επιδίδονται σε σκληρό ανταγωνισμό προσέλκυσης καλύτερων ιατρών και νοσηλευτικού προσωπικού, απόκτησης καλύτερου εξοπλισμού αλλά κυρίως, καλύτερων «πελατών». Όλα για το χρήμα.

Για τις ασφαλιστικές εταιρείες που επιδιώκουν να κρατήσουν τις συνεχώς αναπροσαρμοζόμενες τιμές των ασφαλιστηρίων συμβολαίων τους σε «λογικά» επίπεδα, ώστε να μη χάσουν πελάτες. Ατυχήσασες.

Παλαιότερα, αλλά ιδιαιτέρως στη διάρκεια των μνημονιακών δημοσιονομικών περικοπών, ορίστηκε το ύψος των δαπανών υγείας αυτής της χώρας με τον πιο αυθαίρετο τρόπο.

Πρακτικώς, οι μνημονιακοί ελεγκτές είπαν:

«Αυτά μπορείτε να πληρώνετε για υγεία και φάρμακα από το κρατικό ταμείο. Αν χρειαστείτε παραπάνω χρήματα, πρέπει να αυξήσετε τις υποχρεωτικές κρατήσεις σε μισθωτούς, επαγγελματίες, συνταξιούχους και επιχειρήσεις.

Σιγά μη βρεθεί κάποια κυβέρνηση -και πράγματι δεν βρέθηκε καμία, μέχρι σήμερα- να αυξήσει το «χαράτσι» για την υγεία.

Υπάρχει όμως και άλλο απαράδεκτο «προαπαιτούμενο», όπως λέγαμε την εποχή των μνημονίων. Δεν βρέθηκε μια κυβέρνηση να πει την αλήθεια για τα οικονομικά του κλάδου της υγείας. Και καλά, όσο αντιμετωπίζαμε την πανδημία τίποτε τέτοιο δεν μπορούσε να συμβεί. Μετά όμως;

Στο μεταξύ, μεγάλοι επενδυτές είδαν το πρόβλημα. Όπου υπάρχει κενό διαχείρισης, υπάρχει πρόβλημα, άρα δημιουργούνται ευκαιρίες.

Έβαλαν λοιπόν πολλά χρήματα κι εξαγόρασαν, σε υψηλές τιμές, ό,τι θεραπευτήριο, κλινική και άλλη υποδομή ιδιωτικής υγείας μπορούσαν να αγοράσουν. Οι εγχώριοι επιχειρηματίες ακολούθησαν.

Ο ιδιωτικός τομέας υγείας γιγαντώθηκε με ασύλληπτους ρυθμούς.

Όμως, τα funds έχουν μικρό ορίζοντα επιστροφής των εκτιμώμενων κερδών από την επένδυσή τους, μεταξύ τριών και πέντε ετών.

Το χρονικό αυτό όριο έχει ξεπεραστεί. Οι «ευκαιρίες» καθυστερούσαν να πραγματοποιηθούν.

Ήρθε όμως, προ δύο ετών, η «σωτηρία» που λέγεται πληθωρισμός.

Οι ζητούμενες τιμές, από τον ιδιωτικό τομέα, για τις υπηρεσίες που παρέχει, «τρελάθηκαν.

Περιέργως, η τιμολόγηση των αντίστοιχων υπηρεσιών υγείας στον κρατικό τομέα, παρέμεινε… αποπληθωρισμένη.

Λογικό: το κράτος δεν θέλει να πληρώνει ακριβότερα τις «δικές του» υπηρεσίες.

Καταλήξαμε -και αυτό ζούμε εδώ και μερικούς μήνες- σε έναν από τους συνηθισμένους νεοελληνικούς τραγέλαφους.

Πλην όμως, κοιτώντας τα συμφέροντα του κράτους και των πολιτών, πρέπει να έχουμε κατά νου πως η γιγάντωση του ιδιωτικού τομέα δεν πρέπει να περάσει μέσα από τη διάλυση του κρατικού τομέα υγείας.

Δείτε, παρενθετικά, τη σύγκρουση, που λίγο μόνον βγήκε στη δημοσιότητα, μεταξύ των ασφαλιστικών εταιρειών και των επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών υγείας.

Οι ασφαλιστικές προσπάθησαν, με ενημερωτικό σημείωμα, να απαντήσουν σε δημοσιεύματα που απηχούσαν τις διαμαρτυρίες πελατών τους για την αύξηση των ασφαλίστρων των ατομικών συμβολαίων υγείας. Σε αυτό το σημείωμα, έγραψαν, μεταξύ άλλων το ακόλουθο:

«Η σημαντική αύξηση που σημειώνεται τα τελευταία χρόνια και - ειδικά στη μεταπανδημική εποχή-  τόσο στον αριθμό των νοσηλειών όσο και στη σοβαρότητα των περιστατικών αυτών, σε συνδυασμό με τα υψηλά ποσοστά πληθωρισμού, εκτινάσσουν ακόμα περισσότερο το συνολικό κόστος της υγείας. (Όμως) oι τιμές των υπηρεσιών υγείας δεν καθορίζονται από τις ασφαλιστικές εταιρίες (άρα καθορίζονται από τις ιδιωτικές δομές υγείας)».

Είναι βέβαιο ότι η αντίδραση των κλινικαρχών, όπως τους λέγαμε τις παλιές εποχές του παπανδρεϊκού «σοσιαλισμού», υπήρξε βίαιη. Καλά  ιατρός, έμαθε και με πληροφόρησε σχετικώς, ότι τουλάχιστον ένας από τους σπουδαιότερους επιχειρηματικούς ομίλους υγείας θεώρησε τις ασφαλιστικές εταιρείες υπεύθυνες για τον σχετικό «θόρυβο» που προκάλεσε «αναληθή, έωλη και συκοφαντική δυσφήμιση».

Στο μεταξύ όμως, εξελίσσεται η μεγαλύτερη κρίση του ΕΣΥ από την εποχή ξεκίνησε. Ο πρωθυπουργός έβαλε έναν καταφερτζή υπουργό, από τους ελάχιστους που διαθέτει στο υπουργικό συμβούλιο, να βγάλει τα «φίδια» από τις τρύπες τους.

Πολύ αργά και με πολύ μικρές δυνάμεις, το κράτος, αφού επί χρόνια αγνόησε τις διαλυτικές δυνάμεις που αναπτύχθηκαν διαρκούσης της μεγάλης δημοσιονομικής κρίσης, μοιάζει μικρό μπροστά στα όχι και τόσο μεγάλα αλλά σίγουρα πολύ επιθετικά συμφέροντα των ιδιωτών της υγείας.

Το πραγματικό ερώτημα είναι αν θα διατηρήσουμε την όσμωση μεταξύ κρατικής και ιδιωτικής παροχής υγείας, κατεύθυνση στην οποία κινείται σταδιακά η κυβέρνηση.

Αυτή τη στιγμή, μισθωτοί και συνταξιούχοι πληρώνουν υποχρεωτικά το 6-7,5% των εισοδημάτων τους για την χρηματοδότηση της υγείας, για την οποία πάμπολλοι άλλοι δεν πληρώνουν ούτε σεντ.

Αυτή τη στιγμή, οι ιδιωτικές κλινικές πληρώνονται και αυτές με κρατικό χρήμα και μετά βάζουν από πάνω «καπέλο» τα δικά τους έξοδα. Τα οποία πληρώνουν οι ασφαλιστικές ή απευθείας το πορτοφόλι των πολιτών.

Οι ασφαλιστικές εταιρείες, από την πλευρά τους, «γλιτώνουν» την κρατική συμμετοχή, αλλά πληγώνονται από τις απαιτήσεις των κλινικαρχών.

Οι πολίτες πληρώνουν όλους τους παραπάνω, χωρίς ποτέ να νοιώθουν ασφάλεια περίθαλψης.

Στην πράξη, οι διαδοχικές κυβερνήσεις Μητσοτάκη αντιμετωπίζουν τα οικονομικά του συστήματος Υγείας, εντελώς όμοια με τον τρόπο που αντιμετώπισαν οι διαδοχικές κυβερνήσεις Καραμανλή τα οικονομικά του συστήματος Συντάξεων.

Η επόμενη μεγάλη «τρύπα» στα δημόσια οικονομικά και, ακόμη χειρότερα, στα οικονομικά των πολιτών θα προκύψει από το πολιτικό bricolage στο οποίο επιδιδόμαστε τα τελευταία χρόνια.