Είμαι για να εξηγούμαστε, μεταξύ όσων πιστεύουν ότι είναι καλύτερο να στέλνουμε στην Ευρώπη ανθρώπους διακεκριμένους. Ικανούς και ξεχωριστούς στις δουλειές που έχουν κάνει στην ενήλικη ζωή τους. Με στέρεες γνώσεις ιστορίας και διπλωματίας. Με άνεση συνεννόησης σε άλλες μεγάλες γλώσσες, πέραν της ελληνικής.
Κυρίως όμως να είναι βαθύτατα πολιτικές προσωπικότητες.
Από το 1979 τα οκτώ κράτη της ΕΟΚ στέλνουν βουλευτές στο Στρασβούργο με απευθείας εκλογή. Οι πρώτες ευρωεκλογές για την Ελλάδα έγιναν αμέσως μετά την είσοδό της, δηλαδή το 1981. Στείλαμε, μεταξύ άλλων, τους Σπύρο Πλασκοβίτη, Δημήτρη Κουλουριάνο, Γιάννο Παπαντωνίου (ΠΑΣΟΚ, που ήρθε πρώτο), Κώστα Καλλία, Κώστα Γόντικα, Μιχαήλ Πρωτοπαπαδάκη (ΝΔ), Βασίλη Αδάμο και Αλέκο Αλαβάνο (ΚΚΕ), Λεωνίδα Κύρκο (ΚΚεσ.), Γιάγκο Πεσμαζόγλου (ΚΟΔΗΣΟ). Γερά ονόματα.
Στις δεύτερες, το 1984, μπήκε μπροστά ο ίδιος ο ιστορικός ηγέτης Ευάγγελος Αβέρωφ, τότε πρόεδρος της ΝΔ, και μαζί του ο Ιωάννης Μπούτος, ένας σπουδαίος πολιτικός της κεντροδεξιάς, αλλά και οι Μαριέτα Γιαννάκου, Ευθύμιος Χριστοδούλου. Το Πασόκ βάζει μπροστά Γεώργιο Μαύρο, έναν μεγάλο ρεαλιστή του αστικού κέντρου αλλά και Μανώλη Γλέζο, σύμβολο αντίστασης το ’40 έναντι των κατακτηρών αλλά και έναντι ανοήτων, το ΚΚΕ διαλέγει τον ξεχωριστό διανοούμενο Γρηγόρη Φαράκο ενώ επιστρέφει ο «σοφός» Λεωνίδας Κύρκος.
Δεν συνεχίζω. Όλοι δεν ήσαν το ίδιο σπουδαίοι, με τον δικό τους τρόπο, υπήρχε όμως οπωσδήποτε ένας σημαντικός αριθμός ξεχωριστών πολιτικών.
Διέθεταν μερικά ουσιαστικά χαρακτηριστικά.
Εκπροσωπούσαν με γνώση και αποτελεσματικότητα τα συμφέροντα της χώρας πρωτίστως και ακολούθως τις απόψεις των κομμάτων τους. Ως εκ τούτου, συνεργαζόντουσαν (συχνά) όπου ήταν απαραίτητο για τη μεγιστοποίηση του εθνικού συμφέροντος.
Ενημέρωναν με απόλυτη σοβαρότητα, σύστημα και εγκυρότητα τον εκάστοτε πρωθυπουργό αλλά και τον αρχηγό του κόμματός τους. Είχαν δηλαδή «το αυτί τους».
Η παρουσία και η γνώμη τους μετρούσε στα ευρωπαϊκά πράγματα και ιδιαιτέρως στις εσωτερικές λειτουργίες του Ευρωκοινοβουλίου.
Τελευταίο αλλά εξαιρετικά πρωτεύον, μιλούσαν λίγο και δρούσαν περισσότερο. Και γι αυτό, είχαν τον σεβασμό των δικών τους αλλά και των περισσότερων πολιτών που είχαν επιλέξει άλλο πολιτικό «στρατόπεδο».
Τίποτε από τα παραπάνω δεν φαίνεται να μετρά με τον ίδιο τρόπο, στις προηγούμενες αλλά και στις επόμενες ευρωεκλογές.
Το κυνήγι του σταυρού, δηλαδή το κυνήγι της δημοτικότητας των μαζικών μέσων προβολής, έχει αλλάξει τα πάντα.
Την ευθύνη γι αυτό, όμως, δεν την έχουν οι υποψήφιοι.
Βαραίνει και αποκαλύπτει την κρίση των αρχηγών κάθε κόμματος.
Όσο πιο απολιτίκ είναι οι ευρωβουλευτές μας, τόσο περισσότερο θα απομακρυνόμαστε από την καρδιά των μεγάλων ευρωπαϊκών γεγονότων.
Δεν είναι ότι οι πολίτες δεν δίνουν σημασία στις συγκεκριμένες εκλογές και απλώς τις χρησιμοποιούν για να «στείλουν μήνυμα» στον εκάστοτε πρωθυπουργό.
Προφανώς το κάνουν κι αυτό, αλλά τσαλαβουτώντας στο ανθρώπινο υλικό που έχει επιλέξει με επικοινωνιακά κριτήρια ο εκάστοτε αρχηγός.
Αν οι επιλογές του είναι απολιτίκ, η πολιτική ευθύνη υποχωρεί στον οπορτουνισμό της στιγμής, δηλαδή στις επικοινωνιακές και ψηφοθηρικές σκοπιμότητες της στιγμής.
Μακάρι να σταυρώσουμε τους καλύτερους και τις καλύτερες, γιατί υπάρχουν τέτοιοι και τέτοιες στα ψηφοδέλτια.
Θα ήταν καλύτερο όμως, θα ήταν πιο τίμιο και σίγουρα θα αναδείκνυε και θα δέσμευε την πολιτική ευθύνη των αρχηγών και των κομμάτων, αν στέλναμε προσωπικότητες δοκιμασμένες, με λίστα και όχι με σταυρό.
Η Ελλάδα παραμένει μια μικρή δύναμη, με πρόσφατες πληγές χαίνουσες. Χρειάζεται να την εκπροσωπούν «στα ξένα», οι καλύτερες και οι καλύτεροι ανάμεσά μας. Τα σκληρά καρύδια και όχι μόνον οι αρεστοί του καναπέ.
Έχουμε μπροστά μας το πιο δύσκολο ευρωκοινοβούλιο της ευρωπαϊκής ιστορίας σε μια από τις πλέον κρίσιμες στροφές της Ένωσης στην ιστορία της.
Από τη στιγμή που η Πολιτική γίνεται με όρους απολιτίκ, είναι αυτονόητο ότι τα χειρότερα έπονται.
Σε κάθε περίπτωση, τα ύστερα κρίνουν τα πρότερα.
Μακάρι, βεβαίως, να μην επαληθευθούν οι φόβοι μου.