Πού πάμε όταν «δεν πάμε διακοπές»;

Όσα χρόνια θυμάμαι το σχετικό ρεπορτάζ, ένας στους δύο Έλληνες και οι Ελληνίδες δεν πάει διακοπές. Κρίμα για εκείνον που δεν πάει, αν βεβαίως είναι πάντοτε ο ίδιος.

Το διατυμπανίζουν, αυτή περίπου την εποχή, τα μίντια. Το βρίσκουν διάφορες έρευνες κοινής γνώμης, από αυτές δηλαδή που «είσαι ό,τι δηλώσεις». Όπως το έκανε προχτές μια έρευνα του ΙΕΛΚΑ. Στη συγκεκριμένη έρευνα σημειώνεται το ακόλουθο, άνευ λοιπών στοιχείων: «1 στους 2 καταναλωτές δηλώνει ότι δεν θα κάνει διακοπές το 2024, ενώ 1 στους 3 δηλώνει ότι θα κάνει μεν διακοπές, αλλά πιο περιορισμένες».

Όπως κάθε χρόνο. Είτε έχουμε χρήματα, τα παλιά χρόνια της δανεική ευμάρειας, είτε έχουμε λιγότερα, με τη μεγάλη κρίση, η απάντηση είναι πάντοτε η ίδια.

Υποψιάζομαι ότι αυτός που λέει πως «δεν θα κάνει διακοπές», εννοεί πως δεν θα πάει παρά μόνον στο χωριό του ή στο εξοχικό του ή στο σπίτι κάποιου φίλου.

Γιατί, εδώ που τα λέμε, κακά τα ψέμματα, διακοπές που τις ευχαριστιέσαι είναι όταν θα ταξιδέψεις για να δεις τον κόσμο. Να μπεις στο πλοίο, στο αεροπλάνο, να οδηγήσεις το αυτοκίνητό σου, να μείνεις σε ωραία ξενοδοχεία, να φας σε όμορφα εστιατόρια.

Αν όμως δείτε τη σχετική έρευνα της Στατιστικής, κάθε χρόνο, εκτός από το 2015 (καταμεσής της μεγάλης κρίσης δηλαδή) ταξιδεύουν ολοένα και περισσότεροι «ημεδαποί»: 4,3 εκατομμύρια «πραγματοποίησαν τουλάχιστον ένα ταξίδι» και συνολικά 6,3 εκατομμύρια ταξίδια το 2022. Το 97% ταξίδεψε για προσωπικούς λόγους και το υπόλοιπο για επαγγελματικούς.

Προσέξτε τώρα, τα μισά από τα ταξίδια αυτά (συγκεκριμένα το 56%) έγινε σε ιδιόκτητες εξοχικές κατοικίες ή σε καταλύματα «που παρέχονται δωρεάν από συγγενείς και φίλους».

Αν λάβετε υπόψιν σας ότι είμαστε μεταξύ των ευρωπαϊκών λαών που διαθέτουμε έναν πολύ μεγάλο αριθμό ιδιόκτητων εξοχικών κατοικιών, τουλάχιστον ένας στους τρεις, το σλόγκαν ότι οι μισοί Έλληνες δεν πάνε διακοπές μάλλον δεν ευσταθεί.

Βγάζει όμως μια γλυκιά μιζέρια και μπορεί να παίζει χωρίς άλλα ερωτηματικά ή αναλύσεις από το πρωί μέχρι το βράδυ σε κανάλια, ραδιόφωνα και πολιτικοποιημένα σάιτς, να πλημμυρίζει το «Χ» και να αναπαράγεται στο Facebook και φυσικά να το επαναλαμβάνουν οι αντιπολιτευόμενοι.

Αν όμως ρωτήσετε γύρω σας, μάλλον θα βγάλετε ένα διαφορετικό συμπέρασμα.

Όμως, τόσα χρόνια, αυτό που δεν λέει να αλλάξει, είναι ο προγραμματισμός των διακοπών μας. Ελάχιστοι μεταξύ μας κανονίζουν ενωρίς τις διακοπές τους, ακόμη λιγότεροι κλείνουν μέσω γραφείων μαζικού τουρισμού, πρακτική που προσφέρει καλύτερες τιμές, όπως κάνουν σχεδόν όλοι οι Ευρωπαίοι, Αμερικάνοι και Ασιάτες.

Η διαφορά, σε κόστος, μεταξύ της μεθόδου όλου του κόσμου και της δικής μας είναι τεράστια.

Σύμφωνα με άλλη έρευνα, της Εurostat αυτή, τα ταξίδια των Ελλήνων είναι διπλάσιας διάρκειας προς τον μέσο όρο των υπολοίπων Ευρωπαίων.

Γι αυτό λέω, εδώ και χρόνια: η αλήθεια είναι κατά κανόνα πιο περίπλοκη και πιο ενδιαφέρουσα από εκείνην με την οποία μας βομβαρδίζουν. Για να μας κάνουν να αισθανόμαστε παραγκωνισμένοι, φτωχοί και μίζεροι.

Επειδή όμως η σχετική «είδηση» δεν έχει αλλάξει τα τριάντα χρόνια που παρακολουθώ την ίδια αναλλοίωτη «αλήθεια» για τους μισούς Έλληνες που δεν πάνε πουθενά, η μέθοδος του κλαυθμηρίσματος κάπου, κάπως αποδίδει.