Είναι να ντρέπεται κανείς, όταν παρακολουθεί τον απολιτίκ τρόπο με τον οποίο ξεδιπλώνουν τα επιχειρήματα τους όσοι συμμετέχουν στη συζήτηση, που γίνεται αυτές τις μέρες, για τους «φτωχούς».
Λες και ξύπνησαν αυτές τις μέρες όλοι αυτοί που οικτίρουν την χώρα γιατί «καταδικάζει» τόσους πολλούς στο βασανιστήριο της «φτώχειας». Ξεχνούν όμως ότι, λίγο-πολύ, τα νούμερα δεν έχουν αλλάξει τόσο ώστε να μιλάμε για κάτι έκτακτο και μοναδικό. Γνωρίζουμε ότι ένας στους πέντε συμπολίτες μας, γύρω στο 20%, συμπιέζεται κοντά στο «όριο φτώχειας». Αυτή η αναλογία δεν έχει αλλάξει επί πολλά, πάρα πολλά χρόνια.
Το 2003, για παράδειγμα, το 13% των εργαζομένων αντιμετώπιζε κίνδυνο φτώχειας. Το 2008, που θεωρείται το καλύτερο έτος, πριν τα μνημόνια, και προς το οποίο θέλουν κάποιοι να συγκρίνουν την αιτούμενη διόρθωση των εισοδημάτων, το ποσοστό φτώχειας στους εργαζομένους έφτασε στο υψηλότερο σημείο του: 14,3%.
Το 2011, όταν είχαμε πλέον μπει στα προγράμματα δημοσιονομικής διόρθωσης της μεγάλης κρίσης, το ίδιο αυτό ποσοστό είχε μειωθεί στο 11,9%. Περίεργο; Όχι και τόσο. Το κατώφλι κάτω από το οποίο λέμε ότι κάποιος είναι «φτωχός» εξαρτάται από την κατανομή του μέσου εισοδήματος όλων μαζί των υπολοίπων. Δηλαδή, η φτώχεια είναι σχετική προς τη κατάσταση του πληθυσμού, Η οποία, ως γνωστόν, υποβαθμίστηκε από τις περικοπές της κρίσης, με αποτέλεσμα, επειδή φτωχύναμε όλοι, οι φτωχότεροι να είναι λιγότεροι. Σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε το γεγονός ότι κατά τις μεγάλες περικοπές εκείνης της εποχής υπήρξε μέριμνα προστασίας για τα χαμηλότερα εισοδηματικά κλιμάκια.
Η φτώχεια μεταξύ των εργαζομένων ανέβηκε σταδιακά, λόγω της κρίσης και το 2016 έφτασε στο χειρότερο σημείο με την αναλογία στο 14,1%. Στη συνέχεια ο αριθμός των εργαζομένων που αντιμετωπίζουν κίνδυνο φτώχειας μειώθηκε και το 2023 έπεσε στο 10,1%.
Με άλλα λόγια, έχουμε το «παράδοξο» το ποσοστό εργαζομένων συμπολιτών που αντιμετωπίζει τον κίνδυνο φτώχειας να είναι το ίδιο, περίπου, σήμερα και καταμεσίς των μνημονίων, ενώ ήταν περισσότεροι μεταξύ μας οι φτωχοί κατά το «απώγειο» των θρεμμένων αγελάδων.
Αυτό είναι το ένα -όχι και τόσο «παράδοξο»- στοιχείο, που θα έπρεπε να κάνει όσους δημαγωγούν με τη στατιστική να είναι προσεκτικότεροι.
Το δεύτερο στοιχείο αφορά κάτι που γνωρίζουν καλά όσοι ασχολούνται προσεκτικά και όχι πολιτικάντικα με τα κοινωνικά προβλήματα των χωρών μας. Η «υποκειμενική» αντίληψη που έχουμε για το «πώς την παλεύουμε με την φτώχεια» είναι πολύ διαφορετική από τις «αντικειμενικές» μετρήσεις.
Ειδικά στην περίπτωση της Ελλάδας, οι τρεις κρίσεις (χρέος-περικοπές, συντάξεις-μισθοί-capital controls και πανδημία) έφεραν τα πάνω-κάτω και δημιούργησαν ένα χάος μεταξύ της φτώχειας που τη μετράμε με τα ίδια για όλους κριτήρια και εκείνης που τη μετράμε με τα δικά μας κριτήρια. Προφανώς η δεύτερη «μέτρηση» απηχεί το πόσο φτωχοί νοιώθουμε. Είτε σε σύγκριση με την οικονομική κατάσταση που επιθυμούμε να απολαμβάνουμε είτε με εκείνη όσων θεωρούμε ότι περνούν καλύτερα από εμάς.
Το ποσοστό των κατοίκων στην χώρα μας, που πιστεύουν ότι είναι «φτωχοί» πλησιάζει το 70%, δηλαδή 7 στους 10. Όταν στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες το ίδιο ποσοστό είναι μεταξύ 10% και 20%, δηλαδή 1 ή 2 στους 10 νοιώθει (και πραγματικά είναι…) αντιμέτωπος με τη φτώχεια.
Είναι προφανές ότι κάποιος δεν μετρά «σωστά». Για τον απλό λόγο ότι στα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη το ποσοστό όσων νοιώθουν φτωχοί είναι πολύ κοντά στο ποσοστό εκείνων που θεωρούνται φτωχοί σύμφωνα με τον τρόπο μέτρησης που έχει συμφωνηθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ώστε να υπάρχει μέτρο σύγκρισης.
Συγκεκριμένα, το 67% νοιώθουμε «φτωχοί», όταν ο μέσος όρος της Ένωσης, που περιλαμβάνει και τις πρώην σοβιετοκρατούμενες χώρες, ανέρχεται στο 18,4%. Ακόμη και οι γείτονες Βούλγαροι φαίνεται να έχουν μια κάπως πιο ρεαλιστική υποκειμενική κρίση.
Η ελληνική ιδιαιτερότητα είναι μοναδική στην Ευρώπη. Δεν είναι η μόνη περίπτωση όπου παρατηρείται παρόμοιο χάσμα μεταξύ της πραγματικής-πραγματικότητας και των προσωπικών μας αντιλήψεων για την πραγματικότητά «μας».
Η πολιτική σημασία αυτής της κατάστασης των πραγμάτων είναι προφανής. Γι’ αυτό ο πρωθυπουργός Μητσοτάκης συνιστά πλέον -και πολύ σωστά πράττει- στους υπουργούς του να είναι προσεκτικότεροι όταν απαριθμούν τα κατορθώματά τους.