Μέσα σε τέσσερα χρόνια, το επίπεδο ακρίβειας των τροφίμων (και ποτών) «πέταξε» περισσότερο όσο, ακριβώς, είχε ανέβει στη διάρκεια ολόκληρης της πρώτης δεκαετίας στο ευρώ (2001-2010).
Αν πάλι παρακολουθήσουμε την εξέλιξη του κόστους διατροφής στη δεκαετία της κρίσης (2011-2020), η αύξηση είναι μόλις 3%.
Για ένα τυπικό πακέτο αγαθών διατροφής, δίναμε 74 ευρώ το 200, το 2010 έγιναν 94, 100 το 2020 και το 2024 έφθασαν στα 131.
Στην πρώτη δεκαετία, οι τιμές τροφίμων ανέβηκαν κυρίως λόγω αλλαγής των διατροφικών επιλογών, μεγαλύτερης αναλογίας εισαγομένων με «ευρωπαϊκές» τιμές, ανόδου των αμοιβών των παραγωγών και, γενικότερα, αύξησης των δαπανών των νοικοκυριών. Όλα αυτά δημιούργησαν έναν εσωτερικό πληθωρισμό, που έτρεχε με ετήσιο ρυθμό γύρω στο 3%.
Ό,τι ακριβώς συμβαίνει και τώρα, αφού περάσαμε μια τριετία υψηλού πληθωρισμού. Και θα συνεχίσει να συμβαίνει για τους επόμενους 12-16 μήνες. Μέχρις ότου να κερδίσει η νομισματική πολιτική την παρτίδα, όταν και αν δηλαδή τα υψηλά επιτόκια και συνακόλουθα το ακριβό δανειακό χρήμα, οδηγήσει σε συστολή της κατανάλωσης. Κάτι που δεν έχει ακόμη συμβεί στη χώρα μας, σε αντίθεση με αρκετές άλλες χώρες - μέλη της ευρωζώνης.
Οι συνθήκες ανόδου των τιμών, κατά την πληθωριστική τριετία (2021-2024), είναι εντελώς διαφορετικές από εκείνες της πρώτης δεκαετίας του ευρώ.
Η διαφορά βρίσκεται σε τρία σημεία. Το ένα αφορά σε διαταραχές του διεθνούς εμπορίου, λόγω του Covid και των πολέμων. Το δεύτερο έχει να κάνει με την ενεργειακή κρίση, λόγω της επίθεσης της Ρωσίας στην Ουκρανία, αλλά και της προσαρμογής της Ευρώπης στο νέο μοντέλο μεθόδων παραγωγής ηλεκτρισμού φιλικών προς το περιβάλλον.
Το τρίτο είναι το σπουδαιότερο, ιδίως επειδή έχει να κάνει με στοιχειώδεις καθημερινές ανάγκες των πολιτών, όπως είναι η δαπάνη διατροφής των νοικοκυριών, η οποία επηρεάζεται πλέον καθοριστικά από τις επιπτώσεις της κλιματικής διαταραχής.
Επ’ αυτού έγινε, κατά κύριο λόγο, η συζήτηση των ωφελειών που θα μπορούσε να καταγράψει ο τιμάριθμος, εφόσον η κυβέρνηση μείωνε ή/και μηδένιζε τον ΦΠΑ επί των τροφίμων.
Το μέτρο σύγκρισης της επίπτωσης του πληθωρισμού τροφίμων επί της ακρίβειας που ταλαιπωρεί την καθημερινότητα των νοικοκυριών είναι ο δείκτης του επιπέδου τιμών μεταξύ των κρατών.
Επιβεβαιώθηκε χθες, με την ανακοίνωση των σχετικών στοιχείων από τη Στατιστική αλλά και την Εurostat, ότι στην ακρίβεια τροφίμων, η Ελλάδα βρίσκεται σε καλύτερη θέση από την Ισπανία, που προχώρησε σε μειώσεις/μηδενισμό ΦΠΑ αλλά και από την κατά μέσο όρο εικόνα της ευρωζώνης.
Τα στοιχεία είναι απολύτως εμφανή στο διάγραμμα και δεν χρειάζονται άλλη ερμηνεία. Υπάρχει όμως ένα «μυστικό»: Η Ελλάδα παραμένει «φθηνότερη», επειδή ήταν φθηνότερη προτού επιταχυνθεί η τρέχουσα κρίση του πληθωρισμού. Με άλλα λόγια, η Ελλάδα είχε μικρότερη «ακρίβεια» πριν το 2022 και γι' αυτό παραμένει «φθηνότερη». Αν όμως δούμε πόσο γρήγορα αυξήθηκαν οι τιμές τροφίμων στη διάρκεια του τριετούς πληθωρισμού, θα διαπιστώσουμε ότι ανέβηκαν ταχύτερα.
Μπορεί η διαφορά να μην είναι εντυπωσιακή, αλλά επειδή το επίπεδο τιμών των τροφίμων πλησίασε ακόμη περισσότερο εκείνο που παρατηρείται σε άλλες χώρες, η πίεση στην αγοραστική δύναμη των ελληνικών νοικοκυριών αυξήθηκε εντυπωσιακά.
Εξ΄ου και η δικαιολογημένη δυσφορία των πάρα πολλών, οι οποίοι, χωρίς όλους αυτούς τους υπολογισμούς, υποχρεώνονται να περιορίσουν την «άνεση» με την οποία συντηρούσαν πολυδάπανες, όπως αποδεικνύεται, διατροφικές συνήθειες, μέσα και, πολύ περισσότερο, έξω από το σπίτι. Ευτυχώς, οι επιχειρήσεις παραγωγής και διανομής των προϊόντων διατροφής φαίνεται πως κατανοούν ότι έσπρωξαν τους καταναλωτές στα όριά τους. Μακάρι να μη διαψευστώ.