Μια χώρα δεν κυβερνάται επειδή ο κυβερνήτης της μπορεί να «τα πάρει στο κρανίο». Ούτε όμως όταν κάποιοι άλλοι, που «κυβερνούν» δημόσιο αγαθό, όπως είναι το χρήμα, κάνουν «του κεφαλιού τους».
Η πολιτική διοίκηση, έννοια στην οποία περιλαμβάνεται και η (σοβαρή) αντιπολίτευση, δίπλα στο «γκουβέρνο», όπως προσφυώς λέγαμε πάντα, βρέθηκε σε σύγκρουση με τους τραπεζικούς ανώτατους υπαλλήλους. Όχι, τις τελευταίες εβδομάδες. Δύο χρόνια τώρα και, πολύ εντονότερα, το τελευταίο εξάμηνο. Υπογείως κάποτε, συχνότερα πάντως σε συναντήσεις ή συνομιλίες ημιεπίσημες εγκαταστάθηκε πλήρης ασυνεννοησία μεταξύ των δύο πλευρών.
Οι διοικήσεις των τεσσάρων «συστημικών» αποκαλουμένων τραπεζών έχουν κάνει ένα βασικό λάθος. Πιστεύουν ότι έχουν να δώσουν λόγο μόνον στους μετόχους τους. Αυτό είναι σωστό ως προς την εταιρική πρακτική, αλλά είναι απολύτως λανθασμένο ως προς το εταιρικό τους περιβάλλον.
Το γεγονός ότι οι γενικές συνελεύσεις των τραπεζικών ιδρυμάτων έχουν εγκρίνει τα πεπραγμένα και τις αμοιβές των στελεχών τους, δεν σημαίνει ότι οι πολιτικές αρχές είναι υποχρεωμένες να είναι χαρούμενες με τη διαμορφωμένη κατάσταση. Έκαναν οι τράπεζες το λάθος, κατά τη γνώμη μου, να ξεχάσουν τις βασικές αρχές συμβίωσης των εξουσιών. Ενόσω μάλιστα δεν έχουν ακόμη «καθαρίσει» με το κράτος, την υποστήριξη του οποίου συνεχίζουν να έχουν μεγάλη ανάγκη.
Βεβαίως, είναι λανθασμένη η επίκληση του επιχειρήματος ότι «ο λαός έβαλε τα χρήματα για να διασώσει τις τράπεζες» και αυτές, τώρα που έχουν (υπερ)κέρδη, δεν το ανταποδίδουν. Προφανώς, ο «λαός» δεν επέλεξε να βάλει τα χρήματά του για να διασώσει τις τράπεζες. Δεν νομίζω μάλιστα ότι υπάρχει κανείς λαός πάνω στη γη, που θα έβαζε από το υστέρημά του για να βοηθήσει τράπεζες.
Οι τράπεζες του 2012 δεν διασώθηκαν. Οι παλαιοί μέτοχοί τους έχασαν τα χρήματά τους και αποχώρησαν. Το σύστημα μπήκε στην εντατική. Οι τράπεζες «υποχρεώθηκαν» να συνεχίσουν να λειτουργούν «υπό νέα διεύθυνση» για τον απλούστατο λόγο ότι δεν υπάρχει καμία οικονομία χωρίς τράπεζες και τραπεζικό σύστημα.
Είτε ιδιωτικές, είτε κρατικές, είναι οι τράπεζες, παντού και πάντα, επί αιώνες τώρα, η λειτουργία του παραγωγικού συστήματος, καπιταλιστικού ή «σοσιαλιστικού» προϋποθέτει την ύπαρξη μεσολαβητών του χρήματος. Οικονομία χωρίς νομισματική διαμεσολάβηση δεν υπάρχει, όπως το εξήγησε απλά και γλαφυρά ο Σωκράτης στον διάλογο που απομνημόνευσε ο Ξενοφών.
Πίσω στα δικά μας.
Το λάθος της κυβέρνησης, που υποχρεώθηκε να κινηθεί ταχύτερα λόγω της επιτυχούς σούπερ λαϊκιστικής πίεσης που άσκησε το ΠΑΣΟΚ, είναι ότι βρέθηκε απροετοίμαστη και θύμωσε γι αυτό.
Καμία αμφιβολία δεν υπάρχει ότι οι τραπεζικές προμήθειες ήσαν παντού υψηλές για τα ελληνικά δεδομένα. Είναι επίσης σωστό ότιοι τράπεζες δεν προσαρμόστηκαν καταλλήλως και παράλληλα με την ηλεκτρονική εποχή στην οποία μπήκαμε.
Η νέα εποχή, απαιτεί βεβαίως σημαντικές και ακριβές επενδύσεις. Ταυτόχρονα όμως το τραπεζικό κοινό, όχι πάντοτε αυθορμήτως, χρησιμοποίησε τα νέα μέσα και διευκόλυνε τις τράπεζες να μειώσουν τα καταστήματά τους και το προσωπικό τους, δηλαδή τις βασικές δαπάνες τους, δημιουργώντας ευκαιρίες οικονομιών για τις τράπεζες. Ευκαιρίες που εξασφάλισαν σημαντικό μέρος της κερδοφορίας των τραπεζικών εταιρειών.
Κάτι έπρεπε να επιστρέψουν οι τράπεζες στους πελάτες τους, προφανώς με τη μορφή καλύτερων και φθηνότερων υπηρεσιών. Μπορεί να έκαναν το πρώτο, σίγουρα δεν έκαναν το δεύτερο. Για στελέχη τόσο καλά πληρωμένα, που γνωρίζουν ότι κάνουν μια δουλειά για την οποία κανείς ποτέ δεν θα τους «αγαπήσει», έδειξαν απαράδεκτη έλλειψη ενσυναίσθησης.
Από την άλλη, οι πολιτικοί (κυβερνητικοί και πασόκες, οι υπόλοιποι δεν μετρούν γιατί μόνον ο Πολάκης είναι ειλικρινής) έκαναν δύο σφάλματα.
Οι μεν του ΠΑΣΟΚ είπαν «να ρίξουν μια φορολογία» και βλέπουμε. Τι μας νοιάζει αν πέσουν οι μετοχές, εξαφανιστούν οι μέτοχοι από τις τοποθετήσεις των οποίων περιμένει ο «Λαός» να πάρει πίσω τα χρήματά του!
Οι δε της κυβέρνησης είπαν να κάνουν ένα πρόχειρο haircut στα έσοδα των τραπεζών, βάζοντας ταρίφα στις προμήθειες και θυμίζοντας όσα ίσχυσαν της Νομισματικής Επιτροπής, για τους λίγους που τη θυμούνται, όταν το τραπεζικό σύστημα λειτουργούσε ως κρατικομονοπωλιακό παραμάγαζο που θα έλεγε και το ΚΚΕ.
Δεν είναι σοβαρά πράγματα όλ’ αυτά.
Κατανοώ ότι ο Πρωθυπουργός δεν μπορεί να έχει ιώβειο υπομονή και μάλιστα προς ανθρώπους τους οποίους δεν θεωρεί, γιατί άλλωστε δεν είναι, «δικούς του», με την έννοια ότι δεν τους επιλέγει ο ίδιος και το πλειοψηφούν κόμμα.
Ευτυχώς, το τελικό αποτέλεσμα ήταν ηπιότερο από εκείνο που θα μπορούσε να έχει επισυμβεί αν η επί μακρόν σοβούσα σύγκρουση κατέληγε σε θεσμικά «μπινελικώματα». Σίγουρα όμως δεν μπορούμε να πούμε πως «τέλος καλό, όλα καλά».
Παρόμοιες συγκρούσεις είναι σοφότερο να επιλύονται με διακανονισμό και αμοιβαία κατανόηση των προτεραιοτήτων κάθε πλευράς. Ας μην ξεχνούν οι πρωταγωνιστές αυτής της αέναης μάχης ότι ο λαϊκισμός καραδοκεί. Είναι άλλωστε ο μόνος που κέρδισε τελικά κάτι και το έβαλε ήδη στο σακούλι του. Για μιαν ακόμη φορά.