Συχνά στα τηλεοπτικά πάνελ, στον κόσμο των τουίτ αλλά και στη Βουλή, επαναλαμβάνεται το εξής επιχείρημα, προφανώς από την αντιπολίτευση προς την πλειοψηφία: κάνατε την Ελλάδα φτωχότερη. Σε επίρρωση του ισχυρισμού χρησιμοποιείται ένα ειδικό στατιστικό στοιχείο: το κατά κεφαλήν εγχώριο προϊόν σε μονάδες ισοδύναμης αγοραστικής δύναμης. Το ίδιο επιχείρημα, με το ίδιο στατιστικό «όπλο» χρησιμοποιείται για να καταδειχθεί ότι Έλληνες και Ελληνίδες έχουν λιγότερα χρήματα για να αντιμετωπίσουν την ακρίβεια.
Δεν αμφισβητώ την πολιτική σκοπιμότητα. Είναι προφανής. Κάθε στατιστική που εμφανίζει τη χώρα σε πιο δυσμενή θέση συγκριτικά προς τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, προσφέρει στην αντιπολίτευση ευκαιρία πανηγυρισμών.
Όταν σπούδαζα, πάνε πολλά χρόνια, ένας από τους καθηγηγές επέμεινε να διαβάσουμε ένα ολιγοσέλιδο βιβλίο, μόλις 170 σελίδες με χαριτωμένες ζωγραφιές κιόλας, που έγραψε ο Darrell Huff το 1954 με τον τίτλο «How to Lie with Statistics». Πολύ χρήσιμο. Κι επειδή είχα πάντοτε και ακόμη έχω την τρέλα με τα νούμερα και τις χρονοσειρές και γενικότερα τις συγκρίσεις, τα διδάγματα του Huff παραμένουν πολύτιμα.
Κατά κανόνα, τα στατιστικά στοιχεία λένε πράγματα σημαντικά, αλλά μόνον εφόσον καταλάβουμε τι μετράνε και τα τοποθετήσουμε στις σωστές διαστάσεις τους. Τι είναι, για παράδειγμα, το «ισοδύναμο αγοραστικής δύναμης»; Με απλά λόγια πρόκειται για το πόσα «δικά μας» χρήματα απαιτούνται για να αγοράσουμε την ίδια ποσότητα αγαθών με τον κάτοικο μιας άλλης χώρας. Αν δηλαδή χρειάζομαι 12 ευρώ για ένα κιλό φέτα ενώ ο Γερμανός δίνει 10 ευρώ, τότε, στη σύγκριση μεταξύ μας ο καταναλωτής της πλούσιας αυτής χώρας είναι πλουσιότερος από εμάς.
Βεβαίως, καθόλου δεν λαμβάνουμε υπόψιν το θέμα της ποιότητας. Στις περισσότερες χώρες που δεν ξέρουν από πραγματική φέτα, η σύγκριση γίνεται με ένα πράγμα που αποκαλείται «Greek Feta». Ένας μακρινός «συγγενής» για τους μερακλήδες του αγαπημένου μας τυριού. Στην πράξη, ο Γερμανός τρώει «Λευκό Τυρί», όπως το μάθαμε κι εμείς τώρα που ακρίβυνε η εθνική μας πραγματική φέτα. Χρησιμοποιεί, επιπλέον, μικρή ποσότητα, ιδίως σε σύγκριση με το τραπέζι του ελληνικού νοικοκυριού. Στον δείκτη όμως του «ισοδύναμου» καταναλωτή, καμία από αυτές τις ποιοτικές και πολύ πραγματικές διαφορές δεν συνυπολογίζεται, παρόλο που είναι πολύ σημαντικές και αλλάζουν άρδην το κόστος για τον καταναλωτή.
Παρόμοιες διαφορές υπάρχουν σε πάρα πολλά αγαθά και υπηρεσίες. Ένα από τα δυσκολότερα προς σύγκριση αγαθά είναι το κόστος κατοικίας. Στη Γερμανία, πάρα πολλοί νοικιάζουν, κατά κανόνα σε δημοτικά συγκροτήματα κατοικιών, όταν εμείς είμαστε, σε ποσοστό 80%, ιδιοκτήτες του σπιτιού μας. Με αποτέλεσμα, το περίφημο ισοδύναμο να σημαίνει κάτι πολύ διαφορετικό από τη μια χώρα στην άλλη.
Το συμπέρασμα είναι πως η «κατά κεφαλήν» μέτρηση σε «πραγματικό ισοδύναμο, παραμένει, βεβαίως μια χρήσιμη στατιστική ένδειξη για τους οικονομολόγους και άλλους επιστήμονες/ερευνητές αλλά δεν προσφέρεται για πολιτική σπέκουλα.
Στην ουσία τώρα. Υπάρχει σημαντικοί λόγοι που η Ελλάδα βρίσκεται χαμηλά στις σχετικές κατατάξεις. Όλα ξεκινούν με τη δημοσιονομική κρίση του 2010, που μετατράπηκε σε κρίση χρεών, η οποία προκάλεσε ύφεση στην παραγωγή και μείωση των εισοδημάτων και οδήγησε τελικά, το 2012, στην πτώχευση του κράτους. Κάπου εκεί σταμάτησαν οι καταστροφές, ρυθμίστηκαν τα χρέη και μέχρι το 2014 είχαμε ανακτήσει τη δημοσιονομική ισορροπία, με την παραγωγή και τα εισοδήματα να σταθεροποιούνται.
Όπως όμως είναι γνωστό, το 2015 επήλθε, λόγω των τραγικών χειρισμών εκείνης της περιόδου, νέα καταστροφή, που έφερε με τη σειρά της, νέες περικοπές εισοδημάτων. Το χειρότερο όμως είναι ότι ενώ όλες οι άλλες χώρες βγήκαν από την κρίση και άρχισαν να βελτιώνουν τη θέση τους, εμείς βυθιστήκαμε σε νέα κρίση. Προφανώς, η απόσταση μεταξύ μας άνοιξε εντυπωσιακά.
Δημιουργήθηκε δηλαδή ένα χάσμα, ένα κενό, που οδήγησε την Ελλάδα σε απώλεια πολλών θέσεων στην κλίμακα που με βουλιμία χρησιμοποιεί η αντιπολίτευση. Η διόρθωση ξεκίνησε το 2018 αλλά παρέμεινε αργή. Το 2020 ενέσκυψε η καταστροφή της πανδημίας, που προξένησε σε όλα τα κράτη σοβαρότατες ζημιές. Ενώ όμως τα άλλα κράτη αφαίρεσαν τις ζημιές από ένα υψηλότερο επίπεδο εισοδημάτων, εμείς κατεβήκαμε χαμηλότερα από το ήδη χαμηλά. Ούτε δύο χρόνια αργότερα ήρθε η ενεργειακή κρίση και ο πληθωρισμός, που επέτεινε το προηγούμενο σοκ. Όμως, αυτή τη φορά, η ελληνική οικονομία δείχνει να αντέχει καλύτερα.
Το σημαντικό σε παρόμοιες συζητήσεις είναι η άλλη όψη των στατιστικών που διαδίδουν μια ψεύτικη μιζέρια. Δείτε το πραγματικό γεγονός ότι αμέσως μετά την πανδημία ξεκίνησε ένα εντυπωσιακό ριμπάουντ της οικονομίας που συντηρείται έκτοτε και μετρατρέπεται με σταθερό ρυθμό σε ανάλογη αύξηση των εισοδημάτων. Για παράδειγμα, με μέσο όρο για την Ένωση το 100, η Πορτογαλία είχε, το 2020, δείκτη κατά κεφαλήν ΑΕΠ στο 76 κι εμείς 62, αλλά το 2022 τα αντίστοιχα νούμερα ήταν 77 και 68.
Επιπλέον, τα παπαγαλάκια των «Πι-Πι-Πιζ», από το ακρωνύμιο PPPs (Μονάδες Ισοδύναμης Αγοραστικής Δύναμης), δεν προσέχουν μια άλλη στατιστική. Σημειώνει η Eurostat: «Αν και το ΑΕΠ κατά κεφαλήν είναι ένας σημαντικός και ευρέως χρησιμοποιούμενος δείκτης του επιπέδου οικονομικής ευημερίας των χωρών, η κατά κεφαλήν κατανάλωση μπορεί να είναι πιο χρήσιμη για τη σύγκριση της σχετικής ευημερίας των καταναλωτών σε διάφορες χώρες».
Όταν, λοιπόν, δούμε την «πραγματική ατομική κατανάλωση» (δείκτης AIC) η Ελλάδα ανεβαίνει πολλές θέσεις. Ενώ το 2020 γράφαμε στον σχετικό δείκτη 74, πολύ καλύτερη θέση από εκείνη του δείκτη που λατρεύει η αντιπολίτευση, με την Πορτογαλία στο 84, ανεβήκαμε το 2022 στο 78 με την Πορτογαλία στο 85. Κατά την εκτίμησή μου, το 2023 η Ελλάδα θα βρεθεί και πάλι στο σημείο που ήταν πριν ξεσπάσει η αλυσιδωτή κρίση. Με την προϋπόθεση ότι η φυγή προς τα εμπρός θα συνεχιστεί και οι επιχειρήσεις θα συγκρατήσουν, όσο καλύτερα γίνεται, τον πυρετό των ανατιμήσεων.