Ας σκεφτούμε, για μια στιγμή, προφανώς με τρόμο, πώς θα ήσαν τα πράγματα σήμερα αν ο αστυνομικός είχε χάσει τη μάχη με τη ζωή (όπως παρολίγον να συμβεί…) κι αν δεν είχε βρει η αστυνομία τον άνθρωπο που όπλισε, στόχευσε και πυροβόλησε, τυφλά, εναντίον του σώματος ασφαλείας. Ενδεχομένως θα δικαιολογούσαμε όχι μόνον τα κλειστά για δύο μήνες γήπεδα, αλλά και πολύ πιο ακραία μέτρα.
Όμως, ευτυχώς οι γιατροί του «Νίκαιας» κράτησαν τον άνθρωπο στη ζωή και η Αστυνομία βρήκε γρήγορα τον απολογούμενο ένοχο κατά το κατηγορητήριο. Μπορεί το μέτρο της απομάκρυνσης των θεατών από τα γήπεδα να οριστικοποιήθηκε όταν οριστικοποιήθηκαν οι δύο αυτές εξελίξεις; Πιθανόν. Γιατί η μετάθεση των ανακοινώσεων της σύσκεψης του Σαββάτου μέχρι τη Δευτέρα μεσημέρι προφανώς έδινε χρόνο χρήσιμο για δεύτερες σκέψεις. Ή απλώς για να ακουστούν οι απόψεις των «παραγόντων». Μάλλον και τα δύο…
Σίγουρα πάντως δεν ακούσαμε μέτρα βαρύτατα, αφού όλοι εισπράξαμε αυτό που εξαγγέλθηκε ως το ελάχιστο που αντιστοιχούσε στο κλίμα «θυμού», που εξέπεμψε αρχικά το κυβερνητικό κέντρο. Μένουμε λοιπόν στην αναμονή για τα πρόσθετα, τα ριζοσπαστικά, τα συντριπτικά. Εκείνα που θα μας πείσουν ότι η υπόθεση της βίας, πρώτα της οπαδικής, αλλά όχι μόνον, τοποθετήθηκε επιτέλους στο ύψος των προτεραιοτήτων της κυβέρνησης.
Αν ακούγαμε ένα σύνολο μέτρων, ο αποκλεισμός των θεατών/οπαδών από τα γήπεδα θα φαινόταν (και θα ήταν) αυτονόητη ενέργεια, συγκρινόμενη με τις άλλες, που εκτιμάται πως θα έχουν περισσότερες, βαθύτερες και διαρκείς επιπτώσεις. Αντιθέτως, τώρα, μένουμε με την απορία γιατί δεν εξαιρέθηκαν όσοι έχουν ήδη εισιτήρια διαρκείας, που έτσι κι αλλιώς είναι γνωστοί και με ονοματεπώνυμο, ενώ δεν ακούστηκε και με ποιόν τρόπο θα αποζημιωθούν.
Το πρόβλημα με την κυβερνητική απόφαση βρίσκεται σε δύο σημεία. Πρώτον, τα μέτρα παρακολούθησης όσων συμβαίνουν μέσα στα γήπεδα, που είναι από τα ουσιαστικά ζητούμενα, έπρεπε να εφαρμόζονται ήδη επί ποινή αποκλεισμού του γηπέδου. Αν όμως έχουν εφαρμοστεί, η αντικατάσταση των ήδη εγκατεστημένων καμερών με υψηλής ευκρίνειας μπορεί να γίνει σε μικρή προθεσμία και με ανοικτά γήπεδα.
Δεύτερον, τα δύσκολα μέτρα αφορούν στη βία που οργανωμένα εκδηλώνεται έξω από τα γήπεδα. Διοργανωτές είναι οι «σύλλογοι», που έχουν καθοδηγητές που δεν κρύβονται και διαθέτουν πολύ προφανείς διασυνδέσεις με «παράγοντες». Αν δεν τους καταγράψει η Αστυνομία, θα μένουν πάντοτε στο απυρόβλητο, στην «υπηρεσία» και υπό την προστασία των μεγάλων κεφαλών, αυτών που είναι «πολύ ψηλά», όπως εύστοχα το διατύπωσαν κυβερνητικοί παράγοντες. Άρα αυτός ο κίνδυνος παραμένει υπαρκτός και μετά τον αποκλεισμό των γηπέδων. Σε αυτή την κατεύθυνση χρειάζεται να ενεργήσει η Αστυνομία και προς τα εκεί θέλουμε να είμαστε σίγουροι ότι στρέφεται το ενδιαφέρον της κυβέρνησης. Όχι να φθάνουμε στο σημείο αστυνομικοί να ζητούν να μην κάνουν τη δουλειά που τους έχουμε αναθέσει, δηλαδή να μας προστατεύουν από τη βία χειριζόμενοι οι ίδιοι κατ’ αποκλειστικότητα την «έννομη βία»
Υποθέτει κανείς ότι για να επιτύχει το μέτρο του αποκλεισμού των θεατών θα απαγορευθεί η συγκέντρωση οπαδών, τελικά των πολιτών, σε μεγάλη ακτίνα γύρω από τα γήπεδα, θα κλείνουν όταν χρειάζεται τα γραφεία των συνδέσμων, θα καλούνται προληπτικά στην Ασφάλεια οι σεσημασμένοι και άλλα παρόμοια. Σε διαφορετική περίπτωση θα έχουμε απλώς δημιουργήσει ένα ακόμη «δημοκρατικό αίτημα» για να εκδηλώνονται οι ίδιοι πάντα οπαδοί της βίας.
Το συμπέρασμα είναι απλό: το κλείσιμο μπορεί να ακούγεται «βαρύ» αλλά από μόνο του δεν σημαίνει και πολλά για τους μεγάλους πρωταγωνιστές της βίας, οι οποίοι θα «ανακυκλωθούν» σε πολλές παρόμοιες ευκαιρίες που τους προσφέρει το πνεύμα ατιμωρησίας που εξακολουθεί να κυριαρχεί στην καθημερινότητα.
Παραμένει ζητούμενο η τιμωρία των λίγων που χρησιμοποιούν βία σε βάρος των πολλών. Οι οποίοι μοιάζει να είναι γνώριμοι των συστημάτων εξουσίας και δεν νομίζω ότι θα στεναχωρηθούν ιδιαίτερα με την «τιμωρία». Τιμωρώντας συλλήβδην και οριζοντίως τους πολλούς κινδυνεύουμε να τους μετατρέψουμε σε «υποστηρικτές» των επικινδύνων οπαδών της βίας, που διακονούν τη διαδεδομένη συμπεριφορά του «έτσι γουστάρω». Όμως, μια κυβέρνηση όπως αυτή που ευτυχώς έχουμε σήμερα, δεν πρέπει να πορεύεται με τα ίδια συνθήματα.