Οι προβλέψεις διεθνών οίκων και πολλών στελεχών των κυβερνήσεων των χωρών της Βόρειας Ευρώπης και ειδικότερα της Γερμανίας συμπίπτουν στην άποψη ότι τον επόμενο χειμώνα θα υπάρξει τόσο μεγάλη έλλειψη καυσίμων, που θα χρειαστεί να επιβληθεί δελτίο στις ευρωπαϊκές χώρες. Κάθε καταναλωτής δηλαδή και κάθε επιχείρηση θα έχει δικαίωμα να αγοράσει μία ορισμένη ποσότητα φυσικού αερίου και πετρελαίου.
Η πιθανότητα να σταματήσει την παροχή καυσίμων η Ρωσία, γίνεται όλο και πιο πιθανή, καθώς φαίνεται να μπορεί να αντιμετωπίσει την παύση των πληρωμών που συνεπάγεται η πώληση των προϊόντων αυτών στις ευρωπαϊκές χώρες. Προφανώς, στόχος της Ρωσίας είναι να διαπραγματευθεί την άρση των κυρώσεων της Δύσης προς την οικονομία της, οι οποίες στοιχίζουν σημαντικά, αλλά όχι τόσο, ώστε να κάμψουν την επιθετικότητά της εναντίον της Ουκρανίας.
Η Ρωσία έχει συσσωρεύσει μεγάλα εμπορικά πλεονάσματα από την πώληση των καυσίμων της σε υψηλές τιμές τους τελευταίους μήνες και ταυτόχρονα μπορεί να διοχετεύει τα προϊόντα της στις μεγάλες αγορές της Κίνας και της Ινδίας. Έτσι, δείχνει να μπορεί να διακόψει την παροχή καυσίμων στην Ευρώπη, πριν η Ευρώπη προλάβει να υποκαταστήσει τις πηγές τροφοδοσίας από αυτή, με άλλες εναλλακτικές πηγές, ούτε να έχει μπορέσει να συσσωρεύσει επαρκή αποθέματα για το χειμώνα.
Πράγματι, τα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης προσπαθούν να απεξαρτηθούν από τα καύσιμα της Ρωσίας, από την οποία εισρέει σε αυτές το 50% περίπου των αναγκαίων ποσοτήτων για οικιακή και βιομηχανική χρήση. Οι δυσκολίες όμως ανεύρεσης εναλλακτικών πηγών είναι προφανείς, τόσο στο επίπεδο του απαιτούμενου όγκου καυσίμων όσο και στο επίπεδο του κόστους και των τεχνικών προβλημάτων.
Με άλλα λόγια τα διαθέσιμα καύσιμα δεν φαίνεται να μπορούν να καλύψουν τις ανάγκες των βιομηχανικών χωρών της Ευρώπης και ιδίως της πρώτης βιομηχανικής χώρας, που είναι η Γερμανία. Επιπροσθέτως αυτή η χώρα έχει εγκαταλείψει για οικολογικούς λόγους την προμήθεια ενέργειας από πυρηνικούς σταθμούς ,σε αντίθεση με τη Γαλλία, και έχει μειώσει συστηματικά τη χρήση υδρογονανθράκων. Ταυτόχρονα δεν έχει προχωρήσει αρκετά στις ανανεώσιμες πηγές ( μόνο 18% ) όπως οι Σκανδιναβικές χώρες (40-50%) επειδή μπορούσε να προμηθεύεται φθηνό και άφθονο φυσικό αέριο από τη Ρωσία.
Αντίθετα, οι χώρες του ευρωπαϊκού Νότου και προφανώς η χώρα μας, δεν χρειάζονται τόσο μεγάλες ποσότητες καυσίμων, καθώς οι οικονομίες τους δεν είναι τόσο ενεργοβόρες, όσο η οικονομία της Γερμανίας και των άλλων βόρειων ευρωπαϊκών χωρών, λόγω του χαμηλότερου επιπέδου εκβιομηχάνισής τους.
Επιπλέον, οι κλιματικές συνθήκες στις χώρες αυτές ευνοούν χαμηλότερη οικιακή κατανάλωση στους χειμερινούς μήνες. Ταυτόχρονα, η πρόσβαση πλοίων με υγροποιημένο φυσικό αέριο από τις ΗΠΑ και άλλες χώρες είναι ευκολότερη στους σταθμούς ανεφοδιασμού που διαθέτουν, ενώ ταυτόχρονα έχουν περισσότερες δυνατότητες προμήθειας ενέργειας από ΑΠΕ και υδρογονάνθρακες και βέβαια βρίσκονται πλησιέστερα στις πηγές εφοδιασμού της Μ. Ανατολής με χαμηλότερο μεταφορικό κόστος.
Συνεπώς, οι πιθανότητες να επιβληθεί δελτίο στα καύσιμα είναι πολύ μεγαλύτερες στη Γερμανία και γενικότερα στις βιομηχανικές χώρες της Ευρώπης και πολύ λιγότερες στην Ελλάδα και τις άλλες ευρωπαϊκές μεσογειακές χώρες.
Μια συνολική ευρωπαϊκή ενεργειακή πολιτική, όπως προαναγγέλλεται για το φθινόπωρο, δεν φαίνεται ότι θα λύσει το πρόβλημα της έλλειψης καυσίμων, αν υπάρξει, καθώς κάθε χώρα της Ευρώπης και βέβαια η χώρα μας έχει ήδη προχωρήσει στα δικά της σχέδια με βάση τα δικά της δεδομένα για να αντιμετωπίσει τις ανάγκες σε καύσιμα το επόμενο χειμώνα.
* Ναπολέων Μαραβέγιας, Καθηγητής της Πολιτικής Οικονομίας Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, τ. Υπουργός, τ. Αντιπρύτανης