Με συμπυκνωμένες καταιγιστικές εξελίξεις ολοκλήρωσε τις συναλλαγές ο μήνας Απρίλιος πριν από την Πασχαλινή ραστώνη, απαραίτητη σε όλους τους επενδυτές, σε όλους τους Έλληνες.
Αναγκαιότητα ανάστασης και ελπίδας για την επόμενη ημέρα, για ένα καλοκαίρι ακόμα καλύτερο όχι μόνο στους «εγκλωβισμένους» Έλληνες, αλλά και στους επενδυτές που προσδοκούν είτε από τον τουρισμό, είτε από την επάνοδο της οικονομικής δραστηριότητας, καλύτερες ημέρες και για την χρηματιστηριακή αγορά.
Η αναβάθμιση – έκπληξη από την S&P, η παρουσίαση του προγράμματος Ανάπτυξης και Ανθεκτικότητας «Ελλάδα 2.0» που σύμφωνα με τους Financial Times ήταν ένα από τα πιο συνεκτικά που κατατέθηκαν, η επιτυχημένη Αύξηση Μετοχικού Κεφαλαίου της Τράπεζας Πειραιώς, οι αντλήσεις κεφαλαίων μέσω ομολογιακών εκδόσεων από τράπεζες και επιχειρήσεις, σημάδεψαν χρηματιστηριακά ένα πολύ θετικό Απρίλιο με τον Γενικό Δείκτη να έχει απόδοση +5,24% και τον αντίστοιχο Τραπεζικό να υπεραποδίδει με κέρδη 14,45%.
Δεδομένης της συνεχόμενης ανόδου και των διεθνών αγορών, οι επενδυτές θέτουν ερωτήματα χρονικού ενδιαφέροντος (ως πότε) αλλά και σχετιζόμενα με το price action των τίτλων (ως που) καθότι αφενός αντιλαμβάνονται ότι η παγκόσμια ρευστότητα καλά κρατεί και τα προβλήματα της πανδημίας αμβλύνονται, αφετέρου δεν ξεχνούν το περίφημο «Sell in May and go away» με τις παραλλαγές του: «… but remember to come back in September».
Ένα μεγάλο διαχρονικό πρόβλημα της επενδυτικής δραστηριότητας στις χρηματαγορές, αποτελεί και ο περίφημος «εγκλωβισμός» των επενδυτών που έχουν υψηλές τιμές κτήσης και παρασύρονται σε μακρόχρονη διακράτηση σε τίτλους που αποτυπώνοντας τα προβλήματά τους, την ασθενή χρηματοοιοκονομική τους διάρθρωση και την ανεπάρκεια του management διαγράφουν καθοδική πορεία για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Σε αυτές τις περιπτώσεις συχνά η σχέση επενδυτή – μετοχής θυμίζει το περίφημο «Σύνδρομο της Στοκχόλμης».
Πρόκειται για το γνωστό ψυχολογικό φαινόμενο, κατά το οποίο οι όμηροι, έχουν θετικά συναισθήματα προς τους απαγωγείς τους, μερικές φορές σε σημείο που να τους υπερασπίζονται και να ταυτίζονται με αυτούς. Αυτά τα συναισθήματα γενικά θεωρούνται παράλογα υπό το πρίσμα του κινδύνου ή ρίσκου που υπέστησαν τα θύματα.
Αυτή η ταύτιση θύτη - θύμα, μια μορφή τραυματικής συγκόλλησης, παρατηρείται και στις αγορές καθώς η παντελής έλλειψη της διαδικασίας περιορισμού ζημιών με εντολές διακοπής τους (stop loss), οδηγεί τον επενδυτή σε διακράτηση επί μακρόν ζημιογόνων θέσεων με την ελπίδα της επιστροφής σε ανάκαμψης (να πάρω τα λεφτά μου πίσω).
Η λανθασμένη αυτή επιλογή δημιουργεί αυτό το σύνδρομο ταύτισης επενδυτή –τίτλου, αποξενώνοντας τον από διαφορετικές επιλογές που θα μπορούσαν να τον «απεγκλωβίσουν» από τη ζημιογόνα θέση.
Η σχέση Απόδοσης/Ρίσκου (Reward/Risk), οι διαφορετικές μέθοδοι τοποθέτησης των stop loss, ο καθορισμός των τιμών - στόχων και ο υπολογισμός του μεγέθους της θέσης, μια πειθαρχημένη διαδικασία, που οφείλει να ακολουθεί κάθε εμπλεκόμενος, «θολώνεται» από τα εσφαλμένα μηνύματα αυτής της σχέσης, που επεκτείνεται ακόμα και σε πιο συντηρητικούς επενδυτές που επενδύουν σε αμοιβαία κεφάλαια , όπως συνέβη κυρίως την περίοδο 2001-2003 στο Χρηματιστήριο της Αθήνας.
Ποιος δεν θυμάται την προ εικοσαετίας περίοδο, με τις «ολυμπιακές μετοχές» και με τις αντίστοιχες «πράσινες ή γαλάζιες» ταυτισμένες με τις κυβερνήσεις της εποχής και τις μεγάλες προσδοκίες των επερχόμενων Ολυμπιακών Αγώνων.
Χιλιάδες επενδυτές επέμειναν, ταυτιζόμενοι με πολλές από αυτές τις μετοχές, καταλήγοντας θύματα άφρονων επιλογών που τελικά κατέληξαν στα αζήτητα και στην κατάρρευση μέσα σε υπολείμματα χαμένων προσδοκιών.
Η πενταετία εκτίναξης των επενδύσεων που ανοίγεται μπροστά, με την ανάπτυξη που θα πυροδοτήσουν οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης, του ΕΣΠΑ, των Συμπράξεων Δημοσίου Ιδιωτικού Τομέα με τη συμμετοχή των Ελληνικών Τραπεζών και των μεγάλων επιχειρηματικών Ομίλων της χώρας, αποτελούν και για τους ιδιώτες επενδυτές μοναδική ευκαιρία να επενδύσουν σε τομείς που θα οδηγήσουν την κούρσα, απαλλαγμένοι από αμφίβολες επιλογές και επενδυτικά «σύνδρομα» άλλων εποχών.