«Καταναλώναμε χωρίς σαφή εικόνα του ποιοι είμαστε, τι μπορούσαμε να γίνουμε και προς τα πού οδεύουμε. Είχε προηγηθεί το ανακάτωμα Γκόλφως και Ιγγυ Ποπ που μας αποπροσανατόλιζε. Το άλμα από τον ακραίο συντηρητισμό στο μεταμοντέρνο, χωρίς καλά- καλά να έχουμε χωνέψει τι είναι αλλοτρίωση, τι χειραφέτηση και τι πρόοδος, προκάλεσε ένα κενό ιδεών στον πολιτικό και τον ιδιωτικό βίο. Όλα αυτά βέβαια είναι εμφανή συμπτώματα. Οι αιτίες είναι κρυμμένες και μπερδεμένες, κι έπρεπε κανείς να βρει μιαν άκρη και να τις ξεμπερδέψει», υποστηρίζει στο Liberal.gr η συγγραφέας και πανεπιστημιακός Αλεξάνδρα Δεληγιώργη και μετά από την μυθιστορηματική εκδοχή του μέλλοντός μας στις «Κοιλάδες του φόβου», επανέρχεται αυτή τη φορά με «Τα σύγχρονα κάτοπτρα της Ελληνικότητας» που κυκλοφόρησαν προσφάτως από τις εκδόσεις Αρμός.
«Το βιβλίο προέκυψε από την ανάγκη να εξιχνιάσω το αίνιγμα που ξαναέγινε η χώρα μας, από τη μια στιγμή, να πανηγυρίζει για ποδοσφαιρικά κύπελλα και ολυμπιακούς αγώνες, και την άλλη, να ταπεινώνεται με την μνημονιακή πολιτική της αποστέρησης και της δέσμευσης της δημόσιας περιουσίας, σε μια κρίσιμη φάση γεωπολιτικών ανακατατάξεων που πλήττουν συνήθως μικρές και ανίσχυρες χώρες σε περιοχές-κλειδιά του πλανήτη.» Θα μας πει η συγγραφέας και όλα «θα τεθούν επί τάπητος», η ελληνική μας παράδοση και η σχέση μας μαζί της, ιδέες και ιδεολογήματα και ο μοντερνισμός. Κείμενα εμβληματικών συγγραφέων που απαντούν στο ερώτημα ποιοί είμαστε και ξεχάστηκαν:
«Το ζήτημα ήταν γιατί ιδέες όπως του Περικλή Γιαννόπουλου ή του Ζ.Λορεντζάτου, που ξεχάστηκαν, ενώ ακόμη μνημονεύονται τα ονόματά τους, δεν μας προσανατολίζουν σε δρόμους που θα μας έβγαζαν από το ράβε-ξήλωνε που έγινε η μοίρα της σύγχρονης Ελλάδας.» Υποστηρίζει η συγγραφέας.
Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα
- Κυρία Δεληγιώργη, σε μια εποχή απόλυτης σύγχυσης και πανδημίας, εσείς θεωρήσατε καλό να κυκλοφορήσει ένα βιβλίο που δεν μοιάζει ούτε για σας αλλ’ ούτε και για την εποχή μας, τυχαίο. «Τα σύγχρονα κάτοπτρα της Ελληνικότητας» πόσο απαραίτητα είναι στην παρούσα φάση στη ζωή μας;
Το βιβλίο προέκυψε από την ανάγκη να εξιχνιάσω το αίνιγμα που ξαναέγινε η χώρα μας, από τη μια στιγμή, να πανηγυρίζει για ποδοσφαιρικά κύπελλα και ολυμπιακούς αγώνες, και την άλλη, να ταπεινώνεται με την μνημονιακή πολιτική της αποστέρησης και της δέσμευσης της δημόσιας περιουσίας, σε μια κρίσιμη φάση γεωπολιτικών ανακατατάξεων που πλήττουν συνήθως μικρές και ανίσχυρες χώρες σε περιοχές-κλειδιά του πλανήτη. Και δεν θα το έγραφα, αν δεν πίστευα στη σημασία του, ιδιαίτερα σήμερα.
Ζήσαμε ένα οικονομικό, πολιτικό και πολιτισμικό σοκ που έγινε πηγή αγωνίας μέσα στην διανοητική σύγχυση που μας προκάλεσαν ιδέες πολύ πιο προηγμένων χωρών πρωταγωνιστών στην παραγωγή σύγχρονης σκέψης. Εμείς στα χρόνια του 1980, μόλις είχαμε ξεπεράσει το σύνθημα «επιστροφή στις ρίζες», με έναν επιταχυνόμενο εκσυγχρονισμό, με μείωση της αγροτικής παραγωγής και αποβιομηχάνιση, αύξηση του εσωτερικού ανταγωνισμού και ήθη νεοπλουτισμού. Η αλλοτριωτική νοοτροπία που μετρούσε τη φτώχεια με την καταναλωτική δύναμη, μας παγίδεψε σε ξέφρενο δανεισμό με οδυνηρότατες συνέπειες. Καταναλώναμε χωρίς σαφή εικόνα του ποιοι είμαστε, τι μπορούσαμε να γίνουμε και προς τα πού οδεύουμε.
Είχε προηγηθεί το ανακάτωμα Γκόλφως και Ιγγυ Ποπ που μας αποπροσανατόλιζε. Το άλμα από τον ακραίο συντηρητισμό στο μεταμοντέρνο, χωρίς καλά- καλά να έχουμε χωνέψει τι είναι αλλοτρίωση, τι χειραφέτηση και τι πρόοδος, προκάλεσε ένα κενό ιδεών στον πολιτικό και τον ιδιωτικό βίο. Όλα αυτά βέβαια είναι εμφανή συμπτώματα. Οι αιτίες είναι κρυμμένες και μπερδεμένες, κι έπρεπε κανείς να βρει μιαν άκρη και να τις ξεμπερδέψει.
- «Ιδέες και ιδεολογήματα στον 20 αιώνα», κατά πόσο μπερδεύουμε το ένα με τ’ άλλο οι νεοέλληνες τα τελευταία χρόνια;
Ιδέες και ιδεολογίες, που ο ρόλος τους είναι καθοριστικότερος από όσο νομίζουμε, προκύπτουν από κατεργασίες συλλογικών και προσωπικών τραυματικών και μη βιωμάτων, ψυχικών παραστάσεων, πεποιθήσεων, προσδοκιών, με τη δύναμη του αναστοχαστικού λόγου που διαθέτει ο νους. Στην καλύτερη περίπτωση, είναι καρπός διαλόγου μεταξύ διαφορετικών ή και αντίθετων θέσεων που η ορθότητά τους ελέγχεται με τη διαλεκτική μέθοδο της έλλογης κριτικής που πρώτος συγκρότησε ο Αριστοτέλης στα Τοπικά του.
Εφαρμόζοντάς την, ελέγχουμε την ορθότητα ή μη ιδεών ικανών να αποδώσουν τα πράγματα στην πολυπλοκότητά τους. Πολεμική ασκούν όσοι αποφεύγουν την κριτική εξέταση ιδεών που ενστερνίζονται ή που απορρίπτουν ασυζητητί, ως ασύμφορες. Όταν επιβάλλονται σα δόγμα, θεωρούμενες ασυζητητί ορθές, τότε ξεπέφτουν σε ιδεολογήματα. Έτσι αποκαλώ τα πολιτικά και πολιτισμικά στερεότυπα που επιβάλλονται μέσω των μήντια στην κοινή γνώμη που άκριτα τα αγκαλιάζει.
- «Στο βιβλίο, αναλύονται ιδέες για την ελληνικότητα εμβληματικών μορφών (Περικλή Γιαννόπουλου, Ιωνα Δραγούμη, Γ. Κωνσταντινίδη- Σκληρού, Γιώργου Σαραντάρη, Κωνστ. Τσάτσου, Ζήσιμου Λορεντζάτου, Δημήτρη Χατζή, Χρήστου Μαλεβίτση) που σημάδεψαν τον 20ό αιώνα.» Πόσο κοντά μας θεωρούμε ως Έλληνες αυτά τα πρόσωπα, και τι θεωρείτε εσείς απαραίτητο να γνωρίζουμε;
Ανέτρεξα στα κείμενα αυτών των εμβληματικών συγγραφέων και ανέλυσα ιστορικά και κριτικά τους τρόπους με τους οποίους απαντούν στο ερώτημα ποιοί είμαστε. Διαπίστωσα ότι οι ιδέες και τα σχήματα που διαμορφώνουν για να αποσαφηνίσουν την εθνική μας ταυτότητα δεν μας βοηθούν για να καλύψουμε το ιδεολογικό κενό που προέκυψε, ύστερα από δεκαετίες βεβιασμένου εκσυγχρονισμού, μέσα σε ένα κόσμο που κι αυτός άλλαξε ριζικό προσανατολισμό δυο φορές μέσα στον 20ό αιώνα.
Το ζήτημα ήταν γιατί ιδέες όπως του Περικλή Γιαννόπουλου ή του Ζ.Λορεντζάτου, που ξεχάστηκαν, ενώ ακόμη μνημονεύονται τα ονόματά τους, δεν μας προσανατολίζουν σε δρόμους που θα μας έβγαζαν από το ράβε-ξήλωνε που έγινε η μοίρα της σύγχρονης Ελλάδας.
-''«Μεγάλη» ή «Νέα» Ελλάδα, ιστορική συνέχεια ή ασυνέχεια, ελληνοκεντρισμός ή κοσμοπολιτισμός, Δύση ή Ανατολή, λόγια ή λαϊκή παράδοση”, κατά πόσο αποτελούν έννοιες που μας ενώνουν ή μας διχάζουν; Εννοούμε το ίδιο επικαλούμενοι τους ίδιους όρους ή αναφέροντας τα με τις ίδιες λέξεις σήμερα οι Έλληνες;
Τέτοιου είδους ζητήματα τα εξέτασαν συγγραφείς και ποιητές του 20ού αι., ιστορικοί, φιλόλογοι, ανθρωπολόγοι ή ψυχαναλυτές. Λίγο έως καθόλου φιλόσοφοι. Ιδέες όπως η «Μεγάλη Ιδέα», η «Νέα Ελλάδα», «Νεοέλληνες» «Χαμένο κέντρο», «Συνέχεια» ή «Ασυνέχεια», «Ανατολή ή Δύση», κ.ά. έγιναν θέσεις πολιτικών κομμάτων που συντηρούσαν ή διεκδικούσαν την ηγεμόνευση στο εσωτερικό της χώρας. Θεώρησα αναγκαίο να εξετάσω το είδος και τον τρόπο της σκέψης στον οποίο κατέφυγαν οι σημαίνοντες συγγραφείς μας για να καθρεφτίσουν στα κείμενά τους αυτό που είμαστε ως πολίτες ενός εθνικού κράτους που σε περιόδους κρίσης, δέχεται μοιραίες πιέσεις.
- Προϊόν πολύμοχθης εργασίας τι σημαίνει αυτό ειδικά το βιβλίο για τη ζωή σας και τη ζωή μας;
Με το βιβλίο, εκφράζω την αγωνία που προκάλεσε σε εμένα και σε όλη την κοινωνία, η φαινομενικά απρόβλεπτη τροπή που πήραν τα πράγματα για τη χώρα μας, τον 21ο αιώνα. Ο μόνος τρόπος η αγωνία να μη γίνει παθητικότητα και να κινητοποιήσει δημιουργικές διεργασίες αντιμετώπισης των προβλημάτων ήταν να δούμε γιατί ιδέες και σχήματα εθνικής ταυτότητας που επεξεργάστηκαν, έριχναν το βάρος σε ορισμένες πλευρές και όχι σε άλλες που θεωρούσαν ότι τις απέκλειαν.
Η ανάλυση αυτών των σχημάτων μού έδειξε ότι ήταν καρπός μιας δυιστικής λογικής που αντί να κατανοεί αντιφάσεις από τη ρίζα τους, όπως “Δύση ή Ανατολή”, “ελληνική αρχαιότητα ή Βυζαντινή Ορθοδοξία”, “λόγια ή λαϊκή παράδοση», απέκλειε τον έναν από τους δυο όρους, λειτουργώντας διχαστικά, και πολωτικά, με αποτέλεσμα να δίνουν λαβή ώστε η θέληση διακυβέρνησης να μετατρέπεται σε αξίωση ηγεμόνευσης.
Αυτή, όμως, η δυιστική λογική -καρπός της εργαλειακής/λογιστικής διάνοιας, που υπερανέπτυξε η Δύση, την μακρά περίοδο της μοντερνικοτητας, έθεσε σε υποδεέστερη μοίρα τις δυνατότητες του αναστοχαστικού λόγου που έφερε στο φως ο Αριστοτελικός πλατωνισμός με τις μεθερμηνείες που δέχθηκε μέχρι και τον 20ό αι. Αυτή η φιλοσοφική παράδοση διέκρινε τα διαφορετικά στοιχεία που εμφιλοχωρούν στις ταυτότητες χωρίς να τα διαχωρίζει, να τα απομονώνει το ένα από το άλλο ή αμοιβαία να τα αποκλείει.
- Ποια είναι η σχέση μας, τελικά, σήμερα με την παράδοση;
Είναι υποτυπώδης και άστοχη ® αμήχανα αναπαράγουμε φόρμες και θεματικές του παρελθόντος, εξακολουθώντας να προβάλουμε ως εχθρό της παράδοσης, λχ. τον μοντερνισμό. Ηθελημένα αγνοούμε ότι ο μοντερνισμός, που εμφανίστηκε σε διάφορες δημιουργικές εποχές του παρελθόντος, προκύπτει από τον διάλογο με την παράδοση που οδηγεί στο μετασχηματισμό συμβολικών μορφών στην τέχνη, στην θεωρία, στην επιστήμη, ή σε καινοτομίες, στα νευραλγικά πεδία του πολιτισμού.
Σε τέτοιου είδους παρανοήσεις όπως και σε άλλες ακόμη πιο στοιχειώδεις συνήργησε και εξακολουθεί να συνεργεί η παιδεία μας, διακόσια χρόνια, τώρα, επειδή δεν διαθέτει το αναγκαίο διανοητικό και πνευματικό έρμα για να στηριχθεί. Θα το είχε, αν εγκολπωνόταν και αφομοίωνε τον ευρωπαϊκό και τον ελληνικό Διαφωτισμό του 18ου αι. όπως και τη διαμάχη Μοντέρνων και Αρχαίων που προηγήθηκε στην Ευρώπη του 17ου αι.. Με αυτό το συγκεκριμένο ιστορικό βάθος, θα είχε σαφή εικόνα του πώς προέκυψαν έννοιες ζωτικής σημασίας, τις οποίες μαθητές/ φοιτητές σε μεγάλο ποσοστό, αποστηθίζουν ή αντιγράφουν.
Αυτή η χωρίς θεμέλιο βάθος παιδεία κάνει χώρο στην παθητική νοσταλγία ή στην εμμονική προσκόλληση σε περιόδους των ελληνικών γραμμάτων, όπως λχ. στην περίφημη γενιά του ‘ 30, αποσιωπώντας την προηγούμενη ή την επόμενη γενιά. Έτσι, ενώ η χώρα έζησε τραγικές στιγμές, και μετά τη δεκαετία του 30, προσκολλήθηκε στην ηγεμονική πολιτική ορισμένων εκπροσώπων αυτής ειδικά της γενιάς που συνέχεαν την ψυχογεωγραφία του άστεως με τον αναγκαίο εξαστισμό της κοινωνίας που θα μείωνε το χάσμα ανάμεσα στη φτώχεια του λαού και στον μεγαλοαστικό πλούτο.
- Ποια αντιμετώπιση της παράδοσης μας, θεωρείτε θετική και πλέον πρόσφορή;
Λόγω της μακρότατης διαχρονίας της, η παράδοσή μας είναι η απίστευτα πολύπλευρη και πολυσύνθετη κληρονομιά που μας άφησε. Κριτικά εξετάζοντας την, χρειάζεται να διακρίνουμε εκείνες τις πλευρές της που ο διάλογος μαζί τους, εντείνει την αυτοσυνείδησή μας που μας ανοίγει σε νέες συμβολικές μορφές στην τέχνη, σε νέες ιδέες και εννοιολογικά μορφώματα στη θεωρία, στην κριτική, στην πολιτική, στην οικονομία και στις εφαρμογές.