Την εβδομάδα που τελειώνει είχαμε τρεις σημαντικές εξελίξεις στο ατέλειωτο σίριαλ των εμβολιασμών και της μάχης κατά των εμβολιασμών. Και οι τρεις -μια δικαστική, μια νομοθετική και μια που σχετίζεται με ατομικές συμπεριφορές- προoιωνίζονται σκλήρυνση της αντιπαράθεσης και προσέγγιση σε αδιέξοδο.
Η δικαστική εξέλιξη προήλθε από δυο αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, που αμφότερες απέρριψαν αιτήματα προσωρινής προστασίας κατά του μέτρου της αναστολής μισθού για όσους υγειονομικούς δεν συμμορφώνονται, από 1ης Σεπτεμβρίου, με τη νομοθετική επιταγή να εμβολιαστούν.
Παρότι δεν πρόκειται για αποφάσεις επί της ουσίας, δηλαδή επί της νομιμότητας/συνταγματικότητας του υποχρεωτικού εμβολιασμού και των συνεπειών του, η απόρριψη του αιτήματος να μην ισχύσει το μέτρο μέχρι να κριθεί η νομιμότητά του έχει διπλή σημασία: αφενός απόφανσης ότι δεν βλάπτονται τα συμφέροντα των αιτούντων -αρνητών του υποχρεωτικού εμβολιασμού και ότι υπερισχύει το μέσω του υποχρεωτικού εμβολιασμού υπηρετούμενο αγαθό της δημόσιας υγείας' και αφετέρου προκρίματος για την οριστική απόφαση, η οποία δεν θα αργήσει και η οποία, στηριζόμενη ακριβώς στην πρωτοκαθεδρία της δημόσιας υγείας, τείνει να θεωρεί, στην Ελλάδα και διεθνώς, νόμιμο και συνταγματικό τον υπό προϋποθέσεις (που ισχύουν στην προκείμενη περίπτωση) υποχρεωτικό εμβολιασμό.
Το νομοθετικό γεγονός συνδέεται με την προσπάθεια να πειστούν (ή να "πειστούν") να εμβολιαστούν όσο το δυνατόν περισσότεροι υγειονομικοί παρά (ή παράλληλα με) τη λειτουργία της υποχρεωτικότητας. Η απόφαση του νέου Υπουργού Υγείας, αμέσως μετά την -κάπως περιπετειώδη, αλλά για άλλους λόγους- ανάληψη των καθηκόντων του, να αρθεί το "καθεστώς", άρα και οι συνέπειες, της υποχρεωτικότητας για όσους υγειονομικούς εμβολιαστούν "από εδώ και στο εξής" (ως πότε;), κινείται στο όριο μεταξύ υπαναχώρησης και διαλλακτικότητας. Δείχνει μεν την -ορθή- πρόθεση της Πολιτείας να μην λειτουργεί τιμωρητικά έναντι των αρνητών, μετακινεί όμως -λιγότερα ορθά- τις γραμμές ανάμεσα στο τι ωφελεί το συλλογικό καλό και στο πόσο "σπρώχνει" η Πολιτεία γι' αυτό. Χαλάλι πάντως, αν είναι να εμβολιαστούν περισσότεροι υγειονομικοί.
Η τρίτη εξέλιξη είναι η πιο δραματική και η πιο δυσοίωνη. Η άρνηση γυναίκας βαριά άρρωστης με κορονοϊό να διασωληνωθεί, που είχε ως αποτέλεσμα το θάνατό της, μετακινεί μια άλλη διαχωριστική γραμμή: κάποιοι άνθρωποι, για να υπηρετήσουν τις πεποιθήσεις τους, θέτουν συνειδητά σε κίνδυνο την ίδια τη ζωή τους. Η άρνησή τους να εμβολιαστούν τους οδηγεί σε άρνηση να ζήσουν. Αγγίζουμε το σκληρό πυρήνα της ατομικής στάσης αλλά και τα όρια της δημόσιας παρέμβασης: η ζωή του καθενός είναι δικαίωμά του, αλλά η αποτροπή των λειτουργών της υγείας και της Πολιτείας να σώσουν μια ανθρώπινη ζωή θέτει τραγικά, με την αρχαιοελληνική έννοια, διλήμματα: με ακραίες συνέπειες και αξεπέραστα, ό,τι και να γίνει.
Πέρα από το "παράδειγμα στάσης" που δίνει μια τέτοια ατομική απόφαση, σημαντικό ζήτημα γεννάται και από την πιθανή διεύρυνση του κύκλου των ανθρώπων που στηρίζουν ή βοηθούν αυτή την εξύψωση της άρνησης σε θυσία. Ήδη, στην προκείμενη περίπτωση, ο Εισαγγελέας διερευνά μήπως, και σε ποιο βαθμό, υπήρξαν τρίτα άτομα που συνέβαλαν στην άρνηση της διασωλήνωσης, αν δηλαδή πληρούνται οι προυποθέσεις των αδικημάτων της ηθικής αυτουργίας σε θάνατο και της θανατηφόρου έκθεσης.
Ο προβληματισμός όλων μας οφείλει -σε άλλο επίπεδο- να αγγίξει, πριν είναι πολύ αργά, και μεταφυσικής σχεδόν φύσεως ζητήματα: πότε οι πεποιθήσεις δικαιολογούν διακινδύνευση ζωής; Και: όσο κι αν είναι ελεύθερες, και αξίζει να δίνουμε μάχη ώστε να μείνουν ελεύθερες, οι πεποιθήσεις του καθενός μας, αρμόζει άραγε σχετικές με τον εμβολιασμό πεποιθήσεις, όποιες και να είναι αυτές, να οδηγούν σε τόσο ακραία ατομική και συλλογική διακινδύνευση;
Θα μπορούσε κανείς να ελπίζει ότι τις μέρες που πέθανε ένας Μεγάλος Έλληνας, από φυσικά αίτια και έχοντας ολοκληρώσει έναν ένδοξο και αφιερωμένο σε ένδοξους αγώνες κύκλο ζωής, τα ερωτήματα αυτά θα έβρισκαν φυσικές και συναινετικές απαντήσεις. Αυτό δυστυχώς δεν συμβαίνει. Για κάποιους συμπολίτες μας, αυτά που μας χωρίζουν είναι πάνω από αυτά που μας ενώνουν, πάνω κι από την ίδια τη ζωή.
* Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος και πρώην ευρωβουλευτής.