Πριν 58 χρόνια ακριβώς, τον Απρίλιο του 1964, ο τότε πρωθυπουργός (και μετέπειτα πρόεδρος) Ζωρζ Πομπιντού είχε περιγράψει την εκλογική βούληση των Γάλλων με τρόπο που θα μπορούσε, σε ένα βαθμό, να αναφέρεται και στην πολιτική αντιπαράθεση Μακρόν - Λεπέν: «Ο γαλλικός λαός», είχε πει, «δεν ξέρει πάντα τι θέλει, αλλά σε κάθε περίπτωση ξέρει τι δεν θέλει».
Ήττα της Λεπέν η οποία παρά το φαινομενικά μετριοπαθέστερο προφίλ της σε σχέση με το παρελθόν δεν κατάφερε να προηγηθεί. Νίκη Μακρόν, με μικρότερη διαφορά σε σχέση με τον θρίαμβο του 66% του 2017 αλλά σίγουρα μια άνετη επικράτηση με 58%.
Το αποτέλεσμα των γαλλικών εκλογών είναι κρίσιμο για τη Γαλλία, την Ευρώπη και τον πλανήτη. Μόνο μια εντελώς επιπόλαιη ανάγνωση θα μπορούσε να το αμφισβητήσει αυτό. Από την άλλη πλευρά, θα πρέπει να είναι επίσης σαφές ότι παρά την ανακούφιση που αναμφίβολα φέρνει η ανανέωση της θητείας του ικανότατου και οραματιστή προέδρου Μακρόν, κάθε θριαμβολογία είναι άκαιρη. Το μέλλον θα καθοριστεί μέσα από σειρά σύνθετων προβλημάτων τόσο στο εσωτερικό, στη γαλλική πολιτική, όσο και στο εξωτερικό, στις διεθνείς σχέσεις. Η περίοδος Μακρόν θα συνεχιστεί αλλά το μέλλον παραμένει αίνιγμα για τη γαλλική πολιτική.
Σημειωτέον ότι ο Μακρόν είναι ο πρώτος πρόεδρος στα τελευταία είκοσι χρόνια που επανεκλέγεται για δεύτερη θητεία. Και αυτό παρά το γεγονός ότι κινητοποίησε όχι μόνο πολλούς ένθερμους υποστηρικτές αλλά και πολλούς άσπονδους εχθρούς: η ένταση της αντιπάθειας των αντιπάλων για τον Γάλλο πρόεδρο είναι ασυνήθιστη. Βεβαίως, όπως εύστοχα το έθεσε προ μηνών ο Émeric Bréhier, κάθε Γάλλος πρόεδρος που επιχειρεί να επανεκλεγεί αντιμετωπίζει μια κατάσταση «ένας εναντίον όλων»: τα όποια δεδομένα από τη θητεία του σε συνδυασμό με τις ιδιαιτερότητες του γαλλικού ημιπροεδρικού συστήματος επιτρέπουν τη στοχοποίηση με βέλη από όλες τις πλευρές. Στην περίπτωση του Μακρόν, τα βέλη ήταν πολύ έντονα από παντού. Οι αριστεροί τον θεωρούν δεξιό, οι δεξιοί τον αντιμετωπίζουν ως κεντροαριστερό, ο Μελανσόν λέει ότι δεν εκπροσωπεί τα συμφέροντα του λαού, άλλοι πάλι τον χαρακτηρίζουν λαϊκιστή.
Οι διαφορές μεταξύ των ψηφοφόρων του Μακρόν και της Λεπέν τουλάχιστον στον πρώτο γύρο της φετινής αντιπαράθεσης δεν μετατοπίστηκαν ιδιαίτερα σε σχέση με το 2017. Η Λεπέν είχε μεγαλύτερη επιτυχία σε γεωγραφικές περιοχές και κοινωνικά στρώματα με οικονομικά προβλήματα και δυσκολίες απασχόλησης, ενώ η διείσδυση που πέτυχε να αυξήσει στο Νότο είναι περισσότερο έκδηλη σε περιοχές στις οποίες το κίνημα των «κίτρινων γιλέκων» ήταν ισχυρό.
Αλλά υπάρχει και η διάσταση της ηλικίας των ψηφοφόρων. Εάν παραστήσουμε ότι ξεχνάμε το παρελθόν της Λεπέν και του κόμματός της, τι θα λέγαμε ότι εκπροσωπεί σε αυτές τις εκλογές η συγκεκριμένη υποψήφια; Μεγαλύτερη έμφαση στα κοινωνικά προβλήματα αλλά και υπόσχεση για χαμηλότερους φόρους, μείωση της εισερχόμενης μετανάστευσης, αποχώρηση από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, «ανεξάρτητη» γαλλική εξωτερική πολιτική, σιδερένια πυγμή στις ενδοευρωπαϊκές διαπραγματεύσεις, κλείσιμο του ματιού στους αναποφάσιστους: γιατί να μην δοκιμάσετε κάτι διαφορετικό; Εάν εστιαστούμε στην ηλικιακή διάσταση της ψήφου, φαίνεται ότι πολλά από αυτά – μαζί με την φαινομενική αμνησία για το παρελθόν της Λεπέν - επηρέασαν περισσότερο τους νέους, όχι τους μεσήλικες και τους ηλικιωμένους.
Πώς θα εξελιχθεί τα επόμενα χρόνια η δύναμη που έδειξε στον πρώτο γύρο ότι διαθέτει ο Μελανσόν; Ζητήματα ανταγωνιστικότητας της γαλλικής οικονομίας, αναδιάρθρωσης του κοινωνικού κράτους, μεταρρύθμισης του συνταξιοδοτικού, αντιμετώπισης του στεγαστικού και άλλα αποτελούν πεδία που εν μέρει εξαρτώνται από τις εσωτερικές πολιτικές εν μέρει όμως θα εξαρτηθούν και από τις πολιτικές που θα κυριαρχήσουν σε επίπεδο ΕΕ. Χωρίς μια σχετική, έστω, επιτυχία του μετώπου εναντίον της πλήρους επαναφοράς της δημοσιονομικής πειθαρχίας (μέτωπο στο οποίο Γαλλία και Ιταλία πρωταγωνιστούν), οι εξελίξεις θα είναι ιδιαίτερα δύσκολες.
Σε κάθε περίπτωση, στο εσωτερικό πεδίο, ορισμένα ζητήματα θα ξεκαθαρίσουν με τις εκλογές για την Εθνοσυνέλευση που έρχονται τον Ιούνιο σε δυο γύρους (στις 12 και 19 Ιουνίου). Το κόμμα του Μακρόν, La République En Marche (LREM) και οι σύμμαχοί του κατέκτησαν τη πλειοψηφία στις εκλογές του 2017. Εάν ο Μελανσόν επιβεβαιώσει την ισχύ που έδειξε στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών του 2022, η ισορροπία θα ανατραπεί. Παρότι διαφορετικές συμμαχίες είναι πιθανές, δεν αποκλείεται και το σενάριο ο πρόεδρος Μακρόν να εισέλθει σε περίοδο «συγκατοίκησης» με κοινοβουλευτική πλειοψηφία και πρωθυπουργό άλλης πολιτικής κατεύθυνσης.
Υπάρχουν, επίσης, σοβαρά ερωτήματα ως προς τις άλλες δυνάμεις: κατά πόσον θα επιβεβαιωθεί η εξαφάνιση των Σοσιαλιστών (1,75% στον πρώτο γύρο των προεδρικών), εάν θα παγιωθούν τα όρια των Πρασίνων (4,65% στον πρώτο γύρο των προεδρικών) και εάν θα συνεχιστεί η πτώση των Ρεπουμπλικάνων (4,80% στον πρώτο γύρο των προεδρικών).
Εάν οι τάσεις που διαφάνηκαν στις προεδρικές εκλογές επιβεβαιωθούν και στις κοινοβουλευτικές, η Γαλλία σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα θα έχει τρία κύρια μπλοκ δυνάμεων: σκληρή Δεξιά που ενσωματώνει και ακραία στοιχεία, ριζοσπαστική Αριστερά που όμως βασίζεται υπερβολικά στην περίπτωση (και την προσωπικότητα) Μελανσόν και μια ισχυρή κεντροδεξιά με τον Μακρόν ως πρόεδρο στη δεύτερη και τελευταία θητεία του.
Στην εσωτερική γαλλική πολιτική εισερχόμαστε σε μια περίοδο στην οποία η διάκριση μεταξύ Αριστεράς – Δεξιάς μπορεί να μην εκλείψει αλλά σίγουρα θα αναδιαρθρωθεί. Η αμφισβήτηση της διάκρισης είναι παλιά και επαναλαμβανόμενη. Το 1954 ο ανερχόμενος, τότε, Φρανσουά Μιτεράν διατεινόταν σε ομιλία του στο συνέδριο του UDSR, ενός βραχύβιου μεταπολεμικού κομματικού σχηματισμού που εκπροσωπούσε στελέχη της μη κομμουνιστικής αντίστασης, ότι το παλιό σχίσμα της Δεξιάς και της Αριστεράς είχε ήδη εξαφανιστεί. Η γαλλική πολιτική στα χρόνια που ακολούθησαν δεν επιβεβαίωσε τον Μιτεράν, αντάμειψε όμως την προσαρμοστική δεξιοτεχνία του.
Παρά τα τρία υπό διαμόρφωση μπλοκ που προαναφέρθηκαν, η συνολική εικόνα της τελευταίας δεκαετίας αποκαλύπτει μια γενική μετατόπιση του πολιτικού φάσματος προς τα δεξιά. Κάπως σχηματικά, μπορεί να ειπωθεί ότι ο συνδυασμός των επιπτώσεων της προσπάθειας περαιτέρω εκσυγχρονισμού της γαλλικής οικονομίας, της περιχαράκωσης της Αριστεράς και της έκθεσης της γαλλικής κοινωνίας σε απανωτά τρομοκρατικά χτυπήματα διαμόρφωσαν θέσεις και στάσεις που ευνόησαν τη μετατόπιση προς τα δεξιά.
Παράλληλα, όμως, διαμορφώνεται μια διάσταση ριζοσπαστικής διαμαρτυρίας που θα έχει μελλοντικές επανεμφανίσεις στη μια ή την άλλη μορφή. Τα «κίτρινα γιλέκα» που εμφανίστηκαν από την επαρχία στις μεγάλες γαλλικές πόλεις έδειξαν μία δυναμική αγροτικής διαμαρτυρίας που θα τη δούμε ξανά αργότερα. Μια αγροτική πολιτική έκφραση που θα μορφοποιηθεί περαιτέρω μελλοντικά. Άλλωστε το παρελθόν της Γαλλίας έχει και ριζοσπαστικές αγροτικές διαμαρτυρίες.
Όπως έγραψα πρόσφατα, θεωρώ ότι θα δούμε στο μέλλον κάτι που θα θυμίζει τη διαμόρφωση του αμερικανικού Λαϊκού Κόμματος, των λεγόμενων λαϊκιστών, στο τέλος του 19ου αιώνα. Υπήρξαν στις ΗΠΑ για σχεδόν μία δεκαετία αγροτικές διαμαρτυρίες κυρίως αλλά όχι μόνο στον Νότο, οι οποίες επιχείρησαν ανεπιτυχώς να μετουσιωθούν στο τρίτο μεγάλο κόμμα ομοσπονδιακού επιπέδου, σπάζοντας το δίπολο των Δημοκρατικών και των Ρεπουμπλικανών. Τηρουμένων των αναλογιών, υποθέτω ότι στη Γαλλία θα εκφραστεί περαιτέρω πολιτικά το κίνημα των «κίτρινων γιλέκων». Με άλλα λόγια, θα εκφραστεί μελλοντικά σε νέα μορφή πολιτικού κόμματος αυτή η τάση της αγροτικής και γενικευόμενης κοινωνικής διαμαρτυρίας.
Περνώντας στο διεθνές πεδίο, όπου η διαφορά Μακρόν – Λεπέν θα ήταν συντριπτική, βλέπουμε ότι ο Μακρόν έχει ένα προεδρικό στυλ που σχεδόν ταυτίζει τη γαλλική ισχύ με την αυτόνομη Ευρώπη. Αλλά παράλληλα επιμένει στην προβολή των γαλλικών θέσεων και της γαλλικής ισχύος σε πλανητικό επίπεδο. Είναι χαρακτηριστικό ότι είναι ο πρώτος πρόσφατος πρόεδρος, ο οποίος από την αρχή έδωσε τόσο μεγάλη έμφαση στη γαλλική πυρηνική ισχύ και τη δυνατότητα παρέμβασης της Γαλλίας ως ευρωπαϊκής δύναμης. Θυμίζω την υπόθεση Σκριπάλ το 2018 με την τότε οξύτατη κρίση στις σχέσεις Βρετανίας-Ρωσίας και τη δήλωση Μακρόν για τη στήριξη από τη Γαλλία στο πλαίσιο της ΕΕ, με ό,τι τρόπο χρειαστεί.
Με την κρίση στις σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας το 2020-2021, το Παρίσι, τηρουμένων των αναλογιών, επανέλαβε σε διευρυμένη μορφή αυτή τη στάση. Ο Μακρόν εκφράζει κάτι από την αίγλη του γκωλισμού αλλά τοποθετεί το μεγαλείο της Γαλλίας καθαρά εντός του πλαισίου της Ευρώπης. Ακόμη και σήμερα, με τη δυσχερή θέση της Ευρώπης μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, ο Μακρόν προσπαθεί να δίνει έμφαση στον ρόλο της διαμεσολάβησης και της διατήρησης μιας ευρωπαϊκής διάστασης στο ευρύτερο ευρωατλαντικό πλαίσιο.
Τόσο για την Ευρώπη όσο και για την Ελλάδα, η επανεκλογή Μακρόν προσφέρει ευκαιρίες σημαντικές και δυνητικά κρίσιμες. Ο Μακρόν είναι υπέρ ενός βαθμού ευρωπαϊκής στρατηγικής αυτονομίας. Το εάν θα παραμείνει ζωντανή μία σπίθα σχετικής ευρωπαϊκής στρατηγικής αυτονομίας, αυτό θα εξαρτηθεί εν πολλοίς από την προεδρία Μακρόν. Σε αυτό το πλαίσιο, είναι και για την Ελλάδα απολύτως κρίσιμη τόσο η γενικότερη γαλλική άποψη για την ΕΕ και τις πολιτικές της όσο και η διμερής ελληνογαλλική αμυντικής συνδρομής.
* Ο Κώστας Α. Λάβδας είναι Καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και έχει διατελέσει, μεταξύ άλλων, Senior Research Fellow στο London School of Economics και κάτοχος της Έδρας Ελληνικών και Ευρωπαϊκών Σπουδών «Κωνσταντίνος Καραμανλής» στο Fletcher School of Law and Diplomacy του Πανεπιστημίου Tufts στις ΗΠΑ.