Την ανάγκη συνέχισης των εμβολιασμών κατά της νόσου Covid-19 επισημαίνει η Αναπληρώτρια υπουργός Υγείας, Μίνα Γκάγκα, σε συνέντευξή της στην εφημερίδα «Πρώτο Θέμα», που κυκλοφορεί σήμερα Κυριακή. Τονίζει, δε, ότι η επικείμενη παραλαβή μονοκλωνικών αντισωμάτων κατά του ιού Sars-Cov2 δεν μειώνει τη σημασία του εμβολιασμού, ο οποίος παραμένει βασικό όπλο κατά της πανδημίας.
Η Μ. Γκάγκα κάνει αναφορά στους τρόπους με τους οποίους θα ενισχυθεί το επόμενο διάστημα η Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας (ΠΦΥ), με περισσότερους γενικούς γιατρούς αλλά και με αλλαγές στη διαδικασία της υπηρεσίας υπαίθρου (αγροτικού).
Παράλληλα, η Αναπληρώτρια Υπουργός μιλά για αναπροσαρμογή των οικονομικών και άυλων κινήτρων προς τους γιατρούς, ώστε να στελεχώσουν τις υπηρεσίες Υγείας, κυρίως σε απομακρυσμένες περιοχές.
Ακολουθεί ολόκληρη η συνέντευξη.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Η πανδημία όπως όλα δείχνουν θα δοκιμάσει την αντοχή του ΕΣΥ και αυτόν τον χειμώνα. Σε τι διαφοροποιείται ο φετινός χειμώνας σε σχέση με τον περσινό, και πώς αυτό επιδρά στη στρατηγική διαχείρισης της επιδημίας (στην κοινότητα και στις υγειονομικές δομές);
Μ. ΓΚΑΓΚΑ: Η αντοχή του ΕΣΥ δοκιμάζεται εδώ και δύο σχεδόν χρόνια, από την αρχή της πανδημίας Covid-19. Τώρα, τα κρούσματα ήδη έχουν ανέβει σε επίπεδα πολύ ψηλότερα από το περσινό φθινόπωρο όπως ανεβαίνουν και οι εισαγωγές, αλλά σε ποσοστά μικρότερα αναλογικά με τα κρούσματα, λόγω των εμβολιασμών.
Η εμβολιαστική κάλυψη είναι στο 65% των ενηλίκων αλλά δεν είναι ομοιόμορφη και θα θέλαμε καλύτερη κάλυψη, ειδικά σε ορισμένες περιοχές όπως η βόρεια Ελλάδα.
Σε περιοχές όπου το ποσοστό των εμβολιασμένων πολιτών δεν είναι ευκαταφρόνητο, αυτό μπορεί να συμβάλει σε έναν πιο «εύκολο» χειμώνα. Σε κάθε περίπτωση, σε όλη την Ελλάδα εξακολουθούμε να προσέχουμε και να τηρούμε τα απαραίτητα μέτρα, ενώ ενισχύουμε περαιτέρω το σύστημα, θεσπίζοντας καλύτερα οικονομικά κίνητρα τόσο για τους υγειονομικούς που ήδη στελεχώνουν το σύστημα όσο και για εκείνους που δραστηριοποιούνται εκτός ΕΣΥ ώστε να συνδράμουν, όπου χρειάζεται.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Η επιχείρηση «Ελευθερία» βρίσκεται στάσιμη αρκετό διάστημα. Πώς το εξηγείτε; Πώς μπορεί να συνεχιστεί η εκστρατεία αυτή ώστε να επιτύχει τον στόχο της, τον εμβολιασμό σε υψηλότατο ποσοστό του πληθυσμού;
Η εμβολιαστική εκστρατεία έχει προχωρήσει καλά έως σήμερα, αφού έχουμε ήδη πάνω από 12,5 εκατομμύρια εμβολιασμούς και πάνω από 6,3 εκατομμύρια πλήρεις εμβολιασμούς. Μπορούμε βέβαια να πάμε και καλύτερα και αυτό θα το επιτύχουμε, αν προχωρήσουμε με ψυχραιμία, χωρίς πόλωση και αν όλοι αποφασίσουμε ότι το εμβόλιο και η τήρηση των μέτρων είναι ο μόνος δρόμος προς την έξοδο από την υγειονομική αλλά και κοινωνική αυτή κρίση.
Στόχος μας είναι να πείσουμε, όχι να υποχρεώσουμε. Θέλουμε διάλογο, όχι λύσεις πίεσης. Προς την κατεύθυνση αυτή θα συμβάλλει το τετραψήφιο νούμερο του ΕΟΔΥ καθώς και πλατφόρμα υποβολής ερωτήσεων (chat) στην ιστοσελίδα του Οργανισμού.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Στο πεδίο των φαρμακευτικών σκευασμάτων για τη διαχείριση της covid-19 έχει ήδη γίνει γνωστό ότι η Ελλάδα θα προμηθευτεί μονοκλωνικά αντισώματα μέσω της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ). Σε ποια φάση βρισκόμαστε;
Μ. ΓΚΑΓΚΑ: Μέσα στις επόμενες 10-15 μέρες ημέρες θα έχουμε παραλάβει 2.000 μονοκλωνικά αντισώματα, τα οποία όπως γνωρίζετε σύμφωνα με τον θεραπευτικό αλγόριθμο θα χορηγούνται με συγκεκριμένα ιατρικά κριτήρια, από τα νοσοκομεία όλης της επικράτειας. Ο στόχος της συγκεκριμένης αγωγής είναι η αποτροπή της επιδείνωσης της νόσου με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ανάγκη μηχανικού αερισμού και νοσηλείας στη ΜΕΘ.
Ωστόσο, η ύπαρξη καλών και αποτελεσματικών φαρμάκων – όπως και τα αντιικά χάπια που επίσης αναμένουμε στις αρχές του έτους- δεν καταργούν την αναγκαιότητα του εμβολιασμού.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Σωτήρια, καινοτόμα φάρμακα υπάρχουν και για παθήσεις που δυστυχώς δεν μπορούμε να εμβολιαστούμε, όπως πολλές μορφές καρκίνου. Ωστόσο, οι ασθενείς διαμαρτύρονται για την καθυστερημένη πρόσβασή τους σε αυτές τις θεραπείες. Είναι το ελληνικό πλαίσιο πιο βραδυκίνητο από ότι άλλων χωρών;
Μ. ΓΚΑΓΚΑ: Προσπαθούμε να είμαστε γρήγοροι στην εισαγωγή νέων θεραπειών, μέσα από θεσμοθετημένες διαδικασίες που ακολουθούνται από τον ΕΟΦ και τους άλλους εμπλεκόμενους φορείς. Σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα είμαστε πιο γρήγοροι από πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως για παράδειγμα η πεμετρεξέδη, ένα φάρμακο για τον καρκίνο του πνεύμονα, που οι ασθενείς στη χώρα μας έλαβαν πολύ νωρίτερα από ότι οι ασθενείς στη Βρετανία.
Σε κάθε περίπτωση τα θεραπευτικά πρωτόκολλα διασφαλίζουν ότι κάθε ασθενής που πραγματικά έχει ανάγκη λαμβάνει τα φάρμακα που χρειάζεται, ενώ παράλληλα αποτρέπεται η άσκοπη σπατάλη πόρων, την οποία πληρώνουμε όλοι μας.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Από το «Σωτηρία» στο Υπουργείο Υγείας, ποια είναι τα επείγοντα προβλήματα που έχετε διαπιστώσει ως επαγγελματίας υγείας στο ΕΣΥ και είστε έτοιμη να αντιμετωπίσετε από τη θέση της Αναπληρώτριας Υπουργού;
Μ. ΓΚΑΓΚΑ: Αρχίσαμε και συνεχίζουμε τις επισκέψεις στα νοσοκομεία αλλά και Κέντρα Υγείας όλης της χώρας, επιδιώκοντας τον ανοιχτό διάλογο με τα στελέχη του ΕΣΥ, όχι μόνο για τα ζητήματα που αφορούν τα περιστατικά Covid-19 αλλά και για τη συνολική λειτουργία του συστήματος και τη φροντίδα όλων των ασθενών.
Εργαζόμαστε για τη βελτιστοποίηση των υπηρεσιών, ώστε αυτές να καλύπτουν τις βασικές ανάγκες των ασθενών στον τόπο της κατοικίας τους και να εξασφαλίζουν εύκολη πρόσβαση σε πιο εξειδικευμένη φροντίδα, όταν αυτή χρειάζεται.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Έχει δρομολογηθεί πολλές φορές η προκήρυξη μόνιμων θέσεων για την κάλυψη των κενών στο ΕΣΥ. Ωστόσο δεν φαίνεται να υπάρχει ενδιαφέρον από γιατρούς και νοσηλευτές να ενταχθούν στο ΕΣΥ. Τι κίνητρα μπορούν να θεωρηθούν ελκυστικά για την κάλυψη των θέσεων;
Μ. ΓΚΑΓΚΑ: Εξετάζουμε ένα ολοκληρωμένο σχέδιο παροχής οικονομικών και επιστημονικών κινήτρων, σε συνεννόηση με όλους τους Περιφερειάρχες της χώρας, για την κάλυψη κενών θέσεων υγειονομικών δομών σε απομακρυσμένες και παραμεθόριες περιοχές. Παράλληλα, μελετάμε τους τρόπους αναβάθμισης του επιδόματος για τους γιατρούς που υπηρετούν σε «άγονες περιοχές».
Επιπλέον, έχουμε καταρτίσει μια σειρά από «άυλα» κίνητρα για τους επαγγελματίες υγείας που υπηρετούν στην περιφέρεια, όπως η ψηφιακή επιστημονική διασύνδεση με κεντρικά νοσοκομεία και η συνεχιζόμενη ιατρική εκπαίδευση.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Η ενίσχυση της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας (ΠΦΥ) έμεινε πίσω λόγω της πανδημίας. Στην παρούσα φάση τι μπορεί να υλοποιηθεί που να έχει άμεσο και απτό αποτέλεσμα;
Μ. ΓΚΑΓΚΑ: Πρώτιστος ρόλος της ΠΦΥ είναι να παρέχει ποιοτικές υπηρεσίες προσβάσιμες σε όλους. Προς την κατεύθυνση αυτή αναπτύσσουμε δομές που θα εξυπηρετούν τους πολίτες με επιστημονική αρτιότητα, ταχύτητα, χωρίς ταλαιπωρία, περιορίζοντας παράλληλα στην επιβάρυνση των τριτοβάθμιων νοσοκομείων.
Στο πλαίσιο αυτό και κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα, δρομολογούμε την ενίσχυση της ΠΦΥ με περισσότερους γενικούς γιατρούς, μια ειδικότητα που δυστυχώς στη χώρα μας μέχρι πρότινος δεν συγκέντρωνε ενδιαφέρον. Πρόκειται για μία μόνο πτυχή της ευρύτερης προσπάθειας αναδιοργάνωσης του χάρτη των ιατρικών ειδικοτήτων.
Όπως συμβαίνει σε όλη την Ευρώπη, οι θέσεις των ιατρικών ειδικοτήτων θα πρέπει να αντιστοιχούν στις ανάγκες του υγειονομικού συστήματος της χώρας ώστε σταδιακά να εξαλειφθεί το φαινόμενο της υπερκάλυψης σε ορισμένες ειδικότητες και των ελλείψεων σε άλλες.
Επίσης, σε συνεργασία με το ΚεΣΥ αλλάζουμε τον τρόπο εκπαίδευσης των νέων γιατρών όπως και τη διαδικασία της υπηρεσίας υπαίθρου (αγροτικού): Προωθούμε εξάμηνη άσκηση των αποφοίτων Ιατρικής σε κλινικές του Παθολογικού Τομέα, σε βασικές ιατρικές πράξεις και στη διαχείριση επειγόντων τραυματιολογικών και άλλων περιστατικών. Η άσκηση αυτή θα λειτουργεί ως προετοιμασία για το αγροτικό, ώστε οι νέοι γιατροί να ξεκινούν καλύτερα εφοδιασμένοι τη θητεία τους.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Το υπουργείο Υγείας έχει ήδη ανακοινώσει τη συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα σε τρεις περιοχές (Θεσσαλονίκη, Βόλος, Λάρισα) για τις ανάγκες της επιδημίας. Εξετάζετε ανάλογες συνεργασίες και σε άλλες περιοχές;
Μ. ΓΚΑΓΚΑ: Η συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα συνεχίζεται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και θα συνεχιστεί και στη διάρκεια του φετινού χειμώνα, εφόσον χρειαστεί. Κανείς ασθενής είτε πάσχει από covid είτε όχι δεν θα μείνει ακάλυπτος.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Η συνεργασία δημοσίου- ιδιωτικού τομέα έναντι της επιδημίας μπορεί να αποτελέσει τη βάση για μία μόνιμη και σταθερή σύμπραξη, με πρόταγμα την υγεία των πολιτών;
Μ. ΓΚΑΓΚΑ: Ο ιδιωτικός τομέας Υγείας έχει διαχρονικά ισχυρή παρουσία στην Ελλάδα, ισχυρότερη από ό,τι στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Η πανδημία απέδειξε ότι μπορούμε όλοι μαζί να υπηρετήσουμε τον κοινό στόχο. Είμαστε λοιπόν, ανοιχτοί σε κάθε συνέργεια, εφόσον αυτή δημιουργεί συνθήκες καλύτερης περίθαλψης, χωρίς επιπλέον οικονομική επιβάρυνση για τους πολίτες.
Ήδη αξιολογούνται αιτήματα περιφερειακών νοσοκομείων για ιατροτεχνολογικό εξοπλισμό που θα μπορούσε να καλυφθεί ταχύτερα μέσω της σύμπραξης με έναν ιδιώτη και να εξυπηρετήσει τους πολίτες στα πλαίσια του ΕΣΥ.