Για αστυνομική καταστολή ενάντια σε κατοίκους που αντιτίθενται στην κατασκευή σταθμού μετρό στα Εξάρχεια κάνει λόγο συγκεκριμένος χώρος της αριστεράς σε καταγγελία του που έδωσε χθες στη δημοσιότητα.
Μιλάει για αστυνομοκρατία, διώξεις και συλλήψεις και καθημερινές πρακτικές τρομοκράτησης. Αυτά βέβαια από την μία πλευρά. Γιατί αν δούμε από και την άλλη πλευρά θα γινόμαστε μάρτυρες προπηλακισμού και απειλών κατά των εργαζομένων του συνεργείου του μετρό, συνδυασμένων με ρίψεις αυγών, τομάτων και καφέδων.
Βέβαια από τους 32 προσαχθέντες την Πέμπτη, την τελευταία ημέρα της συγκέντρωσης, οι δύο μόνο παραπέμφθηκαν με κατηγορίες που σχετίζονται με τα τεκταινόμενα, δηλαδή πράξεις βίας, ρίψεις αντικειμένων και γενικά προσπάθειες παρεμπόδισης των εργασιών.
Οι υπόλοιποι τριάντα αφέθησαν ελεύθεροι. Αυτό που, πάντως, έχει σημασία είναι ότι σχεδόν οι μισοί από τους προσαχθέντες, σύμφωνα με τα στοιχεία από τις προσαγωγές που έκανε η αστυνομία δεν ήταν κάτοικοι Εξαρχείων, ούτε καν του Δήμου Αθηναίων. Συγκεκριμένα οι έξι ήταν κάτοικοι Κρήτης, οι τέσσερις από τη Θεσσαλονίκη και οι 5 από την Σπάρτη.
Από αυτό μπορεί κάποιος να συμπεράνει ότι το επόμενο επιχείρημα του χώρου που κάνει λόγο για το ότι η κατασκευή σταθμού του Μετρό πάνω στην πλατεία Εξαρχείων είναι και ενάντια στις ανάγκες των κατοίκων της περιοχής που θέλουν ελεύθερη και δενδροφυτεμένη την πλατεία της γειτονιάς τους, δεν αφορά την πλειοψηφία των κατοίκων αλλά μια μειοψηφία και μάλιστα για καθαρά ιδεοληπτικού λόγους.
Αυτό γίνεται εύκολα κατανοητό από το πιο χαρακτηριστικό κομμάτι της καταγγελίας, το οποίο αναφέρεται σε σαφή και ομολογημένα πολιτικά κίνητρα που έχουν στόχο την αποστείρωση και των έλεγχο των Εξαρχειων, μιας περιοχής με μεγάλη συμβολική και πραγματική σημασία για τις διαδικασίες του κινήματος, τις συλλογικότητες και τις οργανώσεις του.
Και η εύλογη απορία είναι το πώς τα Εξάρχεια, που εδώ και δεκαετίες, είναι ένας χώρος πολιτικής και ιδεολογικής αντιπαράθεσης, με συμβολική σημασία και αφού έχουν περάσει δεκάδες δημοκρατικές κυβερνήσεις, κυβέρνηση κατοχής και δικτατορίας, θα αποστειρωθεί και θα ελεγχθεί.
Το έχουμε ξαναπεί. Σε μία Δημοκρατία όλοι, ανεξαιρέτως, απολαμβάνουν το δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης. Και φυσικά και η διακίνηση ιδεών είναι ελεύθερη με βάση το Σύνταγμα και την νομοθεσία. Εκτός, βέβαια, αν μιλάμε για πράξεις και ενέργειας που δεν συνάδουν με τα παραπάνω.
Ένα άλλο σημείο που χρήζει διευκρίνισης είναι και αυτό που αναφέρεται ότι τα Εξάρχεια βρίσκονται στο στόχαστρο κάθε αντιλαϊκής πολιτικής, διαχρονικά.
Η πλατεία Εξαρχείων, με ό,τι συμβολίζει, με τον φοιτητόκοσμο, τον καλλιτεχνικό κόσμο και τους διανοούμενους που κατοικούσαν εκεί, από τους υπέρμαχους της δημοτικής ως την εξωκοινοβουλευτική αριστερά της δεκαετίας του ΄80 παραμένει αναλλοίωτη από το 1901. Το μοναδικό πρόβλημα που έχει να αντιμετωπίσει η κάθε κυβέρνηση δεν είναι να βάλει στο στόχαστρο αντιλαϊκής πολιτικής τα Εξάρχεια, αλλά στο στόχαστρο της νομιμότητας.
Άλλωστε, το μοναδικό πρόβλημα που χαλάει την εικόνα των Εξαρχείων και φυσικά προκαλεί την όποια αστυνόμευση της περιοχής είναι οι κάθε λογής παρανομίες, τις οποίες βέβαια μπορεί κανείς να δει σε αρκετές γειτονιές της Αθήνας. Αυτό, όμως, δείχνουν να μην το καταλαβαίνουν ορισμένοι «προοδευτικοί» που κόπτονται για την εμπορευματοποίηση της περιοχής , τα air b’n’b κλπ. Λες και σε άλλες γειτονιές, όπως Παγκράτι, Κυψέλη, Νέος Κόσμος ακόμη και Νίκαια δεν υπάρχουν παρόμοιες καταστάσεις.
Όλοι, λοιπόν, αυτοί που κόπτονται για τον συμβολισμό της πλατείας, για την «καταστροφική», όπως χαρακτηρίζουν ανάπλαση και για την «καταστροφή που θα φέρει ο σταθμός του μετρό θα πρέπει να αναρωτηθούν αν η πλατεία Εξαρχείων προτιμούν να είναι ένας καθαρός χώρος ελεύθερης διακίνησης ιδεών και διασκέδασης ή να παραμείνει ως μια «φωλιά» εγκληματικότητας με ανήλικους, μεταξύ άλλων, «πλασιέ» απαγορευμένων ουσιών, ή ένα «άσυλο» παρανόμων ή φυγόδικων που να αποτελεί ευθεία απειλή για τους πολίτες.
Υποθέτω ότι όσοι ανήκουν στο χώρο της αριστεράς με τις όποιες πολιτικές και κοινωνικές τους ευαισθησίες δεν θα ήθελαν ούτε οι ίδιοι να «αμαυρώνεται» ο χώρος τους και να αποκτά «γκρίζες τρύπες» λόγω της ανεκτικότητας σε πράξεις βίας αλλά και στο οργανωμένο έγκλημα.