Η νευρικότητα επέστρεψε στις αγορές και αναμένεται να κορυφωθεί εν αναμονή των κρίσιμων νέων στοιχείων για τον πληθωρισμό στις ΗΠΑ την Παρασκευή.
Στις ΗΠΑ τόσο τα συμπεράσματα για τις πωλήσεις μεγάλων ονομάτων της λιανικής, όσο και κάποιες μακροοικονομικές ανακοινώσεις συνεχίζουν να απογοητεύουν, με αποτέλεσμα η ευαίσθητη αγορά των ομολόγων να καταγράφει απώλειες και η απόδοση του 10ετούς να φλερτάρει ολοένα και συχνότερα με τιμές πάνω από το 3%.
Το γεγονός ότι η Fed είναι έτοιμη να συνεχίσει την επιθετική νομισματική πολιτική της πιέζει τις αποδόσεις των ομολόγων, με τον αντίκτυπο να επιβαρύνει τις αγορές παγκοσμίως, συμπεριλαμβανομένων και των ευρωπαϊκών.
Δυστυχώς δεν προσφέρουν -τουλάχιστον προς το παρόν- μια χείρα βοηθείας και τα μακροοικονομικά στοιχεία από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Αντίθετα, λειτουργούν σαν extra βαρίδι, όπως για παράδειγμα τα στοιχεία μεταποίησης στη Γερμανία.
Οι παραγγελίες στη μεταποίηση σημείωσαν πτώση τον Απρίλιο 2,7% σε μηνιαία βάση, ενώ οι οικονομολόγοι περίμεναν άνοδο 0,5%.
Αν και η εξομάλυνση στην αγορά των ημιαγωγών δημιουργεί κάποιες ελπίδες βελτίωσης του εν λόγω δείκτη τους αμέσως επόμενους μήνες, εντούτοις προς το παρόν οι διεθνείς παραγγελίες τον Απρίλιο έπεσαν 4% σε μηνιαία βάση, οι νέες παραγγελίες από την ευρωζώνη διολίσθησαν 5,6% και οι νέες παραγγελίες από άλλες χώρες έπεσαν 3%. Οι εγχώριες παραγγελίες μειώθηκαν 0,9%, ενώ αν θέλουμε να δούμε τα νούμερα σε ετήσια βάση τότε οι παραγγελίες του μεταποιητικού τομέα στη Γερμανία έπεσαν 6,2% τον Απρίλιο.
Τα στοιχεία αυτά είναι εξαιρετικά «δύσπεπτα» για την αγορά των ομολόγων. Τα συν πλην από μέρα σε μέρα δεν αλλάζουν την ευρύτερη και ουσιαστική εικόνα: To κόστος χρήματος τραβά την ανηφόρα.
Το γερμανικό δεκαετές κινείται πλέον πέριξ της ζώνης 1,2750 και 1,343, ήτοι επίπεδα που παρατηρούσαμε στα μέσα του 2014. Η απόδοση δε του γερμανικού διετούς είναι πέριξ του 0,67% ενώ γίνεται κατανοητό ότι όσο κατεβαίνουμε νότια οι αποδόσεις μεγαλώνουν.
Η απόδοση του ελληνικού κρατικού 10ετούς ομολόγου είναι πέριξ του 3,80 με 3,87%, ενώ οι αποδόσεις των ιταλικών 10ετών ομολόγων σημείωσαν τη μεγαλύτερη εβδομαδιαία άνοδο από τον Μάρτιο του 2020 την περασμένη εβδομάδα, για να προσγειωθούν σχετικά πέριξ του 3,34-3,4% αυτή την εβδομάδα.
Υπόψιν ότι η διαφορά μεταξύ των αποδόσεων των 10ετών ιταλικών και γερμανικών ομολόγων την προηγούμενη εβδομάδα έφτασε στο ανώτατο όριο δύο ετών, ήτοι στα 230 bps ενώ αυτή την εβδομάδα πήρε μια ανάσα με κέντρο βάρους στα 207 bps.
Καθώς διευρύνονται οι προσδοκίες για τη σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής από την ΕΚΤ είναι λογικό τα ομόλογα της ευρωπεριφέρειας να ταλαιπωρούνται. Και ενδεχομένως να ήταν πολύ χειρότερη η εικόνα τους αυτή την εβδομάδα αν ένα άρθρο των Financial Times δεν είχε αναλάβει «πυροσβεστικό ρόλο».
Στο Άμστερνταμ θα χτυπήσει για δύο μέρες η καρδιά της ΕΚΤ
H EKT κάθε άλλο παρά αδιαφορεί για τα μηνύματα της αγοράς των ομολόγων. Άλλωστε το τελευταίο πράγμα που θα ήθελε στις παρούσες συνθήκες του υψηλού πληθωρισμού και της μείωσης των ρυθμών της ανάπτυξης είναι μια νέα κρίση χρέους για τις οικονομίες του νότου.
Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι υπάρχουν δεύτερες σκέψεις όσον αφορά την επιτοκιακή πολιτική.
Πλέον σχεδόν όλα τα μέλη του συμβουλίου έχουν αποδεχθεί ότι η χαλαρή νομισματική πολιτική της τελευταίας δεκαετίας πρέπει να τελειώσει. Ως εκ τούτου, η άνοδος των επιτοκίων κατά 25 μονάδες βάσης είναι βέβαιο ότι θα συμβεί στην επόμενη συνεδρίαση πολιτικής της ΕΚΤ στις 21 Ιουλίου.
Όμως η διεύρυνση της διαφοράς μεταξύ της απόδοσης του 10ετούς ομολόγου αναφοράς της Γερμανίας και της απόδοσης του δεκαετούς της Ιταλίας που αντιπροσωπεύει τη χώρα με το μεγαλύτερο χρέος της Ευρωζώνης αποτελεί παραδοσιακά ένα κριτήριο οικονομικής πίεσης που παρακολουθείται προσεκτικά από την ΕΚΤ.
Επειδή ακριβώς η Ευρώπη έχει αρχίσει και μαθαίνει μέσα από τα λάθη της, αυτή τη φορά οι πιέσεις των ομολόγων του νότου την περασμένη εβδομάδα και το γεγονός ότι το επιτόκιο του ιταλικού δεκαετούς κινείται πλέον σε μια ζώνη κατά πέντε φορές υψηλότερη σε σχέση με έναν χρόνο νωρίτερα, σήμαναν συναγερμό.
Σύμφωνα λοιπόν με ρεπορτάζ των Financial Times η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα πρόκειται αυτή την εβδομάδα να εξετάσει λύσεις όσον αφορά την ενίσχυση των αγορών χρέους των ευάλωτων χωρών της Ευρωζώνης στην περίπτωση πoυ οι πιέσεις στις αγορές των ομολόγων προσεγγίσουν τα επίπεδα ενός sell off.
Όπως γράφουν οι Financial Times, τα περισσότερα από τα 25 μέλη του διοικητικού συμβουλίου αναμένεται κατά τη συνάντηση τους στο Άμστερνταμ σήμερα και αύριο να υποστηρίξουν την πρόταση για τη δημιουργία ενός νέου προγράμματος αγοράς ομολόγων με στόχο να επανέλθει υπό έλεγχο το κόστος δανεισμού σε περίπτωση που ξεφύγει για κάποιες ευάλωτες χώρες.
Στο σημείο αυτό οι FT υπενθυμίζουν ότι ακόμη και χωρίς ένα νέο πρόγραμμα, η ΕΚΤ στο πλαίσιο του υφιστάμενου προγράμματος αγοράς ομολόγων έχει ήδη επιπλέον 200 δισεκατομμύρια ευρώ να δαπανήσει για την αγορά χρέους που υφίσταται πίεση. Αυτά τα 200 δισ. ευρώ προέρχονται από την επίσπευση επανεπενδύσεων περιουσιακών στοιχείων που λήγουν έως και σε ένα έτος.
Το γεγονός όμως ότι παρά τη δυνατότητα αυτή, τα στελέχη της ΕΚΤ επιθυμούν να έχουν επιπλέον αντανακλαστικά σε περίπτωση που πληθύνουν τα σύννεφα πάνω από τις αγορές χρέους της Ευρωζώνης, λέει πολλά. Και πρώτα από όλα ότι η Ευρώπη ωριμάζει, προνοεί και βρίσκεται στο πλευρό όλων των μελών της.
Μέσα στο πλαίσιο αυτό άλλωστε έχει παγώσει και τους δημοσιονομικούς κανόνες από την αρχή της πανδημίας, προκειμένου να δοθεί στις κυβερνήσεις μεγαλύτερη ευχέρεια κινήσεων να ανταποκριθούν στην οικονομική κρίση και τις νέες ανάγκες που γέννησε η Covid 19.
Οι κανόνες αυτοί σχεδιάζεται να τεθούν ξανά σε ισχύ το 2023, όμως ήδη έχει πέσει στο τραπέζι η πρόταση να προσαρμοστούν στη νέα οικονομική πραγματικότητα.
Βλέπετε τα μεγαλύτερα χρέη είναι ο απότοκος της πανδημίας και σαφέστατα οι χώρες μέλη θα πρέπει να δημιουργήσουν δημοσιονομικά μαξιλάρια ώστε να είναι έτοιμες να ανταποκριθούν στις επόμενες κρίσεις.
Μάλιστα με κοινή πρόταση η Ισπανία και η Ολλανδία υποστηρίζουν τη λύση να αντικατασταθούν οι μεσοπρόθεσμοι δημοσιονομικοί στόχοι των διαρθρωτικά ισοσκελισμένων προϋπολογισμών και ο κανόνας για τις δαπάνες, συμπληρωματικός αυτή τη στιγμή στο μεσοπρόθεσμο στόχο για διαρθρωτικό ισοσκελισμό, να προβλέπει ότι οι κυβερνητικές δαπάνες θα πρέπει να ισοδυναμούν με το δυνητικό ρυθμό ανάπτυξης μίας χώρας και όχι με τον υφιστάμενο ρυθμό ανάπτυξης.
Όπως και να έχει, εφεξής οι συναντήσεις των μελών της ΕΚΤ θα έχουν αυξημένη βαρύτητα και ενδιαφέρον για όλους μας.
Αποποίηση Ευθύνης
Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, ουδεμία διασφάλιση δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.