Η Ρωσία και η Κίνα τονίζουν με κάθε ευκαιρία ότι αποτελούν στρατηγικό δίδυμο, αν και όχι απαραίτητα «συνασπισμό». Το Πεκίνο παρακολουθεί πολύ προσεκτικά όσα διαδραματίζονται στην Ουκρανία αυτήν την περίοδο, προσπαθώντας να βγάλει δύο βασικά συμπεράσματα:
- Πρώτον, για την ικανότητα της διοίκησης Μπάιντεν να διαχειριστεί μια μείζονα διεθνή κρίση, την οποία πολλοί συγκρίνουν με την αυξανόμενη ένταση γύρω από την Ταϊβάν.
- Δεύτερον, για τις προθέσεις των ΗΠΑ να εμπλακούν ή μη στην Ευρώπη. Αυτό, με τη σειρά του, θα υποδηλώνει κατά πόσο η Ουάσιγκτον σκοπεύει να ασχοληθεί κατά προτεραιότητα με την περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού και την Κίνα, μια προτεραιότητα που αναδείχθηκε ήδη από την προεδρία του Μπαράκ Ομπάμα με την “στροφή προς την Ασία” (pivot to Asia).
Γιατί η Ουκρανία ενδιαφέρει την Κίνα;
Υπό μία έννοια, η κρίση στην Ουκρανία βολεύει το Πεκίνο, στον βαθμό που αποσπά την προσοχή της αμερικανικής ηγεσίας και αναγκάζει τις ΗΠΑ να δεσμεύσουν πολιτικό και διπλωματικό κεφάλαιο στις σχέσεις τους με την Γηραιά Ηπειρο. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η Κίνα δίνει στην Ρωσία «λευκή επιταγή» για πόλεμο στην Ουκρανία.
Μια προσεκτική ανάγνωση της κοινής σινορωσικής δήλωσης που εκδόθηκε στις 4 Φεβρουαρίου κατά την επίσκεψη του Πούτιν στο Πεκίνο για την έναρξη των Χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων δείχνει ότι οι επιδιώξεις των δύο χωρών δεν συμπίπτουν απολύτως. Αφενός μεν η Κίνα συμμερίζεται πλήρως της ανησυχίες της Μόσχας και θεωρεί ότι η Ρωσία δικαίως ζητά εγγυήσεις ασφαλείας. Αλλωστε, η σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ των δύο ηγετών επιτρέπει στον Πούτιν να μεταφέρει στην Ουκρανία στρατεύματα από την σινορωσική μεθόριο στην Απω Ανατολή. Από την άλλη μεριά, όμως, το Πεκίνο έχει τουλάχιστον δύο λόγους να τηρεί αποστάσεις από την προοπτική μιας μεγάλης σύρραξης στην Ουκρανία.
Η Κίνα δεν είναι έτοιμη για κατά μέτωπο σύγκρουση με το σύνολο της Δύσης. Ενώ οι σχέσεις της με τις ΗΠΑ έχουν «δηλητηριαστεί» εδώ και τέσσερα χρόνια - από την απαρχή του εμπορικού πολέμου που κήρυξε ο Τραμπ το 2018 - και εντείνεται η σφοδρή γεωπολιτική αντιπαράθεση μεταξύ των δύο χωρών, το Πεκίνο δεν θα ήθελε να συγκρουστεί στον ίδιο βαθμό και με την ΕΕ. Αντιθέτως, θα προτιμούσε να μπει σφήνα στις διατλαντικές σχέσεις, ώστε να ενισχύσει την θέση του έναντι της Ουάσιγκτον. Συνεπώς, σε περίπτωση εισβολής ρωσικών στρατευμάτων στην Ουκρανία, το Πεκίνο θα βρεθεί σε δύσκολη θέση και απρόθυμο να προσφέρει απροκάλυπτη στήριξη στην Μόσχα, αναλογιζόμενο τον αρνητικό αντίκτυπο στην Ευρώπη που θα είχε η φιλορωσική στάση του.
Επιπροσθέτως, δεν είναι αμελητέα η κινεζική οικονομική παρουσία στην Ουκρανία, εν είδει μεγάλων κατασκευαστικών έργων που έχουν αναλάβει κρατικές εταιρείες σε λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας, αλλά και στην ίδια την πρωτεύουσα, το Κίεβο. Σημαντικές είναι και οι εισαγωγές σταριού από την Ουκρανία, μέσω της εταιρείας COFCO, η οποία διαχειρίζεται ένα terminal στο λιμάνι Mykolaiv. Η Κίνα δεν θα ήθελε να χάσει την Ουκρανία ως προμηθευτή σιτηρών, αλλά και ως αγορά για μεγάλες κινεζικές επιχειρήσεις.
Η σειρά της Ταϊβάν;
Αναρωτιούνται πολλοί αναλυτές μήπως μια εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία θα αποτελούσε «πρόβα τζενεράλε» για ένοπλη επίθεση της Κίνας στην Ταϊβάν. Το επιχείρημα αυτής της σχολής σκέψης είναι πως στο πλαίσιο του συντονισμού Μόσχας-Πεκίνου η Ρωσία απασχολεί την Δύση, αφήνοντας περιθώρια στην Κίνα να αναλάβει ένοπλη δράση έναντι της νήσου που θεωρεί αναπόσπαστο μέρος της δικής της επικράτειας. Ωστόσο, τίποτα δεν συνηγορεί υπέρ ενός τέτοιου ενδεχόμενου – προς το παρόν, τουλάχιστον.
Το Πεκίνο σημειώνει το γεγονός ότι η Ουάσιγκτον προτιμά να μην εμπλακεί στην Ουκρανία με στρατιωτικά μέσα και επιλέγει να κρατήσει δυνάμεις για άλλα μέτωπα στρατηγικής σημασίας. Αλλά εξίσου καθοριστική είναι και η ευαίσθητη περίοδος, την οποία διανύει η Κίνα, πρωτίστως γιατί η οικονομική της ανάκαμψη παραμένει εξαιρετικά επισφαλής.
Ενώ το Πεκίνο διατυμπανίζει urbi et orbi πως έχει αναχαιτίσει την εξάπλωση του κορονοϊού στο εσωτερικό της χώρας, η αλήθεια είναι αρκετά διαφορετική. Τα δρακόντια μέτρα που επιβάλλονται εδώ και δύο χρόνια εμποδίζουν την ανάκαμψη της οικονομίας, η οποία ταλανίζεται από σοβαρά δομικά προβλήματα και ο μεγαλύτερος φόβος των αρχών σχετίζεται με την αναπόφευκτη επιβράδυνση σε χαμηλό επίπεδα που είναι πολιτικά επικίνδυνα για το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας. Το 2021 η οικονομία κατέγραψε ως ρυθμό ανάπτυξης το εντυπωσιακό 8,1%, αλλά μόλις 4% στο τελευταίο τρίμηνο και αυτές οι “χαμηλές πτήσεις” θα συνεχιστούν φέτος, όπως και τα επόμενα χρόνια.
Για όλους αυτούς τους λόγους το Πεκίνο θα αρκεστεί να παρακολουθεί τα τεκταινόμενα στην Ουκρανία, στηρίζοντας μεν την Ρωσία, αλλά μέχρις ενός ορίου. Το σινορωσικό δίδυμο θα έχει άφθονα περιθώρια να δραστηριοποιηθεί και να δείξει την δυναμική του σε άλλες περιοχές και σε άλλα θέματα.
* Ο Πλάμεν Τόντσεφ είναι Ερευνητής στο Ινστιτούτο Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων (ΙΔΟΣ).