Ενα βασικό όπλο έχει το τουρκικό καθεστώς για να προασπίσει και να διατηρήσει την εξουσία του. Να “μπολιάζει” την τουρκική κοινωνία με τεράστιες δόσεις εθνικιστικού οίστρου. Μια κοινωνία που όσο φτωχοποιείται γίνεται ολοένα πιο επιρρεπής σε αφορμές να της αποπροσανατολίσουν την προσοχή και να την απομακρύνουν από την δύσκολη οικονομική πραγματικότητα.
Σήμερα ένα βαρελι πετρελαίου στην Τουρκία κοστίζει 200% περισσότερο σε σχέση με το 2010, παρά την κατάρρευση της τιμής του μαύρου χρυσού λόγω πανδημίας.
Η τουρκική λίρα διολισθαίνει συνεχώς, βρίσκεται μία ανάσα από τα επίπεδα των 7,5 λιρών/δολάριο αν και πολλοί συνεχίζουν να αναρωτιούνται κατά πόσο η οικονομία της χώρας πραγματικά καταρρέει και γιατί δεν παίρνουν σάρκα και οστά τα διάφορα καταστροφικά σενάρια των αναλυτών.
Η αλήθεια είναι ότι σήμερα η τουρκική οικονομία, έπειτα από χρόνια “τρελής” ανάπτυξης, διανύει μία περίοδο σημαντικών αρνητικών εξελίξεων και η κατάσταση σε καμία περίπτωση δεν είναι βιώσιμη.
Είναι πολλά τα παραδείγματα για να γίνει αυτό αντιληπτό. Δέκα χρόνια πριν, αμέσως μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, η αγορά ενός βαρελιού πετρελαίου τύπου Brent κόστιζε περίπου 100 λίρες. Η τιμή του διαμορφωνόταν στα 74 δολάρια και η ισοτιμία δολαρίου/λίρας ήταν στα 0,70 δολάρια. Σήμερα και παρά τη μεγάλη πτώση του Brent μέσα στο 2020, η τιμή του οποίου στις αρχές του έτους ήταν κοντά στα 70 δολάρια και τώρα στα 40 δολάρια, εντούτοις για ένα βαρέλι πετρέλαιο χρειάζονται 300 τουρκικές λίρες.
Αν μάλιστα δεν είχε ξεσπάσει η πανδημία για να καταρρεύσει τόσο άγρια η τιμή του μαύρου χρυσού και αυτό παρέμενε στο επίπεδο των 70 δολαρίων, όσο ήταν και το 2010, τότε η Τουρκία σήμερα θα δαπανούσε πάνω από 500 λίρες το βαρέλι ή 400% περισσότερα από το 2010. Και αυτό γιατί σήμερα 1 λίρα ανταλλάσσεται προς 13,36 σεντς όταν το 2010 ανταλλάσονταν προς 70 σεντς.
Η εκτίναξη του κόστους των εισαγωγών πετρελαίου έχει αλυσιδωτές αντιδράσεις ενισχύοντας και τις πληθωριστικές πιέσεις.
Η καθημερινότητα
Στην τρέχουσα δεκαετία η τουρκική λίρα έχει χάσει το 80% της αξίας της έναντι του αμερικανικού νομίσματος, ενώ στην παρούσα φάση συνυπάρχουν και άλλοι παράγοντες που δυσκολεύουν τα πράγματα. Αν συνεχιστεί η διεύρυνση του εμπορικού ελλείμματος, η υποτίμηση της τουρκικής λίρας και γενικότερα η έξοδος των ξένων επενδυτών από τη χώρα – την οποία κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει- ο τούρκος πρόεδρος θα ξεμείνει εντελώς από επιλογές και θα κληθεί να δώσει εξηγήσεις στο εσωτερικό της χώρας αφού η επιδείνωση των συνθηκών έχει αρχίσει να επηρεάζει την καθημερινότητα των πολιτών.
Από τις μεγάλες ανατιμήσεις προϊόντων λόγω του υψηλού πληθωρισμού έως τις χρεώσεις που επιβάλλουν οι τουρκικές τράπεζες στις αναλήψεις συναλλάγματος για να σταματήσει η κατρακύλα της λίρας. Επιπλέον, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ βρίσκεται σε σταθερή υποχώρηση από το 2013 και έχει επιστρέψει στο επίπεδο του 2009.
Θα πρέπει, ωστόσο, να γίνει αντιληπτό ότι η τουρκική είναι μία αναδυόμενη οικονομία και όχι ανεπτυγμένη, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Δεν έχει παρελθόν πλούτου και υψηλό κατά κεφαλήν εισόδημα αλλά προέρχεται από μία δεκαετία τρομακτικής ανάπτυξης κατά την οποία αφενός άλλαξε η εικόνα που είχαν οι ξένοι επενδυτές για τη χώρα και αφετέρου δημιουργήθηκε «λίπος» καθώς ενισχύθηκαν σημαντικά τα εισοδήματα.
Η ανάπτυξη ήταν κάτι παραπάνω από εντυπωσιακή. Το τουρκικό ΑΕΠ ενισχύθηκε κατά 8,48% το 2010 και κατά 11,11% το 2011. Ακολούθησε επιβράδυνση στο +4,79% το 2012 και νέο αναπτυξιακό άλμα κατά 8,49% το 2013. Την τριετία 2014- 2016 η τουρκική οικονομία συνέχιζε να καλπάζει με ρυθμό 5,16%, 6% και 3,18% ενώ το 2017 η ανάπτυξη έφτασε στο 7,47%. Ακόμη και το 2018 που στιγματίστηκε από τη συναλλαγματική κρίση – χρονιά κατά την οποία εκφράζονταν παρόμοιες ανησυχίες με σήμερα – το ΑΕΠ της Τουρκίας ενισχύθηκε κατά 2,82% για να γίνουν αισθητές οι συνέπειες της κρίσης την επόμενη χρονιά ολοκληρώνοντας το 2019 με πενιχρό ρυθμό ανάπτυξης +0,87%.
Επικίνδυνο "ποντάρισμα" για επενδυτές
Τα οφέλη από τον καλπασμό των προηγούμενων ετών κινδυνεύουν να χαθούν καθώς ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έχει πάρει πάνω του την οικονομική πολιτική και πιστεύει ότι οι δυνατότητες της οικονομίας της χώρας είναι τέτοιες, ώστε η ανάκαμψη θα προλάβει την κρίση. Μόνο που η Τουρκία βρίσκεται ήδη σε κρίση και τα μεγάλα προβλήματα θα φανούν όταν η φυγή των επενδυτών γίνει ακόμη πιο μαζική.
Την ίδια ώρα, το χρέος της Τουρκίας είναι χαμηλό ως ποσοστό του ΑΕΠ που σε άλλη περίπτωση θα σήμαινε ότι η οικονομία είναι ισχυρή. Όμως η βασική ανησυχία των επενδυτών είναι ότι η τουρκική οικονομία σήμερα δεν αποτελεί ένα ασφαλές μέρος να τοποθετήσει κάποιος τα λεφτά του για πολλά χρόνια. Το νόμισμα υποτιμάται, το εμπορικό έλλειμμα μεγαλώνει, η κεντρική τράπεζα ξεμένει από συναλλαγματικά αποθέματα, η οικονομία συνεχίζει να εξαρτάται κατά κύριο λόγο από τις κατασκευές για να αναπτυχθεί και ο ιδιωτικός τομέας έχει στην πλάτη του μεγάλα δανειακά ανοίγματα σε ξένο νόμισμα που σημαίνει ότι όσο πέφτει η λίρα, τα χρέη καθημερινά θα αυξάνονται.
Αν σε όλα αυτά προσθέσουμε και την ακραία αβεβαιότητα που προκαλεί η επιθετική ρητορική του Ερντογάν σε διπλωματικό επίπεδο, τότε εύλογα η Τουρκία σήμερα θεωρείται ένα εξαιρετικά επικίνδυνο «ποντάρισμα» για τους επενδυτές.