Μετά την ιστορική έκδοση του 10ετούς ομολόγου στις αρχές Φεβρουαρίου, με την οποία το ελληνικό δημόσιο πέτυχε το χαμηλότερο επιτόκιο που έχει δανειστεί ποτέ, η Ελλάδα… ξεθαρρεύει – αξιοποιεί τη συγκυρία για την ακρίβεια - και βγαίνει στις αγορές αυτή τη φορά με τίτλο διάρκειας 30 ετών. Η τελευταία φορά που η χώρα μας… αποπειράθηκε να εκδώσει χρέος διάρκειας 30 ετών ήταν πριν 16 ολόκληρα χρόνια. Το αποτέλεσμα της σημερινής δημοπρασίας θα αντικατοπτρίσει την αντίληψη που επικρατεί σήμερα στην επενδυτική κοινότητα για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.
Αναμφίβολα μεγάλο ρόλο στο χαμηλό, όπως αναμένεται, επιτόκιο παίζει η συμμετοχή της Ελλάδας στο QE Πανδημίας. Το πρόγραμμα θα διαρκέσει τουλάχιστον έως τον Μάρτιο του 2022, ενώ η ΕΚΤ θα συνεχίσει να επανεπενδύει τα έσοδα από τα ομόλογα που λήγουν για ακόμη δύο χρόνια. Αυτό σημαίνει ότι μεσοπρόθεσμα δεν υπάρχουν σύννεφα στον ορίζοντα για τους ελληνικούς τίτλους και γι’ αυτό το επενδυτικό ενδιαφέρον εκτιμάται πως θα είναι και πάλι εντυπωσιακό.
Ένας ακόμη παράγοντας που διασφαλίζει στην ουσία την επιτυχία της έκδοσης είναι η δίψα των επενδυτών για αποδόσεις. Μπορεί το τελευταίο διάστημα να παρατηρείται μία ανοδική τάση στις αγορές ομολόγων, ωστόσο το επιτόκιο που θα προσφέρει το ελληνικό 30ετές είναι μεν χαμηλό αλλά παράλληλα είναι το υψηλότερο που μπορεί να βρουν οι επενδυτές σήμερα στην Ευρωζώνη. Πολύ κοντά ακολουθεί το επιτόκιο των ιταλικών τίτλων ενώ όλα τα άλλα ομόλογα δίνουν σχεδόν μηδενική απόδοση.
Επομένως είναι μία πολύ μεγάλη ευκαιρία θεσμικοί επενδυτές να προσθέσουν στα χαρτοφυλάκιά τους τίτλους με… δυσεύρετες αποδόσεις και μάλιστα κάτω από την ομπρέλα της ΕΚΤ, κάτι που δεν υπάρχει πουθενά αλλού.
Παρ’ όλα αυτά, αν η ελληνική οικονομία δεν είχε προοπτικές, κανένας θεσμικός επενδυτής δεν θα έμπαινε στον κόπο να αγοράσει ομόλογα των οποίων η τιμή τα επόμενα χρόνια θα καταρρεύσει με αποτέλεσμα να αναγκαστεί να γράψει σοβαρές ζημιές. Οι συνεχιζόμενες μεταρρυθμίσεις σε συνδυασμό με τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης βελτιώνουν κατά πολύ την εικόνα της ελληνικής οικονομίας.
Έτσι η έκδοση του 30ετούς θα μπορούσε να σηματοδοτήσει την οριστική απεμπλοκή της ελληνικής οικονομίας από τα… πέτρινα χρόνια των μνημονίων. Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί πριν από 3-4 χρόνια τη χώρα μας να δανείζεται για 30 χρόνια με 1,8%-2%. Αρκεί να πούμε ότι η απόδοση των 6μηνων εντόκων που σήμερα είναι αρνητική στο -0,2%, το καλοκαίρι του 2017 ήταν στο 2,4%.
Το μεγαλύτερο σε διάρκεια ελληνικό κρατικό ομόλογο που υπάρχει αυτή τη στιγμή στην αγορά είναι το 25ετές που εκδόθηκε τον Δεκέμβριο του 2017 και φέρει κουπόνι 4,2%. Είναι ξεκάθαρο λοιπόν ότι αν σήμερα το ελληνικό δημόσιο δανειστεί έως το 2052 με επιτόκιο χαμηλότερο του 2% έχει καταφέρει μία σημαντική μείωση στο κόστος δανεισμού.
Ιδιαίτερη σημασία θα έχει και το μείγμα των επενδυτών που θα συμμετάσχουν στη δημοπρασία. Η παρουσία θεσμικών επενδυτών ενισχύει το κύρος των ομολόγων και επιταχύνει τη σταδιακή επανένταξη των ελληνικών τίτλων στα ραντάρ μεγάλων συνταξιοδοτικών ταμείων και παράλληλα ανοίγει το δρόμο για επιτυχημένες εκδόσεις εταιρικών ομολόγων.
Όποιος θεσμικός επενδυτής συμμετάσχει στην έκδοση του 30ετούς ομολόγου που πραγματοποιεί ο ΟΔΔΗΧ δεσμεύει τα χρήματά του στην ελληνική οικονομία έως το 2052. Υπάρχουν βέβαια και οι επενδυτές που βλέπουν πιο μεσοπρόθεσμα τα ελληνικά ομόλογα και τα αγοράζουν πιστεύοντας ότι η τιμή τους θα αυξηθεί (επομένως θα μειωθεί περαιτέρω η απόδοση) κι έτσι θα μπορέσουν να κερδίσουν από την πώλησή τους στο μέλλον. Σε κάθε περίπτωση πρόκειται για μία ακόμη εξέλιξη που συμβάλλει στην αποκατάσταση των σχέσεων ελληνικού δημοσίου-αγορών.