Αφρικανική σκόνη στην ελληνική οικονομία
Shutterstock
Shutterstock

Αφρικανική σκόνη στην ελληνική οικονομία

Δεν είναι μόνο η αφρικανική σκόνη που θολώνει την ατμόσφαιρα στη χώρα μας. Είναι και μια σειρά από οικονομικά γεγονότα και οικονομικές εκτιμήσεις, οι οποίες σηκώνουν ένα νέφος αβεβαιότητας.

Το επενδυτικό κλίμα επιβαρύνεται με τις ανακοινώσεις για την αποχώρηση της πορτογαλικής εταιρείας BA Glass  / ΒΑ Υαλουργία Ελλάδας που είχε εξαγοράσει τη γνωστή υαλουργία Γιούλα, καθώς και της αμερικανικής χαρτοβιομηχανίας Sonoco Alcore, για διαφορετικούς λόγους η κάθε μια. 

Ο κλάδος της υαλουργίας είχε υποστεί ισχυρό πλήγμα σε παγκόσμιο επίπεδο από την πανδημία, καθώς μεγάλο μέρος του τζίρου του προέρχεται από τις πωλήσεις σε εταιρείες του κλάδου των ποτών, που λόγω των περιορισμών στη λειτουργία της εστίασης, είχαν καταγράψει μεγάλη μείωση των πωλήσεων τους.

Σύμφωνα με την εταιρεία, η αγορά της υαλουργίας συνεχίζει να παρουσιάζει αισθητή μείωση της ζήτησης, οδηγώντας σε αντίστοιχη μείωση των πωλήσεων. Η κατάσταση επιδεινώθηκε περαιτέρω από τη σημαντική αύξηση των αποθεμάτων που δημιουργήθηκαν, προκαλώντας την ανάγκη διακοπής ορισμένων γραμμών παραγωγής.

Παρά τις προσπάθειες προσαρμογής σε αυτές τις προκλήσεις, η επίμονη έλλειψη ζήτησης σε συνδυασμό με το συνεχώς αυξανόμενο κόστος αποθήκευσης και την περιορισμένη διαθεσιμότητα αποθηκευτικού χώρου οδήγησαν δυστυχώς στην απόφαση της παύσης της παραγωγικής διαδικασίας στο εργοστάσιο της εταιρείας. 

Όσον αφορά στην χαρτοβιομηχανία Sonoco Alcore, η διακοπή της λειτουργίας και των δυο εργοστασίων, στο Κιλκίς όπου η εταιρεία παρήγαγε χαρτί από ανακύκλωση και στη Σίνδο όπου παρήγαγε χάρτινους κορμούς συσκευασίας, οφείλεται στο αυξημένο ενεργειακό κόστος. Η αμερικανική εταιρεία παρ’ όλο που κατασκεύασε μονάδα αυτοπαραγωγής επενδύοντας 3 εκατομμύρια ευρώ δεν μπόρεσε να τη θέσει σε λειτουργία αφού ο ΔΕΔΔΗΕ απέτυχε να την εντάξει στο δίκτυο λόγω έλλειψης ενεργειακού χώρου.

Όσον αφορά στην Avramar που είναι η κορυφαία εταιρεία ιχθυοκαλλιεργειών στην Ελλάδα, της προσφέρθηκε μια επιπλέον ανάσα υπό τη μορφή δανείου ύψους 20 εκατ. ευρώ, από τις πιστώτριες τράπεζες στις οποίες οφείλει ήδη περισσότερα από 340 εκατ. ευρώ. Είναι προφανές ότι το δάνειο αυτό, προσφέρει τον απαραίτητο χρόνο για να ωριμάσουν οι συζητήσεις για την εξαγορά της επιχείρησης, για την οποία σύμφωνα με δημοσιεύματα, έχει εμφανιστεί αγοραστικό ενδιαφέρον, τόσο από το εξωτερικό όσο και από το εσωτερικό. Σε διαφορετική περίπτωση θα έχουν ένα ακόμα δράμα. Ερωτηματικό παραμένει το τι θα συμβεί με τα 340 εκατ. ευρώ, ακόμα και σε περίπτωση εξαγοράς της εταιρείας.

Αγωνία υπάρχει σχετικά με το μέλλον του οικοσυστήματος των servicers των κόκκινων δανείων. Αφού από τους 23  servicers που δραστηριοποιούνται σήμερα στην Ελλάδα, είναι σχεδόν σίγουρο ότι ορισμένοι δεν θα συνεχίσουν να λειτουργούν.

H δημοσίευση της έκθεσης της ομάδας του Καθηγητή Παναγιώτη Πετράκη σχετικά με τις εκτιμήσεις ξένων οίκων για τον ρυθμό μεταβολής του ΑΕΠ της ελληνικής οικονομίας για το 2024 και το 2025, επίσης προβληματίζει. Σύμφωνα με τους πίνακες της δημοσίευσης, οι οίκοι αξιολόγησης παραμένουν θετικοί σε αντίθεση με επενδυτικές εταιρείες και τράπεζες, που χαμηλώνουν τις προσδοκίες τους.

Έτσι, η Moody’s αναμένει ανάπτυξη της τάξης του 2,4% για το 2024 και 2,5% για το 2025, η Fitch 2,4% και 2,3%, και η Scope 2,2% και 2,3%. Αντίθετα η Allianz αναμένει αύξηση της τάξης του 1,0% για το 2024 και 1,5% για το 2025, η Credit Agricole 1,9% και 2,0%, η DZ Bank 1,5% kai 2,1%, η HSBC 1,5% και 1,7%, η UBS 2,5% και 3,0% και η UniCredit 1,3% και 1,7%.

Είναι σπάνιες οι φορές που οι οίκοι αξιολόγησης είναι πιο θετικοί από τους επενδυτές. Συνήθως συμβαίνει το αντίθετο. Ωστόσο, σήμερα μπροστά μας ξετυλίγεται αυτό το παράδοξο φαινόμενο.

Και όπως αντιλαμβανόμαστε, η εκτίμηση ότι θα υπάρξει μείωση των ρυθμών ανάπτυξης της οικονομίας προβληματίζει τη ραχοκοκαλιά της πραγματικής οικονομίας που είναι το τραπεζικό σύστημα. Διότι όταν θα σταματήσει η εισροή των πόρων από τα ευρωπαϊκά ταμεία και η κεκτημένη επιχειρηματική πορεία από την αύξηση των κερδών θα εμφανιστεί η ανάγκη για την κεφαλαιακή ενίσχυση των τραπεζών.

Και εδώ συναντάται το μεγάλο ζήτημα της αναβαλλόμενης φορολογίας η οποία σαν μέγεθος υπερβαίνει τα 13 δισ. ευρώ, καθώς και το ζήτημα του σχετικά υψηλού κόστους δανεισμού των τραπεζών μέσω των ομολογιών που εκδίδουν. Διότι ναι μεν τα επιτόκια των ομολογιών ύψους 400 εκατ. ευρώ Μειωμένης Εξασφάλισης (Tier 2), έχουν αποκλιμακωθεί αισθητά, ωστόσο παραμένουν πάνω από το 5%. Οπότε, στον τραπεζικό κλάδο στον οποίο εμπλέκεται και το Δημόσιο, λόγω της αναβαλλόμενης φορολογίας και του προγράμματος «Ηρακλής» ύψους 19 δισ., η αγορά αναμένει εξελίξεις.

Έχουμε επιτύχει πολλά. Ωστόσο, η ανάπτυξη δεν είναι δεδομένη. Εξαρτάται και από εξωγενείς παράγοντες. Όσον αφορά στο εσωτερικό της χώρας, οι πολιτικές δυνάμεις αν εξαιρέσουμε την κυβέρνηση, ασχολούνται με αλλότρια, προτάσσοντας ως προτεραιότητα την κατάκτηση της δεύτερης θέσης στης ευρωεκλογές. Η οικονομία είναι το Α και το Ω για τη βιώσιμη ανάπτυξη και το μέλλον της χώρας. Και σε αυτό δυστυχώς, ελάχιστοι ομονοούν.