Την άποψη ότι ο κορονοϊός είναι παγκόσμια απειλή για τον τουρισμό και τουλάχιστον σ' αυτή τη φάση είναι νωρίς να μετράμε επιπτώσεις που θα έχει στην Ελλάδα εξέφρασε χθες ο πρόεδρος του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδος Αλέξανδρος Βασιλικός, μιλώντας χθες κατά την παρουσίαση της έρευνας «Εξελίξεις και βασικά μεγέθη της ελληνικής ξενοδοχίας 2019» στους δημοσιογράφους.
«Είναι παγκόσμιο θέμα, παγκόσμια απειλή και έτσι πρέπει να μας απασχολήσει. Σ' αυτή τη φάση πρέπει να επικεντρωθούμε στην έρευνα και στην πρόληψη. Είναι νωρίς ακόμη για να πούμε αν η Ελλάδα θα έχει ζημιά ή οφέλη». Από εκεί και πέρα, ο κ. Βασιλικός παραδέχτηκε ότι όταν κάποιο μέρος ή κάποιο νησί ή ξενοδοχείο έχει μεγάλη συνεργασία με Κινέζους, τότε είναι σαφές ότι – μεμονωμένα – το πλήγμα θα είναι σημαντικότερο συγκριτικά με τη μεγάλη εικόνα.
Αναφορικά με τα ευρήματα της έρευνας που έδειξαν ότι ο κλάδος είναι ισχυρός βραχίονας επενδυτικής ανάπτυξης και κύριος εργοδότης για την ελληνική οικονομία, έχοντας επενδύσει την τελευταία τριετία περίπου 3 δισ. ευρώ, ο κ. Βασιλικός τόνισε πως «προσωπικά δεν ξέρω άλλο κλάδο που να έχει επενδύσει 1 δισ. ευρώ κάθε χρόνο την τελευταία τριετία.
Μιλάμε για επενδύσεις σε ανακαινίσεις, βελτιώσεις, επεκτάσεις και συντηρήσεις και όχι για εξαγορές», επισήμανε ο κ. Βασιλικός, συμπληρώνοντας ότι αυτές γίνονται όχι λόγω έκτακτων συγκυριών όπως Ολυμπιακοί Αγώνες ή κάτι μεγάλο και κοσμογονικό, αλλά σε... κανονική ροή, κάτι που προσδίδει ακόμη μεγαλύτερη σημασία και αξία σε αυτές.
Επενδύσεις 3 δισ. ευρώ την τριετία
Όπως έδειξε η έρευνα λοιπόν την διενήργησε το Ινστιτούτο Τουριστικών Ερευνών και Προβλέψεων (ΙΤΕΠ) για λογαριασμό του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου της Ελλάδας, την περίοδο 2017-2019 τα ελληνικά ξενοδοχεία δαπάνησαν μόνο για ανακαινίσεις το ποσό των 2,9 δισ. ευρώ, καταγράφοντας μια σταθερή επένδυση περίπου 1 δισ. ευρώ ανά έτος από τον κλάδο.
Σύμφωνα με το ΙΤΕΠ η εποχικότητα του ελληνικού τουρισμού όχι μόνο δεν μειώθηκε το 2019, αλλά εξακολουθεί και παραμένει υψηλή, όπως αποτυπώνεται στις διανυκτερεύσεις σε ξενοδοχειακά καταλύματα. Μάλιστα το 4μηνο Ιουνίου – Σεπτεμβρίου 2019 έφτασε το 71% του ετήσιου συνόλου, έναντι 68% που ήταν την αντίστοιχη περίοδο του 2018, παρουσιάζοντας ακόμη μεγαλύτερη συγκέντρωση.
Ταυτόχρονα οι αεροπορικές αφίξεις αλλοδαπών τουριστών το 2019 παρουσίασαν αύξηση 2,1%, κάτι που όμως οφείλεται στο μεγάλο momentum των αφίξεων της Αθήνας, δεδομένου ότι αν αφαιρεθούν αυτές, τότε οι αφίξεις (μόνο) στα περιφερειακά αεροδρόμια μειώθηκαν κατά 1,7%.
Παράλληλα το 2019, οι νησιωτικές περιφέρειες της χώρας (εκτός από το Βόρειο Αιγαίο), μαζί με την Αττική και την Κεντρική Μακεδονία, συγκέντρωσαν το 77% των επισκέψεων, το 84% των διανυκτερεύσεων και το 88% τουριστικών εισπράξεων. Ακολούθως το ΙΤΕΠ στην έρευνα του μεταξύ άλλων διαπιστώνει:
- Η μέση πληρότητα των ξενοδοχείων το Μάιο σε επίπεδο χώρας φαίνεται ότι την τελευταία διετία διαμορφώνεται στο 57%-58% και τον Αύγουστο 86%-87%, γεγονός που αντανακλά την έντονη εποχικότητα που εξακολουθεί να παραμένει ένα έντονο ενδημικό πρόβλημα του ελληνικού τουρισμού.
- Αναφορικά με την τιμή, το 50% των ξενοδοχείων το Μάιο διαθέτει τα δωμάτιά του κάτω από 60 ευρώ (κατά μέσο όρο), ενώ τον Αύγουστο κάτω από 100 ευρώ.
- Η απασχόληση στα ελληνικά ξενοδοχεία αυξήθηκε κατά 4,2% το Μάιο και κατά 1,3% τον Αύγουστο του 2019 σε σχέση με τους αντίστοιχους μήνες του 2018.
- Επίσης, η έρευνα έδειξε ότι για κάθε 2,5 νέα δωμάτια, δημιουργείται μία καινούρια θέση εργασίας, εξέλιξη εξαιρετικά σημαντική για μια χώρα με την ανεργία της Ελλάδας.
- Το 2019, συνολικά από τα ξενοδοχεία αναζητήθηκαν 21.821 νέες θέσεις εργασίας εκ των οποίων δεν καλύφθηκαν περίπου οι 7.000 θέσεις. Πρόκειται για μια σοβαρή εξέλιξη, καθώς τονίστηκε από όλο το πάνελ η αδυναμία εξεύρεσης ικανού και διαθέσιμου προσωπικού για την κάλυψη – εξειδικευμένων και μη – θέσεων σ' όλη την αλυσίδα του τουριστικού και ξενοδοχειακού κλάδου.
Όπως επισήμανε ο καθηγητής Γεώργιος Πετράκος που παρουσίασε την έρευνα του ΙΤΕΠ, «η αδυναμία εξεύρεσης ικανού και διαθέσιμου προσωπικού όχι μόνο στον ξενοδοχειακό κλάδος αλλά και σε άλλους κλάδους, είναι ένα μεγάλο πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας. Πρέπει να συνδεθούν τα πανεπιστήμια με την αγορά εργασίας και να γίνει ένα μακροπρόθεσμο και οργανωμένο πλάνο προσαρμογής των σχολών πάνω στις νέες ανάγκες των καιρών».