Οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου την προηγούμενη Τρίτη πέρασαν στα «ψιλά γράμματα» των ειδήσεων, δεδομένου ότι αφορούν αλλαγές που θα ξεκινήσουν σταδιακά από την επόμενη χρονιά. Όμως οι αγορές πολλές φορές συμπεριφέρονται ως προεξοφλητικοί μηχανισμοί. Ως εκ τούτου, οφείλουμε να δίνουμε σήμερα τη βαρύτητα που πρέπει για αυτό που θα συμβεί αύριο.
Οι μεταρρυθμίσεις που ενέκρινε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο όσον αφορά τη μεταρρύθμιση του Συστήματος Εμπορίας Ρύπων της Ευρωπαϊκής Ένωσης -EU ETS- μόνο σαρωτικές μπορούν να χαρακτηριστούν.
Στόχος των μεταρρυθμίσεων αυτών είναι μέσω της εκτίναξης του κόστους ρύπανσης να κινητοποιηθούν όλες οι οικονομικές μονάδες ταχύτερα προς μια αποτελεσματική μετάβαση σε μια οικονομία μηδενικών ρύπων.
Εν ολίγοις, όσοι ρυπαίνουν στην Ευρώπη εφεξής θα το πληρώνουν πανάκριβα και επομένως θα πρέπει να κινηθούν με ταχύτητα προς πράσινες μεθόδους παραγωγής.
Το τίμημα φυσικά θα είναι η εκτόξευση του κόστους παραγωγής και μεταφορών για τα αμέσως επόμενα χρόνια, εξέλιξη που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και «κόντρα ρόλος» στις προσπάθειες των Κεντρικών Τραπεζών για τη μείωση των πληθωριστικών πιέσεων.
Τι θα συμβεί
Το σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής διοξειδίου του άνθρακα της ΕΕ είναι μία από τις βασικές πολιτικές για τον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής και αποτελεί την πρώτη αγορά ανθρακούχων εκπομπών παγκοσμίως. Βάση του συστήματος αυτού οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις οφείλουν να αποκτούν δικαιώματα εκπομπής προκειμένου να καλύπτουν τις εκπομπές τους CO2. Κατά κανόνα, τα δικαιώματα αυτά αγοράζονται σε πλειστηριασμούς, ένα ποσοστό τους όμως μέχρι σήμερα κατανέμεται δωρεάν.
Μια από τις μεγαλύτερες αλλαγές είναι ότι θα περικοπεί η παροχή αδειών εκπομπής ρύπων ταχύτερα από ότι είχε αρχικά σχεδιαστεί. Εως το 2034 μάλιστα θα έχουν καταργηθεί πλήρως οι δωρεάν άδειες για ρύπους στα εργοστάσια, ενώ από το 2024 και μετά οι άδειες ρύπων θα αφορούν και τον ναυτιλιακό κλάδο.
Η ψηφοφορία της περασμένης Τρίτης ολοκλήρωσε επίσης σχεδόν δύο χρόνια διαπραγματεύσεων για τον φόρο άνθρακα των εισαγωγών. Πρόκειται για το πρώτο σχέδιο στον κόσμο για σταδιακή επιβολή τέλους άνθρακα στις εισαγωγές αγαθών υψηλής περιεκτικότητας άνθρακα.
Τουτέστιν οι εισαγωγές χάλυβα, τσιμέντου, αλουμινίου, λιπασμάτων, ηλεκτρισμού και υδρογόνου θα επιβαρύνονται με τέλος άνθρακα στα σύνορα.
Ακριβότερες οι εισαγωγές
Ενώ το υφιστάμενο σύστημα εμπορίας εκπομπών της ΕΕ -ETS- καλύπτει χώρες της ΕΕ, ο μηχανισμός με το όνομα «φόρος άνθρακα στα σύνορα»- CBAM- θα ισχύει για προϊόντα που παράγονται εκτός της ΕΕ.
Δημιουργήθηκε για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της λεγόμενης «διαρροής άνθρακα». Δηλαδή, την κατάσταση όπου οι εταιρείες μεταφέρουν την παραγωγή αγαθών σε χώρες με λιγότερο αυστηρούς περιβαλλοντικούς κανονισμούς, προκειμένου να εξοικονομήσουν κόστος που σχετίζεται με την τιμολόγηση του άνθρακα.
Ο φόρος άνθρακα θα επιβληθεί στις εισαγωγές σιδήρου, χάλυβα, τσιμέντου, αλουμινίου, λιπασμάτων, ηλεκτρικής ενέργειας και υδρογόνου.
Στην πράξη, ο εισαγωγέας θα πρέπει να δηλώνει τις εκπομπές που συνδέονται με την παραγωγική διαδικασία του προϊόντος που εισάγει και, εάν αυτές υπερβαίνουν το ευρωπαϊκό πρότυπο, να αποκτήσει «πιστοποιητικό εκπομπών» στην τιμή του CO2 στην ΕΕ.
Εάν υπάρχει αγορά άνθρακα στη χώρα εξαγωγής, θα πληρώνει μόνο τη διαφορά τιμής μεταξύ της τιμής του άνθρακα που καταβάλλεται στη χώρα παραγωγής και της τιμής των δικαιωμάτων άνθρακα στο ευρωπαϊκό χρηματιστήριο ρύπων (EU ETS).
Το Συμβούλιο συμφώνησε ότι θα χρειαστεί μια τουλάχιστον τριετής μεταβατική περίοδος για την εφαρμογή του φόρου άνθρακα στα σύνορα. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο CBAM θα εφαρμόζεται μόνο στο ποσοστό των εκπομπών που δεν επωφελούνται από δωρεάν δικαιώματα βάσει του EU ETS, προκειμένου να τηρούνται πλήρως οι κανόνες του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου. (σ.σ:Τα δωρεάν δικαιώματα για τους τομείς που καλύπτονται από το EU ETS θα αρχίσουν να καταργούνται σταδιακά από το 2026 έως το 2034).
Ο συγκεκριμένος φόρος έχει προκαλέσει έντονες αντιδράσεις από την ευρωπαϊκή βιομηχανία, καθώς συνδυάζεται με σταδιακή εξάλειψη των δωρεάν δικαιωμάτων ρύπων, ενώ αυξάνει το κόστος των εισαγωγών πρώτων υλών και άλλων προϊόντων, γεγονός που θα επιδράσει αρνητικά στην ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων και θα αυξήσει το κόστος για τους τελικούς καταναλωτές.
Από την άλλη, η ΕΕ επιδιώκει σαφέστατα τη μετακίνηση ακόμα περισσότερων επιχειρήσεων, εντός και εκτός ΕΕ, προς ένα πιο βιώσιμο μοντέλο λειτουργίας, ακόμα και αν αυτό συνεπάγεται υψηλότερα κόστη για τις επιχειρήσεις και νομοτελειακά για τους καταναλωτές.
Οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις λοιπόν δεν έχουν άλλη επιλογή από το να φροντίσουν εως το 2026 να γνωρίσουν καλύτερα τους προμηθευτές τους όσον αφορά τις εκπομπές άνθρακα. Βλέπετε, οι εκπομπές ενός προϊόντος μπορεί να διαφέρουν πολύ μεταξύ διαφορετικών χωρών και εγκαταστάσεων παραγωγής. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να υπάρχει η επίγνωση αυτών των διαφορών, προκειμένου να μην υπάρχουν εκπλήξεις με την εφαρμογή του CBAM.
Θα πρέπει λοιπόν ήδη από φέτος κάθε εισαγωγέας να ξεκινήσει τη συλλογή δεδομένων εκπομπών παραγωγής, ώστε να κατανοήσει καταρχάς πώς το CBAM θα μπορούσε να επηρεάσει τα κέρδη και τις ζημιές.
Έτσι θα έχει τον χρόνο να προσδιορίσει προμηθευτές χαμηλών εκπομπών άνθρακα και να εξασφαλίσει όσο είναι νωρίς πολυετείς συμβάσεις προμηθειών.
Ξεκινώντας από τώρα την παραπάνω διερεύνηση, θα έχει τη δυνατότητα να εντοπίσει ποιός από τους προμηθευτές του δεν παρακολουθεί ακόμη το αποτύπωμά του άνθρακα και ή να τον αντικαταστήσει ή να τον ενθαρρύνει να αρχίσει να μετράει την παραγωγή και τις έμμεσες εκπομπές -χρήση ηλεκτρικής ενέργειας- ώστε να μπορεί να παρέχει πραγματικά πρωτογενή δεδομένα από το 2026 και μετά.
Ακόμα και αν φαντάζουν υπερβολικά τα παραπάνω αντανακλαστικά, θα πρέπει να κατανοήσουμε ότι ακόμα και αν δεν θα υπάρξει οικονομική προσαρμογή μέχρι το τέλος της μεταβατικής περιόδου -πιθανόν το 2027- για τις ενσωματωμένες εκπομπές των εισαγωγών, όσο πιο ακριβή δεδομένα θα συλλέξει η Επιτροπή τα χρόνια αυτά, τόσο πιο δίκαιες θα είναι οι προεπιλεγμένες τιμές τους.
Ο ρυπαίνων πληρώνει και στα οδικά δίκτυα
Από το 2027 ή το 2028, ανάλογα με τις τιμές των καυσίμων, θα ξεκινήσει η εφαρμογή ξεχωριστού συστήματος εμπορίας ρύπων CΟ2 -ETS II- για τα κτίρια και τις οδικές μεταφορές, γεγονός που θα επιφέρει πρόσθετες χρεώσεις στις τιμές των καύσιμων για θέρμανση και κίνηση
Ο ρυπαίνων θα πληρώνει λοιπόν και στα νοικοκυριά, καθώς ο φόρος θα αφορά τις εκπομπές άνθρακα τόσο από τη χρήση πετρελαίου θέρμανσης, όσο και από τα καύσιμα που χρησιμοποιούνται στα αυτοκίνητα.
Αν και σε διεθνή μέσα έχουν γίνει αναφορές για έναν φόρο πέριξ των 45 ευρώ ανά τόνο άνθρακα για θέρμανση και καύσιμα σε κάθε νοικοκυριό, εντούτοις ο ακριβής τρόπος με τον οποίο θα εφαρμοστεί το νέο μέτρο θα ξεκαθαρίσει το επόμενο διάστημα και καλό είναι να μην φέρνουμε την καταστροφή, προτού η ΕΕ δώσει τον πλήρη οδικό χάρτη εφαρμογής του μέτρου, ο οποίος θέλουμε να πιστεύουμε ότι θα περιλαμβάνει συνισταμένες προστασίας των νοικοκυριών με χαμηλά εισοδήματα.
Λογικά πάντως, οι κάτοχοι αυτοκινήτων παλιάς τεχνολογίας που αναπόφευκτα έχουν υψηλότερη κατανάλωση και μεγαλύτερες εκπομπές ρύπων, θα είναι αυτοί που θα επηρεαστούν περισσότερο.
Ακριβότερα αεροπορικά ταξίδια και οι μεταφορές
Όσοι ταξιδεύουν συχνά θα έχουν παρατηρήσει ότι οι πτήσεις είναι αισθητά ακριβότερες σε σχέση με πέρυσι. Για πολλούς πρόκειται απλώς για μια προσωρινή διαταραχή λόγω των πρόσφατων ανατιμήσεων στα καύσιμα λόγω των ευρωπαϊκών κυρώσεων προς τη Ρωσία και τα προβλήματα ανεφοδιασμού..
Τα πράγματα όμως είναι πιο σύνθετα. Οι αεροπορικές εταιρείες αντιμετωπίζουν πλέον ένα πολύ πιο αυστηρό πλαίσιο συμμόρφωσης με τους νέους κλιματικούς όρους. Ειδικά στην ΕΕ,
οι αεροπορικές εταιρείες πρέπει να έχουν αρκετά δικαιώματα εκπομπών για να καλύπτουν κάθε μετρικό τόνο διοξειδίου του άνθρακα ο οποίος απελευθερώνεται στην ατμόσφαιρα σε πτήσεις που ξεκινούν και τελειώνουν στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο –τουτέστιν τις 27 χώρες της ΕΕ και την Ισλανδία, τη Νορβηγία, το Λιχτενστάιν, το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ελβετία.
Αυτή τη στιγμή, τα μισά από αυτά τα δικαιώματα είναι δωρεάν. Το 2024 όμως θα περιοριστούν κατά 25%, το 2025 κατά 50%, με στόχο να καταργηθούν το 2026. Αυτό το χρονοδιάγραμμα ουσιαστικά θα διπλασιάσει το κόστος των ρύπων μέσα σε μόλις τρία χρόνια.
Επιπλέον, πρέπει να λάβουμε υπόψιν μας ότι η τιμή μονάδας των εκπομπών ρύπων έχει εκτοξευθεί το τελευταίο διάστημα, ξεπερνώντας για πρώτη φορά στα τέλη Φεβρουαρίου τα 100 ευρώ .
Σε πρόσφατο ρεπορτάζ το Reuters ανέδειξε την έκθεση του Alex Irving, αναλυτή ευρωπαϊκών μεταφορών στη Bernstein, σύμφωνα με την οποία το κόστος από αυτές τις αλλαγές για τις ευρωπαϊκές αεροπορικές εταιρείες ανέρχεται σε περίπου 5 δις ευρώ για το 2027.
Στο σημείο αυτό όμως αξίζει να σημειώσουμε ότι μια μικρότερη ποσότητα δωρεάν αδειών διοξειδίου του άνθρακα, πέριξ των 20 εκατομμυρίων, θα διατεθεί από το 2024-2030 σε αεροπορικές εταιρείες που χρησιμοποιούν βιώσιμα αεροπορικά καύσιμα –SAF- για να αντισταθμίσουν εν μέρει τη διαφορά τιμής μεταξύ των SAF και της πολύ φθηνότερης κηροζίνης ορυκτών καυσίμων.
Παρά ταύτα, ο κλάδος εκφράζει ήδη την αντίθεση του με τις παραπάνω προθεσμίες, υποστηρίζοντας ότι θα εκτοξευθεί το κόστος των αερομεταφορών, καθότι μεγάλο μέρος των πολλών υποσχόμενων τεχνολογιών που αναμένεται να χρησιμοποιήσει ο κλάδος προκειμένου να απαλλαχθεί από τους ρύπους, όπως τα ηλεκτροκίνητα αεροσκάφη ή τα αεροσκάφη με καύσιμα υδρογόνου, δεν είναι ακόμη έτοιμες προς μαζική εφαρμογή.
Επιπλέον, σύμφωνα με το Destination 2050, το βασικό σχέδιο του κλάδου στην Ευρώπη για μείωση των εκπομπών είναι η επένδυση σε μελλοντικά αεροσκάφη και υποδομές, χρησιμοποιώντας εναλλακτικά καύσιμα, αλλά και τεχνολογίες αφαίρεσης ρύπων άνθρακα.
Όμως και πάλι, οι τεχνολογίες αυτές δεν είναι ακόμα πλήρως έτοιμες.
Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση από τις ερευνητικές ομάδες SEO Amsterdam Economics και Royal Netherlands Aerospace Centre, το κόστος του καθαρού μηδενισμού εκπομπών ρύπων έως το 2050 ανέρχεται στο ποσό των 820 δις ευρώ.
Προφανώς ο κλάδος δε είναι σε θέση να απορροφήσει αυτό το κόστος. Μόνον οι αλλαγές στο EU ETS θα μειώσουν τα λειτουργικά κέρδη μεγαλύτερων αεροπορικών εταιρειών χαμηλού κόστους όπως η Ryanair, η EasyJet κ.α κατά περίπου 77%.
Τι σημαίνει αυτό; Αισθητά υψηλότερες τιμές εισιτηρίων.
Θα μπορέσουν οι καταναλωτές να ανταποκριθούν στις αυξανόμενες τιμές; Ή θα στραφούν σε άλλους τρόπους μετακίνησης, όπως είναι τα τρένα για παράδειγμα;
Από μια οπτική γωνία, η καταστροφή της ζήτησης για αεροπορικά ταξίδια ίσως είναι ο ευκολότερος και ίσως ο πιο ρεαλιστικός τρόπος για τον κλάδο για να μειώσει τις εκπομπές ρύπων.
Για όσους απορούν ενδεχομένως με τη χρήση της λέξης «ρεαλιστικός», να αναφέρουμε ότι σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα στο Ηνωμένο Βασίλειο που ανέδειξε το Reuters, η κάλυψη της υπάρχουσας αεροπορικής ζήτησης του Ηνωμένου Βασιλείου με βιοκαύσιμα θα απαιτούσε τη δέσμευση περίπου του 50% της γεωργικής γης της χώρας!
Προφανώς λοιπόν δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις στο τραπέζι.
Αλλάζουν τα κόστη και στις ναυτιλιακές εταιρείες
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αποφάσισε ότι ήρθε η ώρα του μεριδίου της ναυτιλίας στην πράσινη μετάβαση, οριοθετώντας την ένταξη της στο σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων ρύπων σταδιακά από το 2024. Τουτέστιν, και οι ναυτιλιακές εταιρείες θα πρέπει να αγοράζουν δικαιώματα για τις εκπομπές αερίων που εκλύουν τα πλοία τους.
Οι ναυτιλιακές εταιρείες θα μπορούν να αγοράζουν δικαιώματα για το 100% των εκπομπών αερίων για ταξίδια των πλοίων εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και για το 50% των εκπομπών των πλοίων για ταξίδια προς ή από την ΕΕ.
Κάθε φορά θα πληρώνουν για τις αναφερόμενες εκπομπές του προηγούμενου έτους, ενώ προβλέπεται μια τριετής περίοδος προσαρμογής κατά την οποία οι ναυτιλιακές εταιρείες θα αγοράζουν δικαιώματα εμπορίας ρύπων για το 40% των εκπομπών το 2024, το 75% το 2025 και το 100% το 2026.
Είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι αρχικά οι εκπομπές αερίων θα καλύπτουν το διοξείδιο του άνθρακα, αλλά από το 2026 και μετά θα συμπεριληφθούν και οι εκπομπές του μεθανίου και του οξειδίου του αζώτου.
Βέβαια και εδώ το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο προνόησε να δοθούν στον ναυτιλιακό τομέα 20 εκατ. δικαιώματα ETS, αξίας περίπου 2 δις δολαρίων βάσει της τρέχουσας τιμής τους, προκειμένου να υποστηριχθεί η υιοθέτηση καθαρών καυσίμων και η προώθηση της καινοτομίας.
Είναι επίσης εξαιρετικά σημαντική για τον κλάδο η δυνατότητα για τη μετακύλιση του κόστους του εμπορίας ρύπων στους εμπορικούς φορείς εκμετάλλευσης των πλοίων, κάτι που «χαιρέτησε» και η Ενωση Ελλήνων Εφοπλιστών.
Από το 2026 λοιπόν και μετά οι υπολογισμοί που έγιναν από φορείς του κλάδου σύμφωνα με τα τρέχοντα επίπεδα εκπομπών και τιμών, υποδεικνύουν ότι το σύστημα εμπορίας ρύπων στη ναυτιλία θα κοστίζει στις ναυτιλιακές εταιρείες πέριξ των 6 με 7 δις ευρώ ετησίως.
Αποποίηση Ευθύνης
(*) Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά,συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, ουδεμία διασφάλιση δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.