Το «λουκέτο» στην τελευταία υαλουργία της χώρας, την ιστορική «Γιούλα» στο Αιγάλεω, που ιδρύθηκε το 1947, έρχεται να μας υπενθυμίσει το μεγάλο μας πρόβλημα με τις παραγωγικές επενδύσεις στην Ελλάδα. Όχι, μόνο στο να προσελκύσουμε καινούργιες, αλλά και να κρατήσουμε ζωντανές τις υφιστάμενες.
Η ειρωνεία είναι ότι λίγες μόλις μέρες πριν είχαν προηγηθεί τα στοιχεία για την ανάπτυξη του 2023, τα οποία δείχνουν ότι η «συνταγή» της ελληνικής οικονομίας παραμένει αμετάβλητη, καθώς όχι μόνο συνεχίζει να στηρίζεται στην κατανάλωση, αλλά και οι όποιες επενδύσεις, προέρχονται κυρίως από ακίνητα και μηχανολογικό εξοπλισμό.
Οι τίτλοι τέλους στη «Γιούλα» επαναφέρουν την κουβέντα ότι η ελληνική οικονομία είναι ρηχή, ότι για τους γνωστούς χιλιοειπωμένους λόγους (ενεργειακό κόστος, φορολογικό σύστημα που αλλάζει κάθε τρεις και λίγο, κλπ), δεν προσφέρεται για μεγάλες μεσο-μακροπρόθεσμες επενδύσεις στην παραγωγή, με ορίζοντα σε βάθος χρόνου, όπως αυτές σε χώρες, όπου οι κανόνες του παιχνιδιού δεν αλλάζουν συχνά, αλλά είναι σταθεροί για δεκαετίες.
Έχει τη σημασία του ότι δεν έκλεισαν τα εργοστάσια στη Βουλγαρία και τη Ρουμανία του άλλοτε ομίλου «Γιούλα» που εξαγοράστηκαν και αυτά απ’ τους Πορτογάλους της BA Glass το 2017, αλλά το ελληνικό εργοστάσιο στο Αιγάλεω.
Η κακή συγκυρία στη βιομηχανία γυαλιού, την οποία επικαλείται στην ανακοίνωσή της, η ΒΑ Υαλουργία Ελλάδας, όπως μετονομάστηκε η «Γιούλα» μετά την εξαγορά, είναι προφανώς η ίδια για όλο τον κλάδο παγκοσμίως. Η πτώση της ζήτησης που οδηγεί σε μείωση πωλήσεων, αύξηση αποθεμάτων, κόστους, άρα και υποχρεώσεων, όπως γράφει η ανακοίνωση, αφορά το χώρο της υαλουργίας διεθνώς, όχι μόνο την Ελλάδα.
Η ελληνική όμως μονάδα είναι αυτή που κλείνει, η οποία ανέκαθεν αποτελούσε τον αδύναμο κρίκο του τότε ομίλου Βουλγαράκη, ο οποίος το 2017, υπό το βάρος του κόστους δανεισμού και του country risk της χώρας, είχε πουλήσει στον πορτογαλικό όμιλο Vidro (σήμερα BA Glass Group) τέσσερα από τα επτά εργοστάσιά του, δύο στη Βουλγαρία, ένα στη Ρουμανία και το ελληνικό στο Αιγάλεω. Τμήμα της συνολικής συμφωνίας που είχε τότε αποτιμηθεί στα 520 εκατ. ευρώ ήταν ο αγοραστής να απαλλάξει τον ελληνικό όμιλο από τον υψηλό του δανεισμό (σ.σ. τα 335 εκατ. αφορούσαν τα υφιστάμενα δάνεια).
Τότε, εκτός από τα υπέρογκα επιτόκια που βάραιναν τον όμιλο της «Γιούλα», το μεγάλο αγκάθι ήταν το πολύ υψηλό ενεργειακό κόστος για τη βιομηχανία στην Ελλάδα, υψηλότερο κατά 50% σε σχέση με της Βουλγαρίας. Η αναλογία αυτή παραμένει περίπου ίδια και σήμερα.
Βέβαια, κάποιος θα πει, ότι από το 2017 μέχρι σήμερα, έχουν περάσει επτά ολόκληρα χρόνια. Τι είδους επενδύσεις έγιναν στο μεσοδιάστημα, ώστε το εργοστάσιο στο Αιγάλεω να καταστεί ανταγωνιστικότερο; Τα νούμερα για την ελληνική θυγατρική στη διάρκεια αυτής της επταετίας δείχνουν συνεχείς ζημιογόνες χρήσεις, συσσωρευμένες ζημιές 7,47 εκατ. ευρώ, αρνητικά κεφάλαια 562.000 ευρώ, μαζί με μακροπρόθεσμα δάνεια 55,5 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων 6,5 εκατ ευρώ τα βραχυπρόθεσμα.
Κάποιοι υποστηρίζουν ότι το μάνατζμεντ των Πορτογάλων δεν ήταν και το καλύτερο. Ότι εξαρχής ήθελαν να κρατήσουν τα εργοστάσια του ελληνικού ομίλου στα Βαλκάνια, στη Βουλγαρία και στη Ρουμανία και να κλείσουν αυτό στο Αιγάλεω. Σημειωτέον ότι μιλάμε για τον δεύτερο μεγαλύτερο υαλουργικό όμιλος στον κόσμο, με τζίρο 1,43 δισ ευρώ, καθαρά κέρδη 176 εκατ. ευρώ, τρία εργοστάσια στην Πορτογαλία, δύο στην Ισπανία, την Πολωνία και τη Βουλγαρία, και από ένα στη Γερμανία, στη Ρουμανία, συν αυτό της πρώην «Γιούλα» στο Αιγάλεω, που πρόκειται να κλείσει.
Στον αντίποδα, κάποιος θα θυμίσει ότι επτά χρόνια μετά, το νούμερο ένα πρόβλημα για την ελληνική βιομηχανία, παραμένει το ίδιο. Το ενεργειακό κόστος. Διαπερνά όλη την παραγωγική οικονομία, προκαλεί γκρίνια και μπορεί να αφορά όλη την Ευρώπη, αλλά εδώ γίνεται ακόμη πιο έντονο, ακριβώς, επειδή συνορεύουμε με χώρες εκτός ΕΕ, χωρίς δηλαδή τα τέλη και τα ρυθμιστικά κόστη που επιβάλει η ευρωπαϊκή νομοθεσία. Το πρόβλημα αποτυπώθηκε και στον «σφυγμό των επιχειρήσεων», την ετήσια έρευνα του ΣΕΒ, την οποία παρουσίασε τον Ιανουάριο ο πρόεδρος του Συνδέσμου Δ. Παπαλεξόπουλος.
Όποιοι και να είναι οι λόγοι, το λουκέτο στην υαλουργία «Γιούλα», δεν σημαίνει μόνο ότι κλείνει μια ιστορική βιομηχανία, αλλά ότι μπαίνει λουκέτο συνολικά στον κλάδο υαλουργίας της Ελλάδας, καθώς το εργοστάσιο στο Αιγάλεω ήταν ο µοναδικός παραγωγός προϊόντων γυάλινης συσκευασίας στη χώρα µας. Τα πάντα, ποτήρια, μπουκάλια, βάζα, κάθε προϊόν υαλουργίας που παράγονταν εδώ και χρησιμοποιούνταν στην οικονομία, στο εξής θα το εισάγουμε από το εξωτερικό. Αυτό σημαίνει απλά υψηλότερο κόστος.
Η ειρωνεία είναι ότι την ίδια μέρα που έγινε γνωστό το λουκέτο στη «Γιούλα», η Ελλάδα εμφάνισε τη μεγαλύτερη βελτίωση επιχειρηματικού περιβάλλοντος μέσα σε μια χρονιά απ’ όσες είχε καταγράψει μέχρι σήμερα. Σύμφωνα με την έκθεση του Economist, η χώρα μας αναρριχήθηκε το 2023 στην 34η θέση από την 62η θέση που κατείχε το 2018, σε ό,τι αφορά το επιχειρηματικό κλίμα, ανάμεσα σε 82 συνολικά χώρες.
Το άλμα των 28 θέσεων χαρακτηρίζεται εντυπωσιακό από τους συντάκτες της έκθεσης οι οποίοι αποδίδουν τα εύσημα στην κυβέρνηση για τις μεταρρυθμίσεις, τις φοροελαφρύνσεις και την ενίσχυση της επιχειρηματικής εμπιστοσύνης.
Είναι ξεκάθαρα μια θετική εξέλιξη αν σκεφτεί κανείς ότι ο συγκεκριμένος δείκτης του Economist μετρά πόσο ελκυστικό είναι το επιχειρηματικό περιβάλλον σε μια χώρα, αξιολογώντας 91 διαφορετικές μεταβλητές, σχεδόν τα πάντα: Το πολιτικό και μακροοικονομικό περιβάλλον, τις ευκαιρίες της αγοράς, τις πολιτικές προς τη φιλελευθεροποίηση και τον ανταγωνισμό, τις πολιτικές για τις ξένες επενδύσεις, τους φόρους, τη χρηματοδότηση, την αγορά εργασίας, τις υποδομές και την τεχνολογική ετοιμότητα.
Όσα δηλαδή μετράνε για μια επιχείρηση, προκειμένου να προβεί σε μια πετυχημένη επένδυση που θα παράγει ανταγωνιστικά διεθνώς προϊόντα και θα δημιουργεί καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας.
Ίσως, πράγματι το μάνατζμεντ των Πορτογάλων να μην ήταν και το καλύτερο. Ίσως πάλι, να πληρώνουμε ακόμη τα λάθη του παρελθόντος ή μπορεί άλλες χώρες να «τρέχουν» ακόμη πιο γρήγορα από εμάς ως προς τη βελτίωση του επιχειρηματικού τους περιβάλλοντος. Να έχουν ακόμη καλύτερες επιδόσεις σε ζητήματα, απολύτως κρίσιμα για έναν επενδυτή, όπως π.χ. το ενεργειακό κόστος, όταν οι συνθήκες στην αγορά όπου δραστηριοποιείται δυσκολεύουν και πρέπει να αποφασίσει ποια μονάδα θα κλείσει και σε ποια χώρα.
Η βελτίωση στο επιχειρηματικό περιβάλλον όπως καταγράφεται στον έγκυρο Economist, δείχνει προφανώς ότι η ελληνική οικονομία τα πηγαίνει καλά. Και θα τα πάει ακόμη καλύτερα όταν φτάσουμε σε εκείνο το σημείο που η Ελλάδα θα είναι η τελευταία χώρα που θα σκεφτεί να εγκαταλείψει ένας πολυεθνικός όμιλος, όπως τώρα η ΒΑ ή η αμερικανική Tupperware το 2023, λόγω των τυχόν δυσχερών συνθηκών που διανύει ο κλάδος του.