Ανάπτυξη στα επίπεδα του 2% για το 2018 προβλέπει για την ελληνική οικονομία το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών, σημειώνοντας πάντως ότι οι ρυθμοί ανάπτυξής που καταγράφονται στο τρέχον διάστημα δεν είναι αυτοί που θα αναμένονταν για μια οικονομία που βγαίνει από την κρίση με δυναμικό τρόπο.
Σύμφωνα με την έκθεση του ΙΟΒΕ η ελληνική οικονομία αναπτύχθηκε στο πρώτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους κατά 2,3%, 0,3 και δύο ποσοστιαίες μονάδες ταχύτερα από ότι το προηγούμενο τρίμηνο και το ίδιο τρίμηνο του 2017 αντίστοιχα. Η ανάπτυξη προήλθε από τη βελτίωση του εξωτερικού ισοζυγίου, λόγω διεύρυνσης των εξαγωγών (+7,6%) και πτώσης των εισαγωγών (-2,8%). Οι επενδύσεις υποχώρησαν κατά 12,1%, εξέλιξη η οποία, όπως και η μεταβολή στις εισαγωγές, οφείλεται σε μάλλον πρόσκαιρο παράγοντα, την έντονη πτώση των εισαγωγών πλοίων. Η κατανάλωση των νοικοκυριών παρέμεινε σε πτωτική τροχιά για τρίτο τρίμηνο (-0,4%), ενώ αντιθέτως, η δημόσια κατανάλωση ενισχύθηκε οριακά (+0,3%).
Για το 2018 προβλέπεται επιτάχυνση ανάπτυξης στην περιοχή του 2,0%, μαζί με τόνωση της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας από τη συνέχιση ανόδου των εξαγωγών (+7,0%). Αναμενόμενη σημαντική συμβολή και των επενδύσεων στην αύξηση του ΑΕΠ (+13%), σε εξωστρεφείς τομείς (μεταποιητικούς, τουρισμό, μεταφορές) και σε αποκρατικοποιήσεις – ιδιωτικοποιήσεις. Υποτονική συμβολή του ΠΔΕ για δεύτερο έτος. Ηπιότερη της αρχικά προβλεπόμενης ενίσχυση της κατανάλωσης των νοικοκυριών (+0,7%), παρά την κάμψη της ανεργίας, λόγω περιοριστικών πιέσεων από τα δημοσιονομικά μέτρα του 2018. Διεύρυνση δημόσιας κατανάλωσης (+1,5%), από συνέχιση δημοσιονομικής προσαρμογής κυρίως μέσω αύξησης των εσόδων.
Όσον αφορά την επίτευξη των ταμειακών στόχων προϋπολογισμού στο πρώτο πεντάμηνο του 2018, αυτή οφείλεται κυρίως από υψηλότερα έσοδα του Κρατικού Προϋπολογισμού, από τα μεγαλύτερα των αναμενόμενων έσοδα του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, κατά €462 εκατ., αλλά και στα περισσότερα καθαρά έσοδα του Τακτικού Προϋπολογισμού, κατά €372 εκατ.
Ο Πρόεδρος του ΔΣ του ΙΟΒΕ, Τάκης Αθανασόπουλος σημείωσε ότι «η ζημιά που έχει πραγματοποιηθεί στην οικονομία και τη χώρα είναι πολύ μεγάλη. Οι προσπάθειες δραστικών μεταρρυθμίσεων για βελτίωση της οικονομικής δραστηριότητας και προσέλκυσης ξένων επενδύσεων που θα συνέβαλαν στην διατήρηση του βιοτικού επιπέδου που είχε επιτύχει η χώρα μας κατά την προηγούμενη δεκαετία, δεν έτυχαν της απαιτούμενης κοινωνικής υποστήριξης. Έτσι το βιοτικό μας επίπεδο, το οποίο πριν την κρίση προσέγγιζε το βιοτικό επίπεδο των Σκανδιναβικών χωρών, σήμερα προσεγγίζει αυτό των υπολοίπων Βαλκανικών χωρών. Ωστόσο δεν έχουν χαθεί όλα. Τα τελευταία χρόνια έχουν ολοκληρωθεί αρκετές μεταρρυθμίσεις, έχουν αλλάξει πολλά πράγματα και είναι στο χέρι μας η χώρα να προχωρήσει πολύ πιο γρήγορα. Υπάρχει ακόμη χρόνος για ανασύνταξη και ανάκτηση του χαμένου βιοτικού επιπέδου. Βασική προϋπόθεση για αυτό είναι η δημιουργία κουλτούρας συναίνεσης, που είναι το κύριο χαρακτηριστικό των χωρών που ευημερούν».
Όπως ανέφερε επίσης κατά την παρουσίαση της Έκθεσης, ο Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ καθηγητής Νίκος Βέττας το ελληνικό πρόγραμμα θα είναι, αν και με μεγάλη χρονική διαφορά, το τελευταίο που ολοκληρώνεται στα προγράμματα διάσωσης στην Ευρωζώνη που συνολικά πυροδότησε η διεθνής κρίση το 2008.
Η εξισορρόπηση, της οικονομίας έχει επιτευχθεί κυρίως μέσω ύφεσης. Το κρίσιμο ερώτημα είναι κατά πόσο η εξάλειψη των δίδυμων ελλειμμάτων είναι διατηρήσιμη και συμβατή με μια πορεία συστηματικής και εύρωστης μεγέθυνσης. Οι ρυθμοί ανάπτυξής που καταγράφονται στο τρέχον διάστημα δεν είναι αυτοί που θα αναμένονταν για μια οικονομία που βγαίνει από την κρίση με δυναμικό τρόπο και εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό και από το θετικό εξωτερικό περιβάλλον της οικονομίας.
Στη συμφωνία για τη μεταμνημονιακή σχέση, η μετάθεση προς στο μέλλον μέρους των υποχρεώσεων εξυπηρέτησης του χρέους σηματοδοτεί πως αυτές δεν θα επιβαρύνουν υπέρμετρα το δημόσιο ταμείο στο ορατό μέλλον. Η προσφυγή στις αγορές σε βραχυχρόνιο ορίζοντα μπορεί να γίνεται με όρους σχετικής προστασίας.