Του Βασίλη Γεώργα
Άνιση μάχη με το νέο υφεσιακό πακέτο της υπερφορολόγησης και των περικοπών στο ασφαλιστικό καλείται να δώσει και να νικήσει η πραγματική οικονομία για να κερδίσει το έπαθλο των θετικών ρυθμών ανάπτυξης στο δεύτερο 6μηνο του έτους την ώρα που η ύφεση εξαπλώνεται και μέσα στο πρώτο τρίμηνο έφτασε το 1,3% σε σχέση με πέρυσι.
Από τις τσέπες των πολιτών και τα ταμεία των επιχειρήσεων θα «λείψουν» μέχρι το τέλος του έτους πάνω από 1,3 δισ. ευρώ κυρίως λόγω των νέων φορολογικών μέτρων που ήδη ψηφίστηκαν ή θα ψηφιστούν τις επόμενες ημέρες, με τα περισσότερα να προέρχονται από το νέο ασφαλιστικό (710 εκατ. ευρώ), την αύξηση των ειδικών φόρων κατανάλωσης (347 εκατ. ευρώ), την αύξηση του ΦΠΑ (219 εκατ. ευρώ) και τη φορολογία εισοδήματος (195 εκατ. ευρώ). Οι υφεσιακές επιπτώσεις θα είναι πολλαπλάσιες σε βάθος διετίας όταν σε πλήρη έκταση τα μέτρα που λαμβάνονται σήμερα στοχεύουν να μεταφέρουν περίπου 5,7 δισ. ευρώ στα δημόσια ταμεία εκ των οποίων τα 3,6 δις. ευρώ ή 3% του ΑΕΠ μέσω πρόσφατων φόρων.
Την ίδια στιγμή οι πηγές χρηματοδότησης της χώρας που θα μπορούσαν να εξουδετερώσουν τις υφεσιακές επιπτώσεις των μέτρων και του αρνητικού επενδυτικού κλίματος, είναι και θα παραμείνουν για αρκετό καιρό περιορισμένες. Το αφήγημα του οικονομικού επιτελείου είναι πως η επανεκκίνηση της μηχανής για την ανάκαμψη της οικονομίας θα στηριχθεί ως επί το πλείστον στα χρήματα των διαρθρωτικών ταμείων και του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων ύψους 6 δισ. ευρώ για το 2016, καθώς και στην αποδέσμευση μεγαλύτερης δόσης ύψους έως και 11 δις. ευρώ μέχρι τον Οκτώβριο, μεγάλο μέρος της οποίας θα διατεθούν για αποπληρωμή των οφειλών του Δημοσίου στην αγορά και τους προμηθευτές του δημοσίου. Με βάση, το 3ο Μνημόνιο, η ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης αναμένεται να επιτρέψει την εκταμίευση δόσεων ύψους 5,7 δις. ευρώ, που εκκρεμούν από το 2015, και μέρος ενδεχομένως των 9,6 δις. ευρώ που προβλέπονται στο α' εξάμηνο του 2016. Με βάση τις διαρροές για το περιεχόμενο της συμφωνίας με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, υπολογίζεται ότι περίπου 10,7 δις. ευρώ θα είναι διαθέσιμα τους επόμενους μήνες εκ των οποίων τα 4 δις. ευρώ θα καταλήξουν στον ιδιωτικό τομέα. Το μεγαλύτερο μέρος των οφειλών του Δημοσίου αφορά κυρίως χρέη σε Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφάλισης (2,876 δισ. ευρώ), νοσοκομεία (1,1 δισ. ευρώ), κεντρική διοίκηση (655 εκατ. ευρώ) και την τοπική Αυτοδιοίκηση (358 εκατ. ευρώ), και λιγότερο σε επιστροφές φόρων (1 δις. ευρώ) που σε κάθε περίπτωση πάντως θα ανακουφίσουν τον ιδιωτικό τομέα.
Μαζί οι παραπάνω πόροι συμποσούνται σε ένα ποσό 12-17 δισ. ευρώ που θα είναι διαθέσιμο για την ανάσχεση της ύφεσης, ωστόσο η επίδρασή του στην οικονομία είναι αφενός αμφισβητούμενη και αφετέρου εκτιμάται πως θα είναι περιορισμένη σε σύγκριση με τις ανάγκες χρηματοδότησης που υπάρχουν για την ανάταξη της οικονομίας. Στο μέτωπο αυτό καλλιεργούνται προσδοκίες πως οι επιμέρους πρωτοβουλίες ενίσχυσης της ρευστότητας από την ΕΚΤ που θα ακολουθήσουν με την ολοκλήρωση της αξιολόγησης, μέσω της επαναφοράς του waiver αποδοχής των ελληνικών ομολόγων ως ενέχυρα φτηνότερου δανεισμού προς τις ελληνικές τράπεζες και εν συνεχεία την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, θα βελτιώσουν το επενδυτικό κλίμα και θα μειώσουν το κόστος δανεισμού και το ρίσκο χώρας.
Ουσιαστικές προϋποθέσεις για επανεκκίνηση, όμως, δεν θα διαμορφωθούν πριν αρχίσει να κινείται ο ιδιωτικός τομέας στο μέτωπο των επενδύσεων, και αυτό είναι μια εξέλιξη που απέχει πολύ από το να γίνει πραγματικότητα σύντομα. Τα αξιόλογα επενδυτικά πλάνα που θα μπορούσαν να ξεκινήσουν άμεσα είναι μετρημένα στα δάχτυλα, ενώ όσο δεν ανακάμπτει η εμπιστοσύνη των πολιτών ώστε να επιστρέψουν κεφάλαια στο τραπεζικό σύστημα για να ενισχυθεί η χρηματοδότηση με ίδια μέσα, οι προσδοκίες για επανεκκίνηση της επενδυτικής δραστηριότητας θα είναι μετρημένες.
Αντίθετα με το φορο-ασφαλιστικό πακέτο που τίθεται σε ισχύ, ο ιδιωτικός τομέας και ειδικά η μικρομεσαία επιχειρηματικότητα κινδυνεύει με εξαΰλωση καθώς θα βρεθεί αντιμέτωπος με ρυθμίσεις που καταστρέφουν τα κίνητρα για εργασία, δημιουργία κέρδους και άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας και παράλληλα ευνοούν την φοροδιαφυγή και εισφοροδιαφυγή. Διατυπώνονται ήδη εκτιμήσεις πως ένας μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων και ελεύθερων επαγγελματιών δεν θα αντέξουν το αυξημένο κόστος και θα οδηγηθούν εκτός αγοράς.
Στην τελευταία του ανάλυση ο ΣΕΒ διατηρεί μεγάλες αμφιβολίες για το κατά πόσο τελικά τα οφέλη από τον τόνωση της αξιοπιστίας της χώρας με την εμπροσθοβαρή εφαρμογή των μέτρων δημοσιονομικής προσαρμογής και την ολοκλήρωση της αξιολόγησης, θα μπορέσει τελικά να αντισταθμίσει τις υφεσιακές επιπτώσεις του γιγαντιαίου προγράμματος λιτότητας που εφαρμόζεται. Την ίδια εκτίμηση συμμερίζονται και οι περισσότεροι οικονομολόγοι προβλέποντας πως η φετινή χρονιά θα είναι σε κάθε περίπτωση μια ακόμη χαμένη χρονιά, αλλά ευελπιστώντας πως η εικόνα θα αρχίσει να βελτιώνεται από το επόμενο έτος.
Ζητούμενο, πλέον για να μπορούμε να μιλήσουμε για ανάκαμψη που δεν θα στηρίζεται σε αδύναμα θεμέλια, είναι να πλέον να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση και να επιταχυνθούν οι διαρθρωτικές αλλαγές του μνημονίου που σταθερά τα τελευταία χρόνια βρίσκονται σε δεύτερο πλάνο συγκριτικά με τα δημοσιονομικά μέτρα. Οι επιμέρους δράσεις για τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος όπως οι αδειοδοτήσεις και ο αναπτυξιακός νόμος, η ανασυγκρότηση της δικαιοσύνης, η καταπολέμηση της διαφθοράς, αναθεώρηση του πτωχευτικού κώδικα, η εφαρμογή του νέου μοντέλου των κρατικών προμηθειών και ο σχεδιασμός ενός νέου αναπτυξιακού προτύπου της χώρας που ακόμη αποτελεί προαπαιτούμενο σε εκκρεμότητα του νέου μνημονίου, αποτελούν σύμφωνα με την αγορά ζητήματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν πλέον με τη διαδικασία του κατεπείγοντος από την κυβέρνηση ώστε να τεθούν οι βάσεις για την αντιστροφή.