«Στις έρευνες για υδρογονάνθρακες στην χερσαία περιοχή της Ηπείρου, για τη διαφύλαξη του περιβάλλοντος πρέπει να εφαρμοστούν, τόσο η οδηγία για τη διαφύλαξη των οικοτόπων, όσο και οι οδηγίες που εφαρμόζουν την Σύμβαση του Άαρχους για την ενημέρωση του κοινού», απάντησε η Κομισιόν σε ερώτηση του ευρωβουλευτή της Λαϊκής Ενότητας, Νίκου Χουντή.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση, ο Επίτροπος περιβάλλοντος Καρμένου Βέγια, απαντώντας στο ερώτημα του έλληνα ευρωβουλευτή, αν είναι συμβατή η έρευνα και η εξόρυξη υδρογονανθράκων στις περιοχές Natura 2000, αφού ανέφερε ότι «στην Ήπειρο υπάρχει μεγάλος αριθμός προστατευόμενων τόπων του δικτύου Natura 2000», επισήμανε πως «σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 3 της οδηγίας για τους οικοτόπους, οι προγραμματισμένες εργασίες πρέπει να εκτιμώνται δεόντως ως προς τις επιπτώσεις τους στον τόπο που ενδέχεται να επηρεαστεί. Υπό το πρίσμα της εκτίμησης και τυχόν κατάλληλων μέτρων μετριασμού, οι εργασίες μπορούν να εγκριθούν μόνο εφόσον εξακριβωθεί ότι δε θα επηρεάσουν την ακεραιότητα των τόπων. Η εκτίμηση αυτή πρέπει να εξετάσει όλες τις πτυχές των εργασιών και τις σωρευτικές επιπτώσεις τους και να λάβει υπόψη τυχόν σχέδια διαχείρισης για τις περιοχές».
Εξάλλου, ο Ευρωπαίος Επίτροπος απαντώντας στο δεύτερο ερώτημα, αν απαιτείτο η σωστή προηγούμενη ενημέρωση και συμμετοχή των πολιτών για να αποφασιστούν οι ανωτέρω έρευνες τονίζει ότι «το έργο θα μπορούσε να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας για την εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων (ΕΠΕ), η οποία μεταφέρει επίσης στο ενωσιακό δίκαιο τις απαιτήσεις της Σύμβασης του Άαρχους για τη συμμετοχή του κοινού» και σημειώνει πως «η ανωτέρω οδηγία και το άρθρο 6 ορίζει τις πληροφορίες για τα δικαιώματα συμμετοχής του κοινού και το άρθρο 11 εξασφαλίζει ότι η απόφαση των αρχών μπορεί να ελεγχθεί από εθνικό δικαστήριο».
Ο κ. Βέγια στην απάντησή του προσθέτει επίσης ότι, η οδηγία 2003/4/ΕΚ περιέχει διατάξεις σχετικά με τις περιβαλλοντικές πληροφορίες που παρέχουν οι δημόσιες αρχές κατόπιν αίτησης (άρθρο 3) ή μέσω ενεργού διάδοσης (άρθρο 7) και καταλήγει με το σχόλιο πως «εναπόκειται στις ελληνικές αρχές να προσδιορίσουν αν οι οδηγίες αυτές εφαρμόζονται στη συγκεκριμένη περίπτωση, ανάλογα με τη φύση των εργασιών και τις επιπτώσεις τους στο περιβάλλον».
Τέλος, απαντώντας στο ερώτημα του Ν. Χουντή, αν «σε περίπτωση επιτυχούς έκβασης της έρευνας μπορεί να αποχαρακτηριστούν εκτάσεις ενταγμένες στο Natura 2000», ο κ. Βέγια απάντησε πως «ο αποχαρακτηρισμός μιας περιοχής Natura 2000 μπορεί να εξεταστεί μόνο εφόσον αυτό δικαιολογείται από τη φυσική εξέλιξη, σύμφωνα με το άρθρο 9 της οδηγίας για τους οικοτόπους, και όχι ως συνέπεια μιας επιβλαβούς δραστηριότητας».
Ακολουθεί η απάντηση της Κομισιόν:
«Στην Ήπειρο υπάρχει μεγάλος αριθμός προστατευόμενων τόπων του δικτύου Natura 2000. Εναπόκειται στις ελληνικές αρμόδιες αρχές να αξιολογήσουν κατά πόσον οι εργασίες ερευνών για υδρογονάνθρακες που αναφέρει ο κ. βουλευτής συμβιβάζονται με τη διατήρηση των τόπων. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 3 της οδηγίας για τους οικοτόπους, οι προγραμματισμένες εργασίες πρέπει να εκτιμώνται δεόντως ως προς τις επιπτώσεις τους στον τόπο που ενδέχεται να επηρεαστεί. Υπό το πρίσμα της εκτίμησης και τυχόν κατάλληλων μέτρων μετριασμού, οι εργασίες μπορούν να εγκριθούν μόνο εφόσον εξακριβωθεί ότι δεν θα επηρεάσουν την ακεραιότητα των τόπων, ή με την επιφύλαξη των ειδικών προϋποθέσεων του άρθρου 6 παράγραφος 4 της οδηγίας. Η εκτίμηση αυτή πρέπει να εξετάσει όλες τις πτυχές των εργασιών και τις σωρευτικές επιπτώσεις τους και να λάβει υπόψη τυχόν σχέδια διαχείρισης για τις περιοχές.
Το έργο θα μπορούσε να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας για την εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων (ΕΠΕ), η οποία μεταφέρει επίσης στο ενωσιακό δίκαιο τις απαιτήσεις της Σύμβασης του Aarhus για τη συμμετοχή του κοινού. Το άρθρο 6 της οδηγίας ΕΠΕ ορίζει τις πληροφορίες και τα δικαιώματα συμμετοχής του κοινού και το άρθρο 11 εξασφαλίζει ότι η απόφαση των αρχών μπορεί να ελεγχθεί από εθνικό δικαστήριο. Επιπλέον, η οδηγία 2003/4/ΕΚ περιέχει διατάξεις σχετικά με τις περιβαλλοντικές πληροφορίες που παρέχουν οι δημόσιες αρχές κατόπιν αίτησης (άρθρο 3) ή μέσω ενεργού διάδοσης (άρθρο 7). Εναπόκειται στις ελληνικές αρχές να προσδιορίσουν αν οι οδηγίες αυτές εφαρμόζονται στη συγκεκριμένη περίπτωση, ανάλογα με τη φύση των εργασιών και τις επιπτώσεις τους στο περιβάλλον.
Ο αποχαρακτηρισμός μιας περιοχής Natura 2000 μπορεί να εξεταστεί μόνο εφόσον αυτό δικαιολογείται από τη φυσική εξέλιξη, σύμφωνα με το άρθρο 9 της οδηγίας για τους οικοτόπους, και όχι ως συνέπεια μιας επιβλαβούς δραστηριότητας».