Σε άθλο έχει μετατραπεί η αγορά κατοικίας για την πλειονότητα των ελληνικών νοικοκυριών. Η αύξηση των τιμών σε συνδυασμό με την ιδιαίτερα υψηλή ζήτηση για ακίνητα έχει ξεθωριάσει το όνειρο της στέγης. Την ίδια στιγμή, για τις νεότερες γενιές το πρόβλημα εάν δεν είναι άλυτο είναι ιδιαίτερα οξύ διότι ακόμη και συσσωρευμένες αποταμιεύσεις να έχουν-ιδιαίτερα σπάνιο-η αύξηση του κόστους διαβίωσης λόγω πληθωρισμού περιορίζει τη διαθέσιμη ρευστότητα. Εάν, δε, ληφθεί υπόψη η αύξηση των τιμών ακινήτων, αντιλαμβάνεται κανείς ότι η αγοραστική δύναμη όσων αναζητούν κατοικία αποδυναμώνεται σημαντικά.
Σε όλα αυτά έρχεται να προστεθεί και η αύξηση του κόστους χρήματος λόγω της αναμενόμενης αύξησης των επιτοκίων, αν και αναλυτές τηρούν στάση αναμονής για το πώς αυτή θα επιδράσει στο real estate. Κι αυτό επειδή οι ελληνικές τράπεζες έχουν συσσωρεύσει σημαντική ρευστότητα και γι’ αυτό δανειοδοτούν με ευνοϊκούς όρους φερέγγυους δανειολήπτες.
Αποτέλεσμα; Τα ποσοστά ιδιοκατοίκησης στην Ελλάδα να έχουν υποχωρήσει σημαντικά (πέριξ του 73%) και να συγκλίνουν σχεδόν με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Διαχρονικά, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, η σημασία της κατοικίας για το ελληνικό νοικοκυριό ενισχύθηκε τα τελευταία χρόνια μετά την απελευθέρωση της στεγαστικής πίστης, καθώς και την εντονότατη πτώση των επιτοκίων που συνόδευσε την ένταξη της Ελλάδος στη ζώνη του ευρώ. Το υπόλοιπο των στεγαστικών δανείων αυξήθηκε από 11,2 δισ. (ή 8,2% του ΑΕΠ) το Δεκέμβριο του 2000 σε 77,4 δισ. ευρώ το ∆εκέµβριο του 2008 (ή 31,9% του ΑΕΠ).
Όλα αυτά σημαίνουν στην πράξη ότι εάν κάποιος αποταμιεύει 1.000 ευρώ, θα χρειαστεί έξι χρόνια για να συγκεντρώσει το ποσό των 72.000 ευρώ. Εάν ακόμη λάβουμε υπόψη ότι η τιμή πώλησης ανά τ.μ. για διαμερίσματα σχετικής παλαιότητας και σε περιοχές θεωρούμενες ως «προσιτές», κυμαίνεται από 1.300 έως 1.500 ευρώ, το ποσό αυτό αντιστοιχεί στις μηνιαίες απολαβές ενός καλοπληρωμένου, ως ένα βαθμό, εργαζόμενου. Απαιτούνται, δηλαδή, περίπου έξι χρόνια αποταμίευσης του συνόλου των απολαβών -χωρίς δηλαδή ο εργαζόμενος να πραγματοποιεί καμία δαπάνη διαβίωσης- για την απόκτηση ενός διαμερίσματος αξίας 90.000 ευρώ με επιφάνεια 70 τ.μ.
Επίσης, παρά τη σχετική βελτίωση των ρυθμών ανάπτυξης της οικονομίας, τα ενοίκια παραμένουν δυσανάλογα υψηλά σε σχέση με τις μέσες μηνιαίες απολαβές ενός μισθωτού. Για παράδειγμα, εκτιμάται ότι απαιτούνται, τουλάχιστον 500 ευρώ για την ενοικίαση ενός μικρού διαμερίσματος στην Αθήνα, ποσό που, χωρίς τις υπόλοιπες δαπάνες (ρεύμα, ύδρευση, κοινόχρηστα) αποτελεί σχεδόν το 40% ενός εργαζόμενου που δεν είναι νεοεισερχόμενος και εισπράττει απολαβές 1.200 ευρώ.
Με άλλα λόγια, μέσω είτε ενοικίου είτε αγοράς, το όνειρο της στέγης δύσκολο στοίχημα. Αυτό όταν το μεγάλο ποσοστό ιδιοκατοίκησης και κατά συνέπεια το γεγονός ότι η πλειονότητα των ιδιοκτητών δεν πληρώνει στεγαστικό δάνειο, ήταν οι παράγοντες που στήριξαν τα νοικοκυριά στο peak της οικονομικής κρίσης.
Ενδεικτικά, το 2011 τα νοικοκυριά που κατοικούσαν σε ιδιόκτητη κατοικία είχαν αυξηθεί κατά ένα εκατομμύριο (ή κατά 48,2%) έναντι του 1981 και κατά 620 χιλ. (ή κατά 25,9%) έναντι του 1991.
Συνολικά, η αύξηση της ιδιοκατοίκησης στην Ελλάδα στη δεκαετία του 2000 ήταν πολύ μεγαλύτερη από ότι στις δύο προηγούμενες δεκαετίες. Μάλιστα, συνοδεύτηκε με τεράστια αύξηση του αριθμού και του μεγέθους των κατοικιών που χαρακτηρίζονται δευτερεύουσες ή εξοχικές κατοικίες καθώς και των κατοικιών που είναι διαθέσιμες προς πώληση και προς ενοικίαση.
Με δεδομένη τη μη διαθεσιμότητα στεγαστικής χρηματοδότησης έως το 1997, η βασική μέθοδος χρηματοδότησης της αγοράς κάποιου διαμερίσματος (ή διαμερισμάτων) ήταν αφενός η μέθοδος της αντιπαροχής και αφετέρου η χρησιμοποίηση συγκεντρωθέντων αποταμιεύσεων στις τράπεζες σε συνδυασμό με υψηλότοκα δάνεια από τους κατασκευαστές (με την υπογραφή γραμματίων εις διαταγή).
Με τα δεδομένα αυτά, η προσφυγή στον τραπεζικό δανεισμό είναι μονόδρομος για την απόκτηση στέγης.