του Κωνσταντίνου Χαροκόπου
Πολλές φορές οι οικονομικές αναλύσεις και τα άρθρα για τα χρηματιστήρια και τις κεφαλαιαγορές, όσο καλογραμμένα και να είναι, δεν επιτυγχάνουν τον σκοπό τους. Να μεταφέρουν δηλαδή την ιδέα, τη σκέψη και τον προβληματισμό του αρθρογράφου ή του αναλυτή. Όπως έχει γράψει και ο Roger C. Schank, που είναι από τους σημαντικότερους επιστήμονες στο χώρο των Cognitive Sciences, δηλαδή των γνωστικών επιστημών, οι άνθρωποι δεν είναι φτιαγμένοι για να κατανοούν λογική και αριθμούς.
Είναι φτιαγμένοι για να κατανοούν ιστορίες και εικόνες. Έτσι σήμερα αντί οικονομικού άρθρου και χρηματιστηριακής ανάλυσης, σας περιμένει για ανάγνωση μια ιστορία που με έχει σημαδέψει επαγγελματικά, αφού μου απέδειξε για πολλοστή φορά πως το θυμικό υπερτερεί του ορθολογισμού στη λήψη των αποφάσεων ακόμα και σε αποφάσεις απολύτως κρίσιμες και καταλυτικές.
Οπως συμβαίνει σε αρκετές πολυμετοχικές εταιρείες, οι σχέσεις μεταξύ των μετόχων της πλειοψηφίας και των μετόχων της μειοψηφίας δεν είναι πάντοτε αγαστές. Υπάρχουν διαφωνίες σε θέματα στρατηγικής, σε θέματα συμμαχιών, σε θέματα της μερισματικής πολιτικής και γενικότερα σε πολλές πτυχές της εταιρικής λειτουργίας και διακυβέρνησης. Μέσα σε μια τέτοιου είδους σχέση μεταξύ των δυο βασικών μετόχων μιας εισηγμένης εταιρείας, είχα κληθεί να βρω μια διέξοδο στο αδιέξοδο και μια λύση στο άλυτο μέχρι εκείνη τη στιγμή πρόβλημα.
Ο ένας μέτοχος, που ασκούσε και τη διοίκηση της εταιρείας, κατείχε το 52% των μετοχών και ο δεύτερος, που ήταν ο πελάτης μου, είχε στα χέρια του το 34% των μετοχών μοιρασμένο στα μέλη της οικογένειας του. Η εταιρεία ήταν επί σειρά ετών ζημιογόνα. Είχε επίσης αρκετές ανέλεγκτες από την εφορία οικονομικές χρήσεις και τα πιστοποιητικά των ορκωτών ελεγκτών γέμιζαν άνετα δυο σελίδες Α4, καθώς υποδείκνυαν σειρά παραβάσεων, παρατυπιών και κινδύνων που εμπεριέχονταν στα στοιχεία των ισολογισμών.
Επιπλέον, οι αμοιβές προς τα συγκεκριμένα εκτελεστικά μέλη του Δ.Σ., που αποφασίζονταν από τη Γενική Συνέλευση των μετόχων, ήταν υπερβολικές, καθώς υπερέβαιναν κατά πολύ οποιαδήποτε όρια κοινής λογικής και ηθικής. Το κακό κλίμα ανάμεσα στους μετόχους, η αδιαφάνεια στη λειτουργία της εταιρείας, δρούσαν αποτρεπτικά στην προσέλκυση θεσμικών επενδυτών, παρ' όλο που ο κλάδος της εταιρείας ήταν ελκυστικός και είχε προοπτικές.
Με δυο λόγια, ο μέτοχος πλειοψηφίας έκανε στην εταιρεία ό,τι ήθελε, έχοντας από πίσω του ισχυρότατες πολιτικές πλάτες που του προσέφεραν ασυλία έναντι των φορολογικών και λοιπών ελεγκτικών αρχών και ο μέτοχος της μειοψηφίας ασκούσε τα δικαιώματα που του παρείχε ο νόμος, μέσω αγωγών και μηνύσεων στα δικαστήρια, κάνοντας ευτυχισμένο τον συνήγορό του.
Σε πρώτη φάση, συμφωνήθηκε να μην υπάρχει επικοινωνία ανάμεσα στους δυο μετόχους, αλλά οποιαδήποτε επαφή να γίνεται μόνο μέσω των οικονομικών συμβούλων τους. Ευτυχώς ήμασταν επαγγελματικά γνωστοί με τον σύμβουλο της άλλης πλευράς και μιλάγαμε περίπου την ίδια γλώσσα και σύντομα καταλήξαμε στο συμπέρασμα πως για το καλό των πελατών μας, θα έπρεπε να προσπαθήσουμε να βρούμε ένα σενάριο εξόδου, προτού η αντιπαράθεση καταστρέψει την εταιρεία και την αξία των μετοχών των δυο συνεταίρων.
Ο σύμβουλος του μετόχου πλειοψηφίας είχε την πρωτοβουλία στην αναζήτηση αγοραστή και ο υποφαινόμενος, ως σύμβουλος του μετόχου της μειοψηφίας, είχα αναλάβει την προετοιμασία του φακέλου, την εκπόνηση ενός ρεαλιστικού επιχειρηματικού πλάνου και την εξομάλυνση του κλίματος μεταξύ των δυο μετόχων.
Ο υποψήφιος αγοραστής βρέθηκε γρήγορα. Ήταν ένα Αμερικανικό fund, το οποίο μόλις είχε εξαγοράσει μια ομοειδή εταιρία στο χώρο των Βαλκανίων και είχε διακρίνει κάποιες δυνατότητες και ευκαιρίες, λόγω των οικονομιών κλίμακας και των συνεργειών. Η τιμή που προσέφερε ανά μετοχή το fund, ήταν υπερδιπλάσια της τιμής που έγραφε ο ηλεκτρονικός πίνακας τιμών του Χρηματιστηρίου Αθηνών, οπότε υπήρξε ένας αρχικός ενθουσιασμός, καθώς στο βάθος ήταν ορατή μια επικερδής απεμπλοκή από τη μεγάλη διαμάχη.
Όλα πήγαιναν μέλι - γάλα, μέχρι που έγινε ο οικονομικός και νομικός έλεγχος, το περίφημο «due diligence», που εμφάνισε άδεια ταμεία, ανύπαρκτα στοκ στις αποθήκες, υπερβολικές και παράτυπες αμοιβές τρίτων και διάφορα άλλα στοιχεία που ήταν αδύνατον να μείνουν στο σκοτάδι. Οι Αμερικανοί επιθυμούσαν διακαώς την αγορά και έτσι δεν χάλασαν τη συμφωνία. Μείωσαν όμως το τίμημα κατά τι, ώστε να καλυφθούν έναντι των επισφαλειών.
Ωστόσο το τίμημα παρέμενε υψηλό, ο μέτοχος της πλειοψηφίας εξακολουθούσε να είναι ικανοποιημένος, ο μέτοχος της μειοψηφίας συνειδητοποίησε για πολλοστή φορά τι γινόταν πίσω από τη πλάτη του, αλλά ήταν συγκρατημένος, όχι όμως και ο δικηγόρος του, που τον παρότρυνε στην ανάληψη νέων νομικών και δικαστικών περιπετειών. Οι διαπραγματεύσεις διεκόπησαν μέχρι νεωτέρας, ώστε να δοθεί χρόνος στη δική μας πλευρά να συνέλθει και να επανέλθει στο τραπέζι.
Η αλήθεια είναι πως η πώληση των μετοχών της εισηγμένης εταιρείας αποτελούσε μονόδρομο και για τις δυο πλευρές. Ο πελάτης μου ελάμβανε το ποσό των 38 εκατ., αποπλήρωνε κάποιες υποχρεώσεις του και με το υπόλοιπο κεφάλαιο συνέχιζε την αποκλειστικά δική του επιχειρηματική δραστηριότητα που ήταν παρεμφερής με την προηγούμενη. Έδινε τέλος στις διενέξεις, στα δικαστήρια και τερμάτιζε μια περίοδο της ζωής του, που του είχε προκαλέσει σημαντική ψυχική καταπόνηση και σωματική επιβάρυνση.
Έτσι τουλάχιστον έλεγε η λογική. Όμως ο ίδιος διατηρούσε την άποψη πως θα έπρεπε να διεκδικήσει από τον μέτοχο της πλειοψηφίας μια επιπλέον αποζημίωση των 3 εκατ. ευρώ. Ήμουν σίγουρος πως αυτό θα αποτελούσε τη βραδυφλεγή βόμβα για την υπονόμευση της συμφωνίας και πως δεν άξιζε τον κόπο για 3 εκατ. ευρώ να ρισκάρει να απολέσει 38 εκατ. ευρώ. Η μάχη ανάμεσα στο θυμικό και τη λογική είχε αρχίσει. Μέχρι που η λογική φάνηκε να υπερνικά και να βρισκόμαστε στην οδό Βαλαωρίτου, όλοι μαζί αγοραστές, πωλητές, δικηγόροι και οικονομικοί σύμβουλοι, για την υπογραφή της πώλησης, την ενημέρωση του Χρηματιστηρίου και την οργάνωση της συναλλαγής των πακέτων μεταβίβασης.
Και τότε μια ατυχής έκφραση του νομικού συμβούλου του πελάτη μου τίναξε τη συμφωνία στον αέρα. Ο μέτοχος μειοψηφίας αρνήθηκε να υπογράψει και να πωλήσει, διότι δεν αισθανόταν ικανοποιημένος από τη συμφωνία. Αποχώρησε από τη συνάντηση φουσκωμένος από υπερηφάνεια και όταν του σχολίασα πως μόλις είχε καταστρέψει τα παιδιά του, μου απάντησε πως μόλις είχα καταστρέψει την αμοιβή μου.
Η συνέχεια ήταν απόλυτα προβλέψιμη. Η εταιρία πτώχευσε, η τιμή των μετοχών μηδενίστηκε, οι πιστωτές εκποίησαν όλα τα περιουσιακά στοιχεία της, τα δάνεια που είχαν ως εγγύηση / ενέχυρο αυτές τις μετοχές καταγγέλθηκαν και αμφότεροι οι μέτοχοι καταστράφηκαν. Πιθανόν η ιστορία αυτή να έχει μεγαλύτερη χρησιμότητα, από πολλά άρθρα με αναλύσεις, αριθμούς, μεγέθη, διότι αφηγείται με τρόπο απλό την ατυχή κατάληξη και το κόστος των επιλογών που έπονται των αποφάσεων που δεν εδράζονται στη λογική, παρά στο συναίσθημα. Στο θυμικό και όχι στον ορθολογισμό.
Ο χώρος του χρηματιστηρίου είναι γεμάτος τέτοια παραδείγματα, παρότι αρκετοί εκτιμούν πως στις κεφαλαιαγορές κυριαρχεί η ψυχρή λογική, με βασικά κριτήρια το ρίσκο και το κέρδος. Όμως δεν είναι έτσι.
Τα νέα της Apple στις 25 Μαρτίου
Η Apple (AAPL) αναμένεται να ανακοινώσει στις 25 Μαρτίου την πιο δυναμική της είσοδο στο χώρο της «streaming TV», εγκαινιάζοντας την παροχή ελεύθερων μη συνδρομητικών προγραμμάτων για iPads και iPhones, αλλά και συνδρομητικών υπηρεσιών με περιεχόμενο από τα Starz και Showtime.
H στροφή της Apple στον χώρο του οικοσυστήματος των υπηρεσιών και μάλιστα των συνδρομητικών, αναμένεται να κεντρίσει το ενδιαφέρον των επενδυτών, αφού τα έσοδα από αυτές τις δραστηριότητες αναμένονται να φτάσουν το 2012 στο 23% επί του συνολικού κύκλου εργασιών, έναντι 14% το 2018. Τα iTunes και τα «Apple Software and Services» θα αποτελούν πλέον μεγάλο μέρος των εσόδων για τα επόμενα χρόνια και ως τέτοια θα παρουσιαστούν στα επόμενα Big Events της εταιρείας, όπου μέχρι τώρα λανσάρονταν τα gadgets και τα iDevices, όπως ήταν τα iPhones, τα Apple Watches, τα iPads, τα AirPods.
Η θετική ανταπόκριση της πορείας της μετοχής αποδεικνύει πως η Apple είναι πολύ σκληρή για να πεθάνει και πως βρίσκει νέες λύσεις, νέες αγορές και νέους πελάτες, ακόμα και όταν τα βασικά προϊόντα της δείχνουν πως βρίσκονται στα στάδιο ωρίμανσης. Ήδη η Bank of America Merrill Lynch αναβάθμισε σε «Buy» από «Neutral» την εκτίμησή της για την πορεία της εταιρείας και έθεσε στόχο τα 210 δολ., δηλαδή μια απόδοση της τάξης του +17%, από τη σημερινή τιμή των 179 δολ.
Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο Παρασκευής 15 Μαρτίου