Η Ιαπωνία έχει το μεγαλύτερο δημόσιο χρέος (σε σχέση με το ΑΕΠ) στον κόσμο. Αλλά όλο το χρέος έχει επενδυθεί στα αποθεματικά των δημόσιων και ιδιωτικών Ταμείων Συντάξεων της χώρας. Η χώρα της φαιδράς πορτοκαλέας έχει το δεύτερο μεγαλύτερο χρέος/ΑΕΠ στον κόσμο, αλλά το χρέος αυτό βρίσκεται στα χέρια αλλοδαπών επενδυτών/χρηματοδοτών.
Πρόσφατα προέκυψαν ανήσυχες φωνές που επικαλούνται την έλλειψη αποταμιεύσεων στην ελληνική οικονομία. Άργησαν περισσότερο από ένα τέταρτο του αιώνα να ανακαλύψουν το πρόβλημα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, από τη χρονιά που γίναμε δεκτοί στην Ευρωζώνη, έχουμε την υψηλότερη ροπή προς την κατανάλωση μεταξύ όχι μόνο όλων των χωρών που έχουν υιοθετήσει το ευρώ, αλλά και των «27» της Ε.Ε. Η απόστασή μας από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο παραμένει επί της ουσίας σταθερή, περίπου 10 ποσοστιαίες μονάδες, καθώς η δική μας ροπή προς την κατανάλωση είναι γύρω στο 90% και των Ευρωπαίων κάτω από 80%.
Επομένως, η ακαθάριστη αποταμίευση βρίσκεται τις δύο τελευταίες δεκαετίες κάτω από το 10%, ενώ το αντίστοιχο μέσο ποσοστό στον αναπτυγμένο κόσμο βρίσκεται στο 25%. Ακόμα χειρότερα, η καθαρή αποταμίευση (χωρίς τις αποσβέσεις κεφαλαίου) έχει καταστεί αρνητική από το 2005, αλλά μετά το 2010 το κενό δεν μπορούσε πλέον να καλυφθεί από δανεισμό, και έτσι δημιουργήθηκε μια μείωση στο φυσικό κεφάλαιο της οικονομίας της τάξεως των 100 δισεκατομμυρίων ευρώ (επενδυτικό κενό).
Η έμφαση στο σημείωμα αυτό είναι στον στόχο της αύξησης της εθνικής αποταμίευσης, ούτως ώστε (α) να βρεθούν πρόσθετοι πόροι για τη χρηματοδότηση των επενδύσεων, (β) να βρεθούν πόροι για την επαναγορά της δημόσιας περιουσίας που πωλήθηκε αντί πινακίου φακής την τελευταία 15ετία, και (γ) να αυξηθούν οι δυνατότητες εσωτερικού δανεισμού και να μειωθεί η ιστορική εξάρτηση της χώρας από τον εξωτερικό δανεισμό.
Στις σύγχρονες κοινωνίες η λειτουργία της αποταμίευσης συντελείται με συστηματικό τρόπο μέσα από τα δημόσια και ιδιωτικά προγράμματα ασφάλισης για τους κινδύνους του κύκλου ζωής. Πρόκειται για τη θεσμική αποταμίευση, που χρησιμοποιείται κυρίως για τη χρηματοδότηση της εθνικής οικονομίας, ενώ δημιουργεί θετικά αντανακλαστικά και στους υποψήφιους ξένους επενδυτές.
Ο μόνος τρόπος για την ταχεία και μεγάλη αύξηση της θεσμικής αποταμίευσης είναι η μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος με την εισαγωγή του κεφαλαιοποιητικού πυλώνα, τόσο στις Επικουρικές Συντάξεις, όσο και στα Ταμεία Επαγγελματικής Ασφάλισης, όπως έχει συμβεί στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης.
Για τον λόγο αυτό, ήταν απαραίτητη η ασφαλιστική μεταρρύθμιση του Τρίτου Μνημονίου (2015-2017), αλλά δυστυχώς δεν πραγματοποιήθηκε. Η οριστική επίλυση του ασφαλιστικού προβλήματος της χώρας θα μπορούσε να γίνει μόνο με βάση το συνολικό πρόγραμμα μεταρρύθμισης του ασφαλιστικού που έχει εκπονηθεί στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς [Μ. Νεκτάριος, Π. Τήνιος, και Γ. Συμεωνίδης, «Συντάξεις για Νέους» (Εκδόσεις Παπαζήση, 2018)]. Οι βασικές του ρυθμίσεις ήταν οι εξής :
- Πρώτον, οι υφιστάμενοι συνταξιούχοι και όσοι έχουν ασφαλιστεί πριν το 1993 παραμένουν σε ένα Μεταβατικό Πρόγραμμα, το οποίο ολοκληρώνεται το 2045. Στην περίοδο αυτή οι παροχές παραμένουν στα επίπεδα που έχουν ήδη καθοριστεί από το Τρίτο Μνημόνιο.
- Δεύτερον, για τις νέες γενιές που έχουν ασφαλιστεί μετά το 1993 δημιουργείται νέο σύστημα συντάξεων, με τον διανεμητικό πυλώνα, τον κεφαλαιοποιητικό πυλώνα και τα Ταμεία Επαγγελματικής Ασφάλισης. Οι υποχρεωτικές ασφαλιστικές εισφορές θα είναι 30% χαμηλότερες από τις σημερινές.
- Τρίτον, το ποσοστό αναπλήρωσης των συντάξεων για το νέο σύστημα θα είναι 55%, όσο και με το υφιστάμενο, αλλά με χαμηλότερες εισφορές κατά 30%.
- Τέταρτον, οι ασφαλιστικές εισφορές θα επιβάλλονται επί του ατομικού εισοδήματος μισθωτών και αυτοαπασχολούμενων, και θα εισπράττονται από τις Οικονομικές Υπηρεσίες που συλλέγουν και τους φόρους.
- Πέμπτο, η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων πρέπει να συνδυασθεί με την μείωση του αφορολόγητου που είχε θεσπιστεί το 2018 και θα ίσχυε από την 1.1.2020, αλλά δεν εφαρμόστηκε. Έχει αποδειχθεί ότι η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών αντισταθμίζει πλήρως τις αρνητικές συνέπειες της μείωσης του αφορολόγητου, τόσο για τους μισθωτούς όσο και για τους ελευθέρους επαγγελματίες και τους αγρότες. Δηλαδή, με την προτεινόμενη ρύθμιση θα περιοριζόταν δραστικά η «μαύρη εργασία» με πρωτοβουλία των ιδίων των ενδιαφερομένων. Πρόκειται για τεράστια βελτίωση στην οικονομική οργάνωση της χώρας.
Ποια θα ήταν τα αναμενόμενα αποτελέσματα από την πραγματοποίηση μιας τέτοιας μεταρρύθμισης;
- Πρώτον, η χώρα θα αποκτούσε για πρώτη φορά στην ιστορία της ένα πλήρως φερέγγυο σύστημα συντάξεων, το οποίο μετά την μεταβατική περίοδο μέχρι το 2045, δεν θα χρειαζόταν κρατική χρηματοδότηση.
- Δεύτερον, το «αφανές χρέος» θα είχε μηδενισθεί μετά το 2045, γεγονός που είχε τεκμηριωθεί με σχετική αναλογιστική μελέτη, οπότε η διεθνής επενδυτική κοινότητα θα είχε ενημερωθεί άμεσα ότι η Ελλάδα δεν θα είχε πλέον τις τεράστιες ανάγκες κρατικής χρηματοδότησης του συστήματος συντάξεων, όπως συμβαίνει με το υφιστάμενο σύστημα.
- Τρίτον, το νέο κεφαλαιοποιητικό σύστημα θα δημιουργούσε αποθεματικά 50 δισεκατομμυρίων ευρώ μέχρι το 2030, και 400 δισεκατομμυρίων μέχρι το 2060. Ως ποσοστό του ΑΕΠ, τα αποθεματικά αυτά θα αντιστοιχούσαν στο 25% το 2030 και στο 67% το 2060. Στην περίπτωση αυτή, η χώρα θα είχε την δυνατότητα να μετατρέψει σε εσωτερικό το μεγαλύτερο μέρος του εξωτερικού δημόσιου χρέους και, επίσης, θα διέθετε πλέον τα απαραίτητα κεφάλαια για να επαναγοράσει σημαντικά περιουσιακά στοιχεία και δημόσιες επιχειρήσεις που την τελευταία 15ετία πωλήθηκαν αντί πινακίου φακής.
- Τέταρτον, οι νέες γενιές θα μπορούσαν να εμπιστευτούν το νέο σύστημα διότι αυτό θα λειτουργούσε με ατομικούς λογαριασμούς και οι ασφαλισμένοι θα είχαν άμεση ενημέρωση για τα ποσά που θα συσσωρεύονταν στους λογαριασμούς τους.
- Πέμπτο, η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών θα έδινε την ευχέρεια στους εργαζόμενους να αγοράσουν συμπληρωματικές καλύψεις από τα Ταμεία Επαγγελματικής Ασφάλισης, με αποτέλεσμα να επιτύχουν ποσοστά αναπλήρωσης που θα προσέγγιζαν το 75% συνολικά.
Δυστυχώς, η μεταρρύθμιση αυτή δεν υλοποιήθηκε. Διότι μια δεύτερη γενιά «ειδικών» (επιπλέον, της πρώτης γενιάς «ειδικών», στις δεκαετίες ’80 και ’90, που οδήγησε στην καταστροφή του συστήματος συντάξεων στην περίοδο 2009-2019, με μείωση των συντάξεων κατά 50%), εκτίμησε ότι η προτεινόμενη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών θα υποθήκευε τη λειτουργία του Διανεμητικού Συστήματος Συντάξεων.
Το τραγελαφικό είναι ότι την τελευταία 5ετία έχουν γίνει μειώσεις ασφαλιστικών εισφορών 5,5 μονάδων, και βέβαια τα έσοδα δεν μειώθηκαν διότι αναπτύχθηκε το ΑΕΠ της χώρας, ακριβώς όπως προέβλεπε η μελέτη του Πανεπιστημίου Πειραιώς το 2018.
Εάν είχε λάβει χώρα η εν λόγω μεταρρύθμιση, τα αποθεματικά του κεφαλαιοποιητικού συστήματος συντάξεων, τα κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης, και η προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων, θα μπορούσαν κάλλιστα να εξασφαλίσουν τα 15 δισεκατομμύρια ευρώ που απαιτούνται, κατ’ ελάχιστον, για τη χρηματοδότηση των ετήσιων επενδύσεων μέχρι τουλάχιστον το 2030.
Στην περίπτωση που είχε συμβεί αυτό, ο ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης θα ανερχόταν στο 4%, η ανεργία θα μειωνόταν στο 7,5%, και η σχέση Χρέους/ΑΕΠ θα έπεφτε κάτω από το 100% πριν το 2030. Αυτή ήταν και η μόνη επιλογή που είχε η χώρα για να περάσει σε ένα νέο και σύγχρονο μοντέλο οικονομίας, και να αποφύγει το μόνιμο οικονομικό τέλμα της οικονομικής ανάπτυξης του 1% μέχρι το 2050, που προβλέπουν όλοι οι διεθνείς οργανισμοί.
Συμπερασματικά, η συσσώρευση αποταμιεύσεων στις σύγχρονες οικονομίες γίνεται μέσω της θεσμικής αποταμίευσης των κεφαλαιοποιητικών συστημάτων συντάξεων. Για την Ελλάδα, η ευκαιρία αυτή χάθηκε το 2018, όταν τα πολιτικά κόμματα αναίρεσαν τις διατάξεις που είχαν ψηφίσει στο πλαίσιο του 3ου Μνημονίου, και δεν εφάρμοσαν την πρόταση μεταρρύθμισης του Πανεπιστημίου Πειραιώς του 2018. Έτσι, μεταξύ άλλων, χάθηκε και η ευκαιρία χρηματοδότησης των μακροχρόνιων επενδύσεων της χώρας μέσω της εγχώριας θεσμικής αποταμίευσης.
* Ο Μιλτιάδης Νεκτάριος είναι Καθηγητής Πανεπιστημίου Πειραιώς.