Κανόνες, προκειμένου τα τραπεζικά επιτόκια των δανειακών συμβάσεων να ακολουθούν πιστά τις αυξομειώσεις των επιτοκίων που αποφασίζει η Ευρωπαΐκή Κεντρική Τράπεζα, ορίζει απόφαση του Αρείου Πάγου η οποία εκδόθηκε την περασμένη εβδομάδα.
Στην πράξη το Ανώτατο Δικαστήριο ορίζει ότι οι μεταβολές των επιτοκίων της ΕΚΤ, που αποτελούν και τα επιτόκια βάσης στα τραπεζικά δάνεια, θα πρέπει να ακολουθούνται πιστά από τις τράπεζες, βάζοντας κανόνες σε ένα θέμα, για το οποίο αποδεικνύεται ότι ακόμη και σήμερα, το τοπίο δεν ήταν σαφές.
Στην απόφαση που αφορά πολευτή δικαστική υπόθεση για στεγαστικό δάνειο, το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι κακώς υπήρχε τόσα χρόνια στη σύμβαση ένας Γενικός Όρος Συναλλαγών, σύμφωνα με τον οποίο η τράπεζα δικαιούνταν να μην ακολουθεί πιστά την όποια κάθε φορά μεταβολή του επιτοκίου ΕΚΤ ως επιτοκίου βάσης.
Στο συγκεκριμένο δάνειο το επιτόκιο βάσης ήταν 2,5% και το τελικό επιτόκιο που καλούνταν να πληρώσει ο πελάτης ανέρχονταν σε 4,5%. Ενώ τα τελευταία χρόνια, το επιτόκιο βάσης μειώνονταν συνεχώς, έχοντας σήμερα σχεδόν μηδενιστεί (0,05%) - γεγονός που σημαίνει ότι ο πελάτης θα έπρεπε να πληρώνει ένα τελικό επιτόκιο της τάξης του 2%- εντούτοις εκείνος συνέχιζε να χρεώνεται με το αρχικό επιτόκιο. Κι αυτό, καθώς η συγκεκριμένη τράπεζα αύξανε το συμβατικό επιτόκιο, αντί να το μειώνει, επικαλούμενη τον Γενικό Όρο Συναλλαγών.
Σύμφωνα με αυτόν, που υπάρχει σε πολλές δανειακές συμβάσεις των οποίων το συμβατικό επιτόκιο έχει ως επιτόκιο βάσης εκείνο της ΕΚΤ, η τράπεζα μπορεί σε κάθε μεταβολή του τελευταίου, να αλλάζει και το πρώτο προς οποιαδήποτε κατεύθυνση εκείνη επιθυμεί και μέχρι ποσοστού 200%.
Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι αν το επιτόκιο της ΕΚΤ για παράδειγμα μειωθεί κατά 1%, τότε η τράπεζα που λειτουργεί με τον παραπάνω Γενικό Όρο Συναλλαγών, δικαιούται ακόμη και να αυξήσει -αντί να μειώσει- το συμβατικό της επιτόκιο μέχρι και 2%.
Σύμφωνα με την απόφαση του Αρείου Πάγου που εκδόθηκε την περασμένη εβδομάδα, αφορά σε υπόθεση που ξεκίνησε εδώ και πολλά χρόνια και την οποία χειρίστηκε η δικηγορική εταιρεία “Γρηγόριος-Ευάγγελος Καλαβρός & Συνεργάτες”, ο συγκεκριμένος όρος κρίθηκε ως καταχρηστικός και άκυρος. Τούτο σημαίνει ότι η συγκεκριμένη τράπεζα έχει ξεκινήσει να επανυπολογίζει τις δόσεις του συγκεκριμένου δανείου τόσο αναδρομικά, όσο και για το μέλλον. Σημαίνει δηλαδή ότι πρέπει να ακολουθεί και κατά κατεύθυνση, όπως και κατά ποσοστό, την μεταβολή του επιτοκίου ΕΚΤ ως επιτοκίου βάσης για την διαμόρφωση των τελικών της επιτοκίων.
"Στην πράξη η συγκεκριμένη απόφαση θέτει εμπόδια στην πρακτική των τραπεζών να μεταβάλλουν μονομερώς, μέσω του συγκεκριμένου Γενικού Ορου Συναλλαγών το συμβατικό επιτόκιο, βάζοντας κανόνες σε ένα φλέγον ζήτημα για το οποίο τόσα χρόνια υπήρχε η γενικότερη εντύπωση ότι είχε επιλυθεί", αναφέρει στο liberal.gr ο Αλέξανδρος Καλαβρός, εταίρος της δικηγορικής εταιρείας, η οποία και χειρίσθηκε την υπόθεση.
Τέτοιους όρους, όπως αυτός που κρίθηκε ως καταχρηστικός από τον Άρειο Πάγο, χρησιμοποιούν πολλές ελληνικές τράπεζες για ένα μεγάλο ποσοστό των δανειακών τους συμβάσεων.
Η παραπάνω εξέλιξη ανοίγει το δρόμο σε χιλιάδες δανειολήπτες, εφόσον καταφύγουν στα δικαστήρια, να επωφεληθούν από την συγκεκριμένη απόφαση και να ζητήσουν επανυπολογισμό δόσεων τόσο για το παρελθόν, όσο και για το μέλλον.
Το σκεπτικό του Αρείου Πάγου
Στο σκεπτικό της απόφασης, ο Άρειος Πάγος επισημαίνει ότι ο συγκεκριμένος Γενικός Όρος Συναλλαγών είναι νόμιμος, αλλά μόνο εφόσον συντρέχουν συγκεκριμένα κριτήρια τα οποία και ο δικαστήριο είχε ονοματίσει, δηλαδή γενικότερες οικονομικές συνθήκες, κόστος χρήματος και χρηματοπιστωτικός κίνδυνος. Αν η τράπεζα επικαλούνταν κάποια από τα παραπάνω κριτήρια και τα αιτιολογούσε προς τον πελάτη, τότε θα μπορούσε και να εφαρμόσει τον παραπάνω όρο. Αλλά, σύμφωνα πάντα με το Ανώτατο Δικαστήριο, η συγκεκριμένη τράπεζα αύξησε το επιτόκιο χωρίς να εφαρμόσει τα παραπάνω κριτήρια ή να δικαιολογήσει την απόφασή της προς τον συγκεκριμένο δανειολήπτη. Ειδικά τα τελευταία χρόνια, και ενώ η ΕΚΤ μείωνε συνεχώς τα δικά της επιτόκια, αυτά δηλαδή με τα οποία δανείζονται οι τράπεζες, τίποτα από τα παραπάνω δεν θα μπορούσε να αποτελέσει επαρκή αιτία για να μην μειωθεί και το επιτόκιο βάσης. Τα κριτήρια αυτά θα είχαν νόημα να εφαρμοσθούν μόνο στην αντίθετη περίπτωση.