Είναι πολύ ενθαρρυντικό ότι η Pfizer αναπτύσσει στην Θεσσαλονίκη ένα κέντρο τεχνητής νοημοσύνης που θα συμβάλει στην αναβάθμιση της τεχνολογίας φαρμάκου και τη βελτίωση της υγείας των ανθρώπων. Ωστόσο χρειάζομαστε πολλές Pfizer. Πιθανώς μάλιστα η επένδυση να μην είχε γίνει αν ο επικεφαλής της αμερικανικής εταιρείας δεν έλκυε την καταγωγή του από τη συμπρωτεύουσα.
Η επένδυση της Pfizer συνιστά μέρος ενός παγκόσμιου δικτύου της αμερικανικής πολυεθνικής εταιρείας, με αντικείμενο την υψηλή τεχνολογία, όπως η ανάλυση μεγάλου όγκου δεδομένων (big data analytics) και η τεχνητή νοημοσύνης Σκοπός του είναι η βελτίωση της ζωής των ασθενών σε όλο τον κόσμο.
Ωστόσο η επένδυση αυτή πιθανώς να μην είχε γίνει αν ο επικεφαλής της αμερικανικής εταιρείας, Αλμπερτ Μπουρλά, δεν έλκυε την καταγωγή του από την Θεσσαλονίκη. Το ίδιο ισχύει για την γερμανική Team Viewer η οποία δημιούργησε μια μονάδα παραγωγής λογισμικού στα Ιωάννινα. Ενας από τους επικεφαλής του εποπτικού συμβουλίου της εταιρείας και διαχειριστής του επενδυτικού κεφαλαίου Permira, ο Γιορκ Ροκενχάουζερ (Jörg Rockenhäuser), είναι λάτρης της Ελλάδας και διαθέτει εξοχικό στην Κέρκυρα.
Κάπως έτσι αναπτύσσονται στη χώρα μας οι εστίες καινοτομίας και παραγωγής υψηλής τεχνολογίας. Με «γνωριμίες» και με «φιλότιμο». Αλλά από μόνα τους δεν αρκούν. Χρειαζόμαστε πολλές ακόμη Team Viewer και Pfizer.
Δεν αρκεί το "φιλότιμο"
Δεν θα έρθουν αν δεν απλουστεύσουμε κανόνες και διαδικασίες. Αν δεν άρουμε τα αντικίνητρα για παραγωγή και εργασία. Αν δεν απελευθερώσουμε ισχυρές δυνάμεις μεσα στην χώρα. Δεν θα προσελκύσουμε φυσικό και ανθρώπινο κεφάλαιο από το εξωτερικό καθιστώντας τη χώρα πόλο έλξης, αν δεν αλλάξουμε το σύστημα απονομής δικαιοσύνης, εκπαίδευσης, υγείας ή δμόσιας διοίκησης. Αν δεν γίνει κατανοητό ότι αυτά δεν μπορούν να αφορούν μόνο μια κυβέρνηση.
Οταν γίνουν τα παραπάνω, θα αλλάξει και η βαθμολογία της χώρας σε όρους καινοτομίας και αξιοποίησης της τεχνολογίας. Δεκάδες μελέτες και έρευνες, είτε της Ε.Ε. (Digital Economy Society Index, EU Innovation Scoreboard), είτε διεθνών οργανισμών όπως WEF (Global Competitiveness Index, CGI), Insead (Global Innovation Index), μας κατατάσσουν πολύ χαμηλά. Και αυτό, παρ' ότι διαθέτουμε κατά γενική ομολογία καλούς επιστήμονες.
Το 3% των κορυφαίων επιστημόνων
Σύμφωνα με τον καθηγητή του Στάνφορντ Γιάννη Ιωαννίδη, περίπου το 3% των κορυφαίων επιστημόνων είναι Έλληνες. Αυτό συνιστά μεγάλη επιτυχία δεδομένου ότι οι Έλληνες αντιστοιχούν στο 0,2% του πληθυσμού του πλανήτη. Ωστόσο, μόνον 1 στους 7 από τους κορυφαίους επιστήμονες της χώρας ζει και εργάζεται στη χώρα. Η συντριπτική πλειοψηφία εργάζεται στο εξωτερικό για κυβερνήσεις, ερευνητικά ιδρύματα, πολυεθνικές επιχειρήσεις, κ.ό.κ.
Τα παραπάνω διαπιστώνει και η έκθεση Πισσαρίδη για την ανάκαμψη της οικονομίας. «Ένας μικρός αριθμός πολυεθνικών έχει κέντρα έρευνας ή και παραγωγής προϊόντων υψηλής τεχνολογίας στην Ελλάδα για την διεθνή αγορά», αναφέρει χαρακτηριστικά. «Δυνητικά μπορούν να έρθουν πολύ περισσότερες, ιδίως για δραστηριότητες που δεν απαιτούν βιομηχανική εγκατάσταση», δηλαδή επενδύσεις εντάσεως γνώσης, όπως για παράδειγμα είναι το Κέντρο Έρευνας τη Pfizer.
Τρεις δρόμοι
Υπάρχουν τρεις διαδρομές για να συμβεί αυτό, σημειώνει η έκθεση: Εξαγορά μιας εγχώριας επιχείρησης και μετά επέκταση του μεγέθους της ομάδας (π.χ. Beat). Επέκταση της εγχώριας θυγατρικής που κάνει πωλήσεις ή παρέχει υπηρεσίες και σε κέντρο έρευνας και ανάπτυξης (Nokia, Accenture). Εγκατάσταση (Pfizer, Tesla). Η πρώτη διαδρομή εξαρτάται από την διαθεσιμότητα των εγχώριων επιχειρήσεων. Οι άλλες δύο, από την διαθεσιμότητα στελεχών ή/και ερευνητικών εργαστηρίων με σημαντικό έργο.
Κατά συνέπεια, αν θέλει η χώρα να ανέβει στην σκάλα της καινοτομίας και να φέρει πίσω τους επιστήμονές της, πρέπει να φέρει πολλές πολυεθνικές. Και αυτό να συμβεί, όχι επειδή ο επικεφαλής της εταιρείας έλκει την καταγωγή του από την Ελλάδα, αλλά με ανταγωνιστικούς όρους.
Μικρά βήματα πάντως γίνονται. Κέντρο καινοτομίας στην Θεσσαλονίκη, εκτός από την Pfizer δημιουργεί η αμερικανική Cisco και η Deloitte. Επίσης ευκαιρίες ψάχνουν οι γαλλικές επιχειρήσεις Solaris για παραγωγή υδρογόνου στη Δ. Μακεδονία και Safran για συντήρηση κινητήρων αεροσκαφών. Η γερμανική Volkswagen επίσης κοιτάζει τη Θάσο για να δημιουργήσει πίστα αξιολόγησης των οχημάτων που κατασκευάζει.
Φορείς τεχνογνωσίας ακόμη είναι και οι λιγότερο «φαντεζί» επενδύσεις, όπως είναι εκείνες της Fraport στα περιφερειακά αεροδρόμια και της Snam. Οι επιχειρήσεις αυτές εκπαιδεύουν μια γενιά νέων στελεχών που αύριο-μεθαύριο θα μεταφέρουν την εμπειρία τους σε άλλες αντίστοιχες (και όχι μόνον) επιχειρήσεις.
Έτσι δημιουργούνται καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας και τελικά πλούτος στην χώρα. Αντίθετα οι μικρές επιχειρήσεις και οι αυτοαπασχολούμενοι, έχουν χαμηλή παραγωγικότητα, δημιουργούν μικρά εισοδήματα και δεν διαθέτουν καμία ανταγωνιστικότητα. Το χειρότερο αποτελούν εστία παραοικονομίας.
Η ευκαιρία είναι μοναδική. Η ελληνική κοινωνία έχοντας δεχτεί δύο απανωτά πλήγματα από την κρίση του 2009 και τη πανδημική κρίση, έχει αποτινάξει την κυρίαρχη ιδεολογία της αριστεράς, που θέλει τις πολυεθνικές επιχειρήσεις μοχλούς για την απομύζηση της εργατικής προσπάθειας.
Πλέον η ελληνική κοινωνία αποδέχεται την αριστεία και τη επιβράβευση της προσπάθειας. Και προς την κατεύθυνση αυτή, οι θυγατρικές πολυεθνικών, όπως επίσης και οι μεγάλου μεγέθους επιχειρήσεις της χώρας, μπορούν να συμβάλλουν καλύτερα από οποιονδήποτε άλλο.