Την "χρυσή τομή" ανάμεσα στις καλές της σχέσεις με το Πεκίνο και εκείνες με την Ουάσινγκτον αναζητά η κυβέρνηση στο λιμάνι του Πειραιά. Από τη μια πλευρά δεν θέλει να δυσαρεστήσει τον μεγάλο επενδυτή και εκσυγχρονιστή του μεγαλύτερου λιμένα της χώρας Cosco, αλλά από την άλλη πλευρά επιχειρεί να κρατήσει τις ισορροπίες απέναντι στα αμερικανικά συμφέροντα που μπαίνουν δυναμικά στην ναυπηγική βιομηχανία της χώρας, καθώς επίσης να μην δυσαρεστήσει τη κοινότητα, τους φορείς και τις επιχειρήσεις του Πειραιά. Και όλα αυτά σε μια στιγμή όπου η κινέζική εταιρεία δείχνει να περιέρχεται σε δύσκολη θέση λόγω του νέου κοινοτικού πλαισίου ελέγχου των άμεσων ξένων επενδύσεων (ΑΞΕ) στη ζώνη της Ε.Ε.
Στον Πειραιά, δεν είναι μόνον η κόντρα που έχει δημιουργηθεί με τον Σύνδεσμο Επιχειρήσεων Ναυπηγικής Βιομηχανίας (ΣΕΝΑΒΙ) για τη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη του Πειραιά, αλλά και η υποχρεωτική υιοθέτηση της ψηφιακής πλατφόρμας ελέγχου της ροής των εμπορευμάτων που εισέρχονται στον Πειραιά, έχουν «ανάψει» τα αίματα σε εφοπλιστές, ναυλομεσίτες κ.λπ. Ένα τρίτο μέτωπο δημιουργεί και ο διορισμός κοινής διοίκησης στον ΟΛΠ και τον Σταθμός Εμπορευματοκιβωτίων Πειραιά (ΣΕΠ) Α.Ε.
Αναφορικά με το τελευταίο, η Cosco ξεπέρασε τα όρια της ορθής εταιρικής διακυβέρνησης, ορίζοντας τον ίδιο διευθύνοντα σύμβουλο, Zhang Anming, τόσο στον ΟΛΠ όσο και στον ΣΕΠ. Σημειώνεται ότι ο ΟΛΠ διαχειρίζεται τον Προβλήτα Ι στον λιμάνι και η ΣΕΠ τους προβλήτες ΙΙ και ΙΙΙ. Και παρόλο που οι δύο εταιρείες ελέγχονται πλειοψηφικά από την Cosco, ο ΣΕΠ είναι μια μονομετοχική επιχείρηση ελεγχόμενη από την Csoco, ενώ ο ΟΛΠ είναι πολυμετοχική και μάλιστα εισηγμένη στο ΧΑ. Οι μέτοχοι της μειοψηφίας του ΟΛΠ, σίγουρα δεν έχουν τα ίδια συμφέροντα με εκείνα του 51% του ΟΛΠ που ταυτίζονται με το 100% του ΣΕΠ.
H δεύτερη κόντρα Cosco με την κοινότητα του Πειραιά, προέρχεται από την λειτουργία της ηλεκτρονικής πλατφόρμας ελέγχου της ροής των φορτίων, στον ΣΕΠ. Πρόκειται για την πλατφόρμα Hellenic Port Community System (HPCS) μέσω της οποία καταγράφεται η ροή του εμπορεύματος σε όλα τα στάδια, από την παραγωγή έως και την μετακίνησή του στα ράφια των καταστημάτων. Μια τέτοιου είδους πληροφορία ωστόσο, όταν κατέχεται από ιδιώτες εγείρει ζητήματα ανταγωνισμού και για το λόγο αυτό πολλοί είναι εκείνοι που αντιδρούν.
Μεταξύ όσων αντιδρούν είναι το Εμπορικό και Βιοτεχνικό Επιμελητήριο Πειραιά (ΕΒΕΠ) και το Ναυτικό Επιμελητήριο Ελλάδος (ΝΕΕ), τα οποία με επιστολές τους στην κυβέρνηση αντιτάχθηκαν στην δημιουργία του ηλεκτρονικού μητρώου εμπορευμάτων από τον ΣΕΠ. «Η ΣΕΠ έβαλε μπροστά την 1η Οκτωβρίου την επίμαχη πλατφόρμα HPCS, όχι όμως η ΟΛΠ Α.Ε. Κάποιοι έχουν ήδη γραφτεί στην πλατφόρμα καθώς πιστεύουν ότι ως «πρόθυμοι» θα κάνουν τη δουλειά τους με το «αντίπαλο δέος» της PCT», ανέφερε ανακοίνωση του ΕΒΕΠ στην οποία σημειώνονταν ότι οι δύο φορείς έχουν ενημερώσει τους αρμόδιους υπουργούς για το θέμα που έχει δημιουργηθεί.
Το ζήτημα πιθανώς να μην είχε προκύψει, αν η ελληνική κυβέρνηση είτε αυτή, είτε η προηγούμενη, είχαν κάνει τη δουλειά τους. Αυτό θα ήταν να είχε δημιουργηθεί μια κρατικά ελεγχόμενη (π.χ. το υπουργείο Ναυτιλίας, την Ρυθμιστική Αρχή Λιμένων κ.ο.κ.) πλατφόρμα καταγραφής των εμπορευμάτων που διέρχονται ή φτάνουν στα ελληνικά λιμάνια. Η Cosco μέσω του ΣΕΠ απλά αξιοποίησε το κενό που υπάρχει σε αυτή τη καθ' όλα λογική καταγραφή των εμπορευμάτων.
Πάντως όπως αφήνει να εννοηθεί το ΕΒΕΠ, δεν θα αργήσει να δημιουργηθεί η δημόσια πλατφόρμα καταγραφής των εμπορευμάτων στον λιμένα Πειραιά (και όχι μόνο). «Η κρατική πλατφόρμα για όσους γνωρίζουν θα ενεργοποιηθεί σε σύντομο χρόνο και η νομοθετική πρωτοβουλία θα τρέξει άμεσα», αναφέρει η ανακοίνωση του ΕΒΕΠ.
Η ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη και ο αμερικανικός παράγοντας
Η τρίτη κόντρα αφορά στην Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη (ΝΕΖ) του Πειραιά. Αρχικά η Cosco είχε δηλώσει ότι δεν ενδιαφέρεται να αναλάβει η ίδια την επισκευή/συντήρηση σκαφών στην ΝΕΖ του Περάματος. Την υπόσχεση αυτή έδωσε στις σχετιζόμενες με την ΝΕΖ επιχειρήσεις (ΣΕΝΑΒΙ), κάτι που ωστόσο δεν έπραξε με την υπογραφή ενός μνημονίου που ζητήθηκε από την πλευρά των επιχειρήσεων της ΝΕΖ. Η Cosco αντί για την υπογραφή του σχετικού μνημονίου, έκανε στροφή 180 μοιρών και δήλωσε ότι δεν θέλει να απεμπολήσει το σχετικό δικαίωμα.
Η αλλαγή στάση της Cosco στο θέμα αυτό, προήλθε από δύο παράγοντες. Πρώτον, οι εξελίξεις στα ελληνικά ναυπηγεία με τη διείσδυση του αμερικανικού παράγοντα. Ο τελευταίος, έχοντας τον έλεγχο στα δύο από τα τρία ελληνικά ναυπηγεία (Σύρος και Ελευσίνα) και προσπαθώντας να ελέγξει και το τρίτο και μεγαλύτερο ναυπηγείο της χώρας (ΕΝΑΕ), δημιουργεί μια «δαγκάνα» για την Cosco και τα πλοία που φτάνουν στον Πειραιά και πιθανώς χρειάζονται κάποιους είδους συντήρηση. Η Cosco προφανώς δεν θέλει να εξαρτάται η συντήρηση αυτή από τρίτους και ειδικά από Αμερικανούς.
Ο δεύτερος παράγοντας που επηρέασε τη στάση της Cosco, είναι το νέο κοινοτικό πλαίσιο ελέγχου των άμεσων ξένων επενδύσεων (ΑΞΕ) στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Το πλαίσιο αυτό επιχειρείται να ελεγχθούν οι ΑΞΕ που γίνονται από τρίτες χώρες στην Ε.Ε. σε στρατηγικούς τομείς (π.χ. ενέργεια, υποδομές κ.λπ.) της ευρωπαϊκής οικονομίας. Αν και δεν κατονομάζεται, προφανής στόχος του νέου πλαισίου ελέγχου των ΑΞΕ από τρίτες χώρες, είναι οι κινεζικές επενδύσεις που τα τελευταία 10 χρόνια έχουν φέρει σημαντικά περιουσιακά στοιχεία σε κινεζικές επιχειρήσεις.
Πάντως πρέπει να σημειωθεί ότι, σε σχέση με το θέμα της ΝΕΖ στο Πέραμα, το master plan της αξιοποίησης του ΟΛΠ από την Cosco, κατά τη σύμβαση παραχώρηση του 51% από το ΤΑΙΠΕΔ, δεν προέβλεπε κάτι σχετικό. Η συνέχιση της λειτουργίας της ΝΕΖ υπό το καθεστώς προ της ιδιωτικοποίησης του ΟΛΠ αποτελούσε μια συμφωνία στα λόγια και όχι στα χαρτιά. Έτσι κανείς δεν μπορεί σήμερα να ισχυριστεί ότι η Cosco παραβιάζει κλειστές πόρτες.
Πληροφορίες αναφέρουν ότι η εταιρεία έχει αναφερθεί γραπτώς προς την ελληνική Επιτροπή Ανταγωνισμού, ότι δεν θα δημιουργήσει δικές της ναυπηγοεπισκευαστικές δραστηριότητες. Ωστόσο αν αυτό συμβαίνει, θα πρέπει να δει κάποιος πως είναι διατυπωμένο και σίγουρα δεν εγείρει ζήτημα παραβίασης μιας γραπτής συμφωνίας.
Όλα τα παραπάνω, έχουν φέρει σε δύσκολη θέση την κυβέρνηση που επιχειρεί να ισορροπήσει πάνω σε ένα σχοινί το οποίο δέρνει ο άνεμος. Η κυβέρνηση γνωρίζει ότι η Cosco είναι ένα μεγάλος και σημαντικός επενδυτής για τη χώρα που μάλιστα στήριξε τη χώρα, σε εποχές που τα ελληνικά περιουσιακά στοιχεία ήταν στα αζήτητα. Κυρίως αναφερόμαστε στην μνημονιακή περίοδο που η αγορά κρέμονταν στις επενδύσεις της Cosco.
Από την άλλη πλευρά η ελληνική κυβέρνηση σίγουρα δέχεται πιέσεις, κυρίως από τον αμερικανικό παράγοντα, να περιορίσει το ρόλο της κινεζικής εταιρείας στον Πειραιά και στην χώρα. Γι’ αυτό κι επιχειρεί να κρατήσει χαμηλά την υπόθεση. Είναι ωστόσο σίγουρο ότι, τα προβλήματα που έχουν δημιουργηθεί και η δυναμική που έχει αναπτυχθεί, δεν μπορούν να λυθούν στον Πειραιά και ότι όποιες λύσεις προκύψουν θα περιλάβουν τόσο την Αθήνα όσο και το Πεκίνο.