Του Γιώργου Φιντικάκη
Δεκάδες χιλιάδες ελεύθεροι επαγγελματίες και μικρομεσαίες επιχειρήσεις που δεν πρόλαβαν να μπουν στην ρύθμιση των 120 δόσεων, είναι οι αποδέκτες του νέου εξωδικαστικού συμβιβασμού, για αυτόματο «κούρεμα» κεφαλαίου, δίχως ανθρώπινη παρέμβαση, που έρχεται εντός των επόμενων μηνών.
Το τάιμινγκ της κινητικότητας που παρατηρείται γύρω από την ρύθμιση που θα ανακοινωθεί έως το τέλος του έτους, και στην οποία αναφέρθηκε ξανά χθες ο υπ. Ανάπτυξης Αδ. Γεωργιάδης, δεν είναι τυχαίο.
Συμπίπτει με την εκπνοή στις αρχές του μηνός της ευνοϊκής διάταξης των 120 δόσεων για χρέη προς εφορία και ταμεία, υπό την έννοια ότι οι πολλές δεκάδες χιλιάδες που δεν κατάφεραν να ενταχθούν σε αυτήν, δεν έχουν πλέον άλλη ευκαιρία, παρά τον νέο εξωδικαστικό συμβιβασμό.
Είναι η μοναδική δυνατότητα που διαθέτουν οι επιχειρήσεις και οι ελεύθεροι επαγγελματίες με χρέη, προκειμένου να τα διακανονίσουν, σε μέχρι και 120 δόσεις, μαζί με κούρεμα προστίμων και προσαυξήσεων.
Στο νέο αυτοματοποιημένο εξωδικαστικό συμβιβασμό, η δόση της ρύθμισης θα προκύπτει από μια αλγοριθμική εξίσωση που θα συνυπολογίζει τα εισοδήματα μαζί με την κινητή και ακίνητη περιουσία του οφειλέτη, και όχι από κάποιον υπάλληλο της ΑΑΔΕ, του ΕΦΚΑ ή των Τραπεζών.
Η ανθρώπινη παρέμβαση, που ήταν και ο λόγος για τον οποίο ο εξωδικαστικός έχει μέχρι τώρα παράξει μηδενικά αποτελέσματα, καθώς όταν η συζήτηση έφτανε στο «κούρεμα» του κεφαλαίου, τα στελέχη του Δημοσίου και των τραπεζών, αρνούνταν να υπογράψουν, φοβούμενα ότι θα βρεθούν κατηγορούμενα στα δικαστήρια, παύει πλέον να υφίσταται.
Η διαγραφή μέρους του κεφαλαίου της οφειλής θα προκύπτει αυτόματα όταν πρόκειται για ελεύθερους επαγγελματίες και μικρομεσαίες επιχειρήσεις, μέσα από ένα ειδικό λογισμικό, που θα λαμβάνει υπ'' όψιν ως κριτήρια τα εισοδηματικά και περιουσιακά στοιχεία του κάθε οφειλέτη.
Τα παραπάνω δεν ισχύουν για την περίπτωση των μεγαλύτερων επιχειρήσεων. Σε αυτές, συνεχίζει να υφίσταται η διαδικασία της διαπραγμάτευσης, προκειμένου να υπολογιστεί το ακριβές ποσό της διαγραφής. Εδώ όμως, δηλαδή για τις μεγάλες επιχειρήσεις, έρχεται να «κουμπώσει» η διάταξη που βρίσκεται στα σκαριά, αυτή για την παροχή προστασίας των στελεχών τραπεζών και δημοσίου σε περιπτώσεις που προκύπτει διαγραφή κεφαλαίου. Δεν θα προβλέπει ασυλία για τους υπάλληλους του Δημοσίου και των τραπεζών, ωστόσο θα προσφέρει προστασία από ποινικές και αστικές ευθύνες για πράξεις σαν την παραπάνω. Η ρύθμιση θεωρείται «κλειδί» για να πάψει ο αρμόδιος υπάλληλος να φοβάται δικαστικές περιπέτειες, με αιτιάσεις, του τύπου ότι κακώς αποφάσισε «κούρεμα» π.χ. ύψους 50% επί του κεφαλαίου οφειλής μιας εταιρείας, και όχι ποσοστού 20%, 30% ή 40%.
Το νέο σύστημα παρουσιάστηκε πρόσφατα στους θεσμούς, οι οποίοι ναι μεν το αποδέχτηκαν, ωστόσο δεν έκρυψαν και τις ανησυχίες τους. Βασική τους επιφύλαξη ήταν ότι το «κούρεμα» κεφαλαίου μπορεί να οδηγήσει σε διαγραφές πολύ μεγάλων ποσών, γι' αυτό και η ελληνική πλευρά έσπευσε να τους διαβεβαιώνει ότι θα υπάρξουν ρήτρες ασφαλείας, τις οποίες και θα περιλαμβάνει η νέα ρύθμιση.
Τα μέχρι τώρα στοιχεία για την πορεία του εξωδικαστικού δείχνουν στασιμότητα. Έως τον Απρίλιο του 2019, πριν δηλαδή ψηφιστεί ο νόμος για τις 120 δόσεις, ο ρυθμός υποβολής αιτήσεων ένταξης στον εξωδικαστικό ήταν αυξητικός. Έκτοτε φρέναρε απότομα, με αποτέλεσμα οι αιτήσεις να παραμένουν στα επίπεδα των 7.000, και η ελπίδα είναι ότι τώρα, μετά και το οριστικό τέλος των 120 δόσεων, το ενδιαφέρον θα αναζωπυρωθεί.
Εκ των συνολικά 7.000 αιτήσεων, έως σήμερα έχουν ολοκληρωθεί επιτυχώς οι 2.100, εκ των οποίων μόλις οι 50 αφορούν σε μεγάλες επιχειρήσεις (π.χ. Α.Ε.), ενώ το 97% είναι ατομικές, ελεύθεροι επαγγελματίες και αγρότες, με μικρά χρέη 2.000, 3.000 και 4.000 ευρώ.
Κι όλα αυτά όταν ο αριθμός των επιχειρήσεων που διερευνούν την πιθανότητα ένταξης, ανέρχεται σε πολλές χιλιάδες.
Η υπόθεση του εξωδικαστικού ξεκίνησε πολύ φιλόδοξα, ωστόσο στην πορεία παρήγαγε σχεδόν ανύπαρκτα αποτελέσματα. Το πρόβλημα είναι πολλαπλό. Έγκειται στον μηχανισμό που προβλέπει ο νόμος, να καταγράφονται τα πραγματικά δεδομένα σε ειδικό λογισμικό, από το οποίο να προκύπτει αν η επιχείρηση είναι βιώσιμη ή μη. Το 99% όμως των επιχειρήσεων έχουν κριθεί ως μη βιώσιμες.
Το έτερο πρόβλημα είναι ότι ο νόμος προβλέπει έκθεση ορκωτού λογιστή για την μελλοντική εξέλιξη της επιχείρησης, την οποία εν συνεχεία καλείται να αποδεχθεί ή όχι ένας υπάλληλος του κρατικού μηχανσιμού (ΑΑΔΕ, ΕΦΚΑ) ή από τις τράπεζες. Όταν οι οφειλέτες ζητούν 120 δόσεις μαζί με «κούρεμα» προστίμων και προσαυξήσεων, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα, και το αίτημα ικανοποιείται. Όταν όμως έρχεται η ώρα να ζητήσουν και «κούρεμα» κεφαλαίου, τότε τίθεται θέμα ανάληψης της ευθύνης, και τα πάντα μπλοκάρουν, για τον απλούστατο λόγο, ότι ο νόμος αφήνει στην διακριτική ευχέρεια του υπαλλήλου να κρίνει το ύψος του «κουρέματος», επιτρέποντας θεωρητικά ακόμη και το.... 100% της οφειλής. Ουδείς θέλει να πάρει την ευθύνη ακόμη και για περιπτώσεις με μικρά χρέη, πόσο μάλλον όταν πρόκειται για μεγάλες επιχειρήσεις που χρωστούν πολλά εκατομμύρια.