Βαφτίζουν «αναπτυξιακά» τα πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% για να χρυσώσουν το χάπι της λιτότητας

Βαφτίζουν «αναπτυξιακά» τα πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% για να χρυσώσουν το χάπι της λιτότητας

Του Βασίλη Γεώργα

Η αναβάπτιση της λιτότητας σε… ανάπτυξη είναι το τρικ με το οποίο η κυβέρνηση θα επιδιώξει τον «έντιμο» συμβιβασμό με τους δανειστές στο ανοιχτό μέτωπο του ύψους των πρωτογενών πλεονασμάτων μετά το τέλος του 3ου μνημονίου.

Η πρόταση να παραμείνει ο στόχος των πρωτογενών πλεονασμάτων στο 3,5% αλλά με την προϋπόθεση το 1% να διοχετεύεται μετά το 2018 σε αναπτυξιακά κίνητρα όπως οι μειώσεις φόρων και εισφορών, θεωρείται ιδανικός συμβιβασμός για την κυβέρνηση και τους ευρωπαίους υποστηρικτές της, εφόσον φυσικά τον αποδεχθεί το Eurogroup και ειδικά το Βερολίνο. Η συγκεκριμένη πρόταση συζητήθηκε εκτενώς στη συνάντηση που είχε χθες ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας με τον απερχόμενο πρόεδρο του ευρωκοινοβουλίου Μάρτιν Σουλτς και θα τεθεί και σήμερα στη συνάντηση του Πρωθυπουργού με την Angela Merkel, χωρίς εντούτοις να υπάρχουν ενδείξεις ότι η ευρωζώνη είναι διατεθειμένη να το αποδεχτεί.

Η ελληνική πλευρά υποστηρίζει ωστόσο ότι με τον τρόπο αυτό οι χώρες μέλη θα εμφανιστούν ότι τηρούν κατά γράμμα τη συμφωνία του μνημονίου που προβλέπει τη δημιουργία 6,5 δισ. ευρώ σε πρωτογενή πλεονάσματα ετησίως από την Ελλάδα, αλλά και η κυβέρνηση θα μπορεί να υποστηρίξει ότι… πέτυχε την τροποποίηση της επειδή θα μπορεί να «επιστρέφει» ένα μεγάλο μέρος των πλεονασμάτων (περίπου 1,8 δισ. ευρώ) πίσω στην οικονομία μέσα από αναπτυξιακές παροχές.

Έτσι ενώ επί της ουσίας ο στόχος για την επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων θα παραμείνει αμετάβλητος στο 3,5% και η λιτότητα θα είναι το κυρίαρχο στοιχείο της οικονομικής πολιτικής, η κυβέρνηση θα έχει βρει τον τρόπο να χρυσώσει το χάπι και να ζητήσει από τους φορολογούμενους να κάνουν τις θυσίες που απαιτούνται στο όνομα της μελλοντικής ανάπτυξης. Είναι μια παραλλαγή του σχεδίου της σύνδεσης των υψηλών πλεονασμάτων με μια «ρήτρα ανάπτυξης».

Στη θεωρία πρόκειται για ένα πολύ καλό σενάριο, ενώ και ως λύση είναι σαφώς πολύ καλύτερη από το να κατευθύνονται τα πρωτογενή πλεονάσματα αποκλειστικά στη μείωση του χρέους, δηλαδή στα ταμεία των δανειστών. Σκοντάφτει, όμως, σε συγκεκριμένα προβλήματα καθώς ενώ πρόκειται κατά βάση για μια πολιτική απόφαση, παράλληλα θα έχει οικονομικές επιπτώσεις και για τους πιστωτές της χώρας.

Ένα από αυτά τα προβλήματα είναι ότι η «αφαίρεση» του 1% που υπό τους όρους που προβλέπονται στις συμφωνίες του Eurogroup θα κατευθύνονταν στην αποπληρωμή του χρέους, προϋποθέτει στο μέλλον μεγαλύτερη αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους μέσω των λεγόμενων «μεσοπρόθεσμων» μέτρων. Προς το παρόν οι περισσότερες χώρες της ευρωζώνης με πρωτεργάτρια τη Γερμανία, απορρίπτουν άλλες σοβαρές παρεμβάσεις στο χρέος, που θα είχαν ως αποτέλεσμα να καταγράψουν ζημιές. Ειδικά το Βερολίνο ζητά να παραμείνουν στο 3,5% τα πρωτογενή πλεονάσματα για μια δεκαετία καθώς θεωρητικά έτσι επιτυγχάνεται η «βιωσιμότητα» του ελληνικού χρέους.

Δεύτερον δεν απαντά στο ερώτημα τι θα συμβεί με την υποχρέωση που έχει αναλάβει η Ελλάδα με βάση την τελευταία απόφαση του Eurogroup να νομοθετήσει δημοσιονομικά μέτρα και έναν «μηχανισμό» μέσω του οποίου θα διασφαλίζονται οι στόχοι επίτευξης των πρωτογενών πλεονασμάτων μετά το 2018. Η υποχρέωση για δρομολόγηση μέτρων ήρθε ως αποτέλεσμα της πίεσης που ασκείται στην Ελλάδα να παράσχει εγγυήσεις στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο το οποίο ανοιχτά πλέον θέτει θέμα περικοπής συντάξεων, και μείωσης στο αφορολόγητο όριο.