Την ώρα που η οικονομία της Ευρωζώνης εντυπωσιάζει και η μείωση του πολιτικού κινδύνου βελτιώνει το επιχειρηματικό και καταναλωτικό κλίμα, η Ελλάδα δεν αποκλείεται να οδηγηθεί σε τέταρτο μνημόνιο, ενώ θα χρειαστεί σημαντική ελάφρυνση του χρέους για να παραμείνει στην Ευρωζώνη, σύμφωνα με όσα εκτιμά η Capital Economics.
Σε έκθεσή της για την οικονομία της Ευρωζώνης η Capital Economics προβλέπει την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας στο 0,5% το 2017 και στο 1% το 2018.
Πιο αναλυτικά, η Capital Economics αναφέρει τα ακόλουθα:
«Η Ελλάδα εντέλει πέρασε επιτυχώς τη δεύτερη αξιολόγηση και έλαβε τη δόση των 7,7 δισ. ευρώ από τον ESM στις αρχές Ιουλίου, γεγονός που της επέτρεψε να καλύψει τις λήξεις των ομολόγων. Ακόμη 800 εκατ. ευρώ θα δοθούν τον Σεπτέμβριο αν έχουν πληρωθεί κάποια ληξιπρόθεσμα του δημοσίου έως τότε. Δεν υπάρχουν σημαντικές πληρωμές χρέους για τον επόμενο χρόνο.
Τουλάχιστον εν μέρει εξαιτίας των ανωτέρω, η οικονομία δείχνει και πάλι προσωρινά σημάδια ανάκαμψης. Η αύξηση του μεταποιητικού PMI πάνω από το επίπεδο «στασιμότητας» του 50 υποδεικνύει ότι το ΑΕΠ πιθανότατα επεκτάθηκε ξανά στο β'' τρίμηνο, μετά το +0,4% στο α'' τρίμηνο. Επιπρόσθετα, κάποιες επιτυχημένες προσπάθειες στη δημοσιονομική προσαρμογή οδήγησαν την Κομισιόν να τερματίσει τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος για την Ελλάδα.
Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα μία ενθαρρυντική πτώση στο κόστος δανεισμού του δημοσίου, με την απόδοση του δεκαετούς να υποχωρεί στο 5,3%. Συνεπώς, είναι έντονη η φημολογία ότι η κυβέρνηση θα δοκιμάσει σύντομα να επιστρέψει στις αγορές, αρχίζοντας με μία έκδοση πενταετούς.
Όμως και πάλι, οι Ευρωπαίοι πιστωτές θα πρέπει να συμφωνήσουν σε μεγάλη ελάφρυνση χρέους πριν το ΔΝΤ στηρίξει πλήρως το πρόγραμμα, η ΕΚΤ να συμπεριλάβει την Ελλάδα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης και οι καταθέσεις να επιστρέψουν στις τράπεζες. Υποπτευόμαστε ότι μόνο έτσι θα υποχωρήσει το κόστος δανεισμού σε επίπεδο τέτοιο που να μπορεί η Ελλάδα να χρηματοδοτηθεί πλήρως από τις αγορές. Από τη στιγμή που η ελάφρυνση χρέους αποτελεί στην καλύτερη περίπτωση μακρινή προοπτική, ένα τέταρτο πρόγραμμα ενδεχομένως χρειαστεί όταν λήξει το τρέχον τον ερχόμενο Αύγουστο».
Σε ότι αφορά τις υπόλοιπες οικονομίες της Ευρωζώνης, η Capital Economics σημειώνει ότι βρίσκονται σε καλή κατάσταση, με την Ευρωζώνη να ωφελείται από τον περιορισμό της πολιτικής αβεβαιότητας και τα υψηλά επίπεδα επιχειρηματικής και καταναλωτικής εμπιστοσύνης. Ο οίκος εκτιμά ότι οι ισχυρές επιδόσεις θα συνεχιστούν. «Ενώ η αύξηση των καταναλωτικών δαπανών αναμένεται να επιβραδυνθεί, οι συνθήκες είναι ώριμες για επιτάχυνση των επενδύσεων, ιδιαίτερα με δεδομένη την πρόβλεψή μας ότι η ΕΚΤ θα διατηρήσει τα επιτόκια πολύ χαμηλά για πολύ καιρό ακόμη».
Για τη Γαλλία, οι προοπτικές είναι εξαιρετικές μετά τις πρόσφατες εκλογές, ωστόσο η μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος δεν θα είναι εύκολη υπόθεση. Στην Ιταλία, οι πολιτικοί και τραπεζικοί κίνδυνοι επισκιάζουν το outlook της χώρας, ενώ στην Ισπανία αναμένεται να αυξηθούν περαιτέρω οι επενδύσεις λόγω της αυξανόμενης ζήτησης. Στην Ολλανδία, η νέα κυβέρνηση θα έχει άπλετο δημοσιονομικό χώρο για να αυξήσει τις επενδύσεις, ενώ οι προοπτικές της Πορτογαλίας έχουν βελτιωθεί σημαντικά. Τέλος, η Ιρλανδία εκτιμάται ότι θα συνεχίσει να υπεραποδίδει και οι μκρότερες οικονομίες θα δεχθούν ώθηση από την αύξηση των επενδύσεων.
Εκτός Ευρωζώνης, η Μ. Βρετανία δείχνει κάποια αρνητικά σημάδια λόγω Brexit, ενώ η ισχυρή ανάπτυξη και οι αυξανόμενες πληθωριστικές πιέσεις στη Σουηδία υποδεικνύουν ότι η Riskbank θα είναι η πρώτη από τις μεγάλες κεντρικές τράπεζες της Ευρώπης που θα αυξήσει τα επιτόκια.
Κ. Μαριόλης
Φωτογραφία SOOC