Στην εκτίμηση ότι ο πληθωρισμός θα υποχωρήσει πολύ φέτος, αλλά ο δομικός πληθωρισμός δύσκολα θα πέσει κάτω από τον στόχο του 2% της ΕΚΤ, προχωρά με σημερινή της έκθεση η Capital Economics.
«Είναι σχεδόν βέβαιο ότι ο γενικός πληθωρισμός θα εξασθενήσει πολύ μέσα στο 2022, απλούστατα γιατί οι τιμές της ενέργειας είναι απίθανο να αυξηθούν δραματικά από τα τρέχοντα επίπεδα», αναφέρει χαρακτηριστικά ο βρετανικός οίκος. Όμως, αμφιβάλλουμε ότι ο δομικός πληθωρισμός θα υποχωρήσει για πολύ κάτω από το στόχο που έχει θέσει η ΕΚΤ για τον πληθωρισμό στο 2%, εξαιτίας των ακόμα σημαντικών προβλημάτων στις εφοδιαστικές αλυσίδες και της δυναμικής της αγοράς εργασίας, προσθέτει η Capital Economics.
Ο οίκος, επίσης, τονίζει ότι ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη σε καμία περίπτωση δεν θα φτάσει, ούτε καν θα πλησιάσει στο υψηλό επίπεδο που θα βρεθεί στις ΗΠΑ. Παρ’ όλα αυτά, μία σημαντική – αν και μειοψηφική – μερίδα των αξιωματούχων της ΕΚΤ, ήδη πιστεύει ότι ο πληθωρισμός δεν θα πέσει κάτω από τον στόχο της κεντρικής τράπεζας σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα. Η συγκεκριμένη άποψη αναμένεται να κερδίσει έδαφος τους επόμενους μήνες, συμπληρώνει η CE.
Υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με τα στοιχεία που δόθηκαν αυτή την εβδομάδα στη δημοσιότητα, ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη διαμορφώθηκε στο 5% τον Δεκέμβριο και ο δομικός πληθωρισμός – που εξαιρεί τις πιο ευμετάβλητες τιμές, όπως της ενέργειας και των τροφίμων – στο 2,6%.
Είναι ιδιαίτερα σημαντικό ότι οι τιμές των αγαθών, εκτός της ενέργειας, αυξήθηκαν με τον ταχύτερο ρυθμό που έχει καταγραφεί ποτέ, κατά 2,9% σε ετήσια βάση, ωθούμενες από τις υψηλότερες τιμές των διαρκών αγαθών, συμπεριλαμβανομένων των οχημάτων.
Όσο για τα όσα συμβαίνουν στην Ουκρανία, η Capital Economics εκτιμά ότι η διαμάχη Ρωσίας-ΝΑΤΟ και το ενδεχόμενο εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία, δεν είναι το πιο σημαντικό ζήτημα που επηρεάζει τον πληθωρισμό, όμως μία κλιμάκωση των γεωπολιτικών εντάσεων τέτοιου μεγέθους θα μπορούσε να οδηγήσει σε άνοδο τις τιμές του φυσικού αερίου γιατί θα καθιστούσε προβληματική την έγκριση του Nord Stream 2 και θα έδινε την αφορμή στον Πούτιν να αυξήσει τις τιμές στα υφιστάμενα κανάλια.