Citi: Διατηρεί σύσταση «neutral» για τις ελληνικές τράπεζες λόγω Brexit και Ιταλίας

Citi: Διατηρεί σύσταση «neutral» για τις ελληνικές τράπεζες λόγω Brexit και Ιταλίας

Συγκρατημένα αισιόδοξη δηλώνει η Citi για τις ελληνικές τράπεζες, μετά τις συναντήσεις που πραγματοποίησε κλιμάκιο αναλυτών του επενδυτικού οίκου στην Αθήνα, με τις διοικήσεις των ελληνικών τραπεζών και την Τράπεζα της Ελλάδος. Η αισιοδοξία αποδίδεται στις βελτιωμένες μακροοικονομικές προοπτικές της χώρας και την ενισχυμένη σαφήνεια σχετικά με τους στόχους μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων των ελληνικών τραπεζών.

Η Citi χαρακτηρίζει επίσης ιδιαίτερα ελκυστική την αποτίμηση του κλάδου με το δείκτη τιμής προς λογιστική αξία στο 0,2, ειδικότερα μετά την πρώτη των τιμών κατά περίπου 50% μετά τα πρόσφατα υψηλά του Μαΐου, λόγω του Brexit και των ανησυχιών για τα «κόκκινα» δάνεια των ιταλικών τραπεζών. Παρ'' όλα αυτά, ακριβώς λόγω του υφιστάμενου κλίματος η Citi διατηρεί σύσταση «neutral» για τις ελληνικές τράπεζες.

Τα βασικότερα σημεία που τονίζει η Citi είναι τα ακόλουθα:

Στο επίκεντρο οι στόχοι μείωσης των NPE

Οι ελληνικές τράπεζες υπέβαλαν τον Μάιο στην ΤτΕ και στον SSM τους στόχους μείωσης των NPLs και των NPEs, οι οποίοι αναμένεται να γνωστοποιηθούν από την ΤτΕ τον Σεπτέμβριο. Οι στόχοι θα παρακολουθούνται σε τριμηνιαία βάση από την ΤτΕ. Ενώ ο στόχος μείωσης των NPEs μπορεί να διαφέρει από τράπεζα σε τράπεζα, θεωρούμε ότι μία μείωση της τάξης του 30%-40% στο απόλυτο επίπεδο των NPLs έως το τέλος του 2009 είναι ρεαλιστικός στόχος, μέσω ενός συνδυασμού αναδιάρθρωσης χρεών, κατασχέσεων, ρευστοποίησης περιουσιακών στοιχείων και διαγραφών. Σήμερα, οι ελληνικές τράπεζες προχωρούν σε αναδιαρθρώσεις της τάξης του 5% των NPLs ανά τρίμηνο, με αποτέλεσμα να χρειαστούν κατά μέσο όρο 4 χρόνια για την αναδιάρθρωση των NPLs. Το ποσοστό των δανείων που αναδιαρθρώθηκαν πρόσφατα και επιστρέφουν στο κόκκινο κυμαίνεται μεταξύ 25%-50%.

Επαρκώς κεφαλαιοποιημένες προς το παρόν

Μία βασική ανησυχία των επενδυτών είναι ότι το ποσοστό κάλυψης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων των ελληνικών τραπεζών θα μπορούσε να μειωθεί καθώς οι τράπεζες θα διαγράφουν τα πλήρως καλυμμένα NPEs. Θα μπορούσε να υπάρξει κίνδυνος αυξημένων προβλέψεων για να διατηρηθεί το υφιστάμενο ποσοστό κάλυψης. Οι αξιωματούχοι των τραπεζών και της ΤτΕ που συναντήσαμε εμφανίστηκαν αισιόδοξοι για το επίπεδο των προβλέψεων των ελληνικών τραπεζών. Εκτιμούν ότι τα NPEs των τραπεζών έχουν καλυφθεί επαρκώς με προβλέψεις μετά την αξιολόγηση ποιότητας ενεργητικού του περασμένου έτους, η οποία βασίστηκε σε πολύ δυσμενείς παραδοχές για τις μακροοικονομικές προοπτικές και την αξία των ενέχυρων. Η αξία των ενέχυρων μειώθηκε σημαντικά (περίπου 40%-50% μείωση έναντι του Ιουνίου του 2015), λαμβάνοντας υπόψη το κόστος ρευστοποίησης. Το ποσοστό κάλυψης των ελληνικών τραπεζών θα μπορούσε να επιτραπεί να μειωθεί όσο οι τράπεζες «ξεφορτώνονται» δάνεια. Οι αξιωματούχοι της ΤτΕ εκτιμούν ότι ο αντίκτυπος από τα λογιστικά πρότυπα IFRS9 για τις ελληνικές τράπεζες θα είναι περιορισμένος.

Βασικοί κίνδυνοι και αβεβαιότητες

Οι μεγαλύτεροι κίνδυνοι για την ελληνική οικονομία και τις τράπεζες σχετίζονται με την υψηλή φορολογία, την αδυναμία επίτευξης του στόχου για το δημοσιονομικό πλεόνασμα, η πολιτική σταθερότητα και οι εξωτερικοί κίνδυνοι. Τα μέτρα που εφαρμόστηκαν στο πλαίσιο του μνημονίου σχετίζονται περισσότερο με τα έσοδα μέσω της αυξημένης φορολογίας και όχι στις περικοπές δαπανών. Η αύξηση της φορολογίας θα μπορούσε να έχει μεγαλύτερο αρνητικό αντίκτυπο για την οικονομία λόγω της μείωσης της κατανάλωσης. Ο στόχος για το πρωτογενές πλεόνασμα στο 3,5% το 2018 είναι δύσκολος. Ενδεχόμενη αποτυχία στην επίτευξή του θα μπορούσε να πυροδοτήσει νέα μέτρα. Τα μειωμένα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ έναντι της ΝΔ θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε νέες εκλογές επαναφέροντας την πολιτική αβεβαιότητα.

Πρώιμα σημάδια οικονομικής ανάκαμψης

Οι πρόσφατοι οικονομικοί δείκτες υποδεικνύουν ότι υπάρχουν ενδείξεις βελτίωσης της ελληνικής οικονομίας. Ο μεταποιητικός PMI ανέκαμψε τον Ιούνιο στις 50,4 μονάδες (πάνω από 50 μονάδες δείχνει επέκταση). Η ανεργία εμφάνισε πτωτική τάση το πρώτο τρίμηνο στο 24,9%.