Για τη δυναμική που προσλαμβάνει ο εθνικισμός επί Ντόναλντ Τραμπ, τις συνήθεις παρανοήσεις σχετικά με το τι είναι και τι δεν είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση και μέχρι πού μπορεί να «φθάσει», καθώς και τη «ρίζα όλων κακών» που δεν είναι άλλη από την απουσία μεταρρυθμίσεων για να επανέλθει σε τροχιά η ασθμαίνουσα οικονομία της, μιλά στο Liberal ο Δρ. Εμμανουέλ Κομτ, ιστορικός της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και των μεταναστεύσεων στην Ευρώπη και λέκτορας στη Σχολή Διεθνών Σπουδών της Βιέννης.
Στην πρεμιέρα της νέας θητείας Τραμπ στην προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών, η συζήτησή μας επικεντρώνεται στις προκλήσεις, διαχρονικές και νέες, με τις οποίες βρίσκεται αντιμέτωπη η Ευρωπαϊκή Ένωση, τις επερχόμενες εκλογές στη Γερμανία και το στοίχημα μεταρρύθμισης και ανάκαμψης της οικονομίας της -«γιατί στο τέλος της ημέρας η Ευρώπη θα είναι ισχυρή όταν η Γερμανία θα είναι ισχυρή, και μόνο αν η γερμανική οικονομία είναι ισχυρή θα σταθεροποιηθεί το σύστημα».
Η Ευρώπη χρειάζεται επειγόντως ουσιαστικές οικονομικές μεταρρυθμίσεις ανάλογες και της έντασης αυτών που εφάρμοσε η Γερμανία στα τέλη της δεκαετίας του 1990, υπογραμμίζει ο Εμμανουέλ Κομτ, ερευνητής του προγράμματος Marie Skłodowska-Curie–ONISILOS του Πανεπιστημίου Κύπρου και κύριος ερευνητής στο Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ). Για την ίδια τη Γερμανία αισιοδοξεί ότι θα υπάρξει μια αλλαγή πορείας. Για τη Γαλλία όχι...
Ο Εμμανουέλ Κομτ μιλά στο Liberal για τη δυναμική και μετεξέλιξη των κομμάτων της Άκρας Δεξιάς και πώς μπορούν να επηρεαστούν από το «δόγμα» Τραμπ, καθώς και για τις «αυταπάτες» που τρέφουν οι θιασώτες ακροδεξιών ιδεολογιών. Διακρίνει πιθανώς διαβρωτικές συνέπειες για το ευρωπαϊκό οικοδόμημα από τις «δυσάρεστες εκπλήξεις» με τις οποίες θα έρθουν αντιμέτωπες ακροδεξιές δυνάμεις εάν βρεθούν στη διακυβέρνηση και δουν τις «λύσεις» τους για το μεταναστευτικό να μην αποδίδουν.
Παραθέτει επίσης πώς ο αυξανόμενος οικονομικός εθνικισμός στις Ηνωμένες Πολιτείες αποτελεί πρόκληση για την Ευρώπη και υπό το πρίσμα αυτό αναλύει και το «κεφάλαιο» Ίλον Μάσκ. Ο Δρ. Κομτ υπογραμμίζει ότι η Ευρώπη υστερεί μακράν σε σχέση με τις ΗΠΑ στον τομέα της υψηλής τεχνολογίας και είναι ανύπαρκτες οι εναλλακτικές που μπορεί να προσφέρει στο χώρο του ανταγωνισμού των social media. Υποδεικνύει ότι το χάσμα αυτό επιδεινώνεται από την υπερβολική ρύθμιση των ευρωπαϊκών οικονομιών, εξηγώντας ότι αν οι Ευρωπαίοι «προσπαθήσουν να ακολουθήσουν την ίδια στάση προστατευτισμού με τις ΗΠΑ, θα χάσουν».
Τι είναι, τι δεν είναι και τι χρειάζεται η ΕΕ
Η εικόνα της ευρωπαϊκής οικονομίας είναι πιο κρίσιμη από την έλλειψη ενιαίας φωνής της ΕΕ, επισημαίνει ο Εμμανουέλ Κομτ
Στο ερώτημά μας τι θα χρειαστεί για να υπερβεί η Ευρωπαϊκή Ένωση την παρούσα εικόνα πολιτικής παράλυσης που εκπέμπει, ο Εμμανουέλ Κομτ επισημαίνει ότι ως γενική αρχή πρέπει να είμαστε προσεκτικοί με τον τρόπο που ορίζουμε ένα πρόβλημα και επί του συγκεκριμένου να αποσαφηνίσουμε εξ αρχής ότι η ΕΕ δεν πρέπει να παρερμηνεύεται ως μια γεωπολιτική δύναμη με ένα κέντρο εξουσίας.
«Η ΕΕ δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως κάτι που δεν είναι» αναφέρει ο κ. Κομτ, επισημαίνοντας ότι η συζήτηση περί μίας Ευρωπαϊκής Ένωσης-γεωπολιτική δύναμη αντανακλά πρωτίστως μια παρανόηση για το τι έχει υπάρξει η ΕΕ μέχρι στιγμής και του ιδρυτικού της σκοπού. Η ΕΕ ιδρύθηκε για να κατανείμει την κυριαρχία σε πολλαπλά επίπεδα διακυβέρνησης μεταξύ των κρατών-μελών και όχι για να την συγκεντρωτικοποιήσει, επιτυγχάνοντας συνεργασία σε τομείς, όπως ενδεικτικά η ενιαία αγορά, η ελεύθερη κυκλοφορία αγαθών και προσώπων, η αποφυγή του επιθετικού ανταγωνισμού μεταξύ των μελών της, χωρίς να φιλοδοξεί σε οιαδήποτε στιγμή να καταστεί μία ευρωπαϊκή υπερδύναμη.
«Δεν ήταν και δεν είναι ο σκοπός της ΕΕ να γίνει μία συγκεντρωτική γεωπολιτική δύναμη, δεν θα γίνει ποτέ. Η ΕΕ δεν θα μεταμορφωθεί σε νέες Ηνωμένες Πολιτείες. Αν κάποιοι προσπαθήσουν να μετατρέψουν την Ευρωπαϊκή Ένωση σε γεωπολιτική δύναμη, η ΕΕ απλώς θα εξαφανιστεί. Ίσως κάποιες, λίγες χώρες παραμείνουν στον πυρήνα της, αλλά με τη σημερινή της μορφή δεν θα μπορέσει να επιβιώσει», σημειώνει ως βάση της συζήτησης, προσθέτοντας ότι η Ένωση διαθέτει εγγενείς περιορισμούς, οι οποίοι μπορεί να είναι τόσο ωφέλιμοι όσο και επιζήμιοι.
Η δύναμη της ΕΕ έγκειται στην ικανότητά της να διαχέει την κυριαρχία σε όλη την Ευρώπη, δημιουργώντας μια ευεργετική, κατά τον κ. Κομτ, ισορροπία για την ήπειρο. «Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ισορροπία, και κατά την άποψή μου είναι μία καλή ισορροπία, και το πρωταρχικό ζήτημα που αντιμετωπίζει δεν είναι η ίδια η δομή της, αλλά η οικονομική δυσπραγία που πλήττει διάφορα κράτη-μέλη» αναφέρει. «Η αδύναμη οικονομία είναι η ρίζα όλων των κακών, οφειλόμενη στην υπερβολική ρύθμιση και στις λανθασμένες πολιτικές, οι οποίες πρέπει να μεταρρυθμιστούν». Και ως προς αυτό όλοι οι δρόμοι οδηγούν πρώτα στη Γερμανία.
Κατά τον Δρ. Κομτ, η τρέχουσα κατάσταση της ΕΕ θα ωθήσει αναπόφευκτα τα κράτη-μέλη να βρουν κοινό έδαφος για τις συλλογικές προκλήσεις. Για παράδειγμα, όταν ο Ντόναλντ Τραμπ προέβη σε προκλητικούς ισχυρισμούς σχετικά με τη Γροιλανδία, αυτό είναι κάτι που αφορά και προβληματίζει όλους πέρα από την άμεση επηρεαζόμενη Δανία, εγείροντας κοινά αντανακλαστικά. Ωστόσο, εκφράζει και σκεπτικισμό σχετικά με την ικανότητα της ΕΕ για συγκεκριμένη δράση, υποδηλώνοντας ότι ενώ μπορεί να γίνονται συζητήσεις, απουσιάζουν απτά μέτρα.
Η Ευρώπη παραμένει σε κάθε περίπτωση σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένη από τις ΗΠΑ για την ασφάλειά της, μία πραγματικότητα υπαρκτή ανεξάρτητα από το ποιος είναι ο ένοικος του Λευκού Οίκου. «Οι ΗΠΑ έχουν μεγάλη επιρροή στην ΕΕ και στα στρατηγικά συμφέροντα των Ευρωπαίων τις περισσότερες φορές. Και αυτό συμβαίνει ακόμη και όταν ο Ντόναλντ Τραμπ δεν βρίσκεται στην προεδρία», αναφέρει.
Το βασικό ζήτημα που συμβάλλει στη σημερινή δυσχερή θέση της Ευρώπης είναι το οικονομικό αδιέξοδο, το οποίο έχει οδηγήσει σε μείωση του σεβασμού και της επιρροής της στην παγκόσμια σκηνή συγκριτικά με τη δεκαετία του ‘60 ή του ‘90, «όταν η Ευρώπη 'μέτραγε' πραγματικά στην παγκόσμια οικονομία και οι ΗΠΑ σέβονταν περισσότερο τα ευρωπαϊκά κράτη», αναφέρει για να προσθέσει πως η εικόνα της ευρωπαϊκής οικονομίας είναι πιο κρίσιμη από την έλλειψη ενιαίας φωνής της ΕΕ.
Εν κατακλείδι, η υπέρβαση της διαφαινόμενης «πολιτικής παράλυσης» της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε ένα σύνθετο γεωπολιτικό τοπίο απαιτεί μια λεπτή κατανόηση των ορίων της και μία εστίαση στην αντιμετώπιση του ευρωπαϊκού οικονομικού αδιεξόδου, που προκύπτει από υπερβολικές ή λανθασμένες ρυθμίσεις στην αγορά εργασίας ή σε τομείς όπως η ενέργεια.
«Κλειδί» οι μεταρρυθμίσεις για τη Γερμανία - Η εύθραυστη θέση της Γαλλίας
Όσον αφορά τις γερμανικές ομοσπονδιακές εκλογές της 23ης Φεβρουαρίου και το τι διακυβεύεται συνολικά για την Ευρώπη, ο Εμμανουέλ Κομτ αρχικά επισημαίνει ότι δεν πρέπει να υπερεκτιμήσουμε τη σημασία αυτών των εκλογών υπό την έννοια ότι υπάρχει μία τάση στο σημερινό διάλογο να δραματοποιούμε τις αλλαγές.
«Έμοιαζε το περασμένο έτος λες και η Γερμανία έχει γίνει μία χώρα του αναπτυσσόμενου κόσμου που έχει πάψει να είναι λειτουργική και ότι υφίσταται ένα τόσο μεγάλο κενό ηγεσίας στην καρδιά της Ευρώπης. Δεν είναι αλήθεια. Αδιαμφισβήτητα η γερμανική οικονομία πάσχει. Αλλά η Γερμανία παραμένει η ισχυρότερη ευρωπαϊκή δύναμη και ο πυρήνας της ΕΕ», επισημαίνει ο Δρ. Κομτ μιλώντας για «προσωρινή αδυναμία» της Γερμανίας και επισημαίνοντας ότι η λύση πρέπει να περάσει μέσα από διαρθρωτικές οικονομικές μεταρρυθμίσεις ανάλογες εκείνων που ξεκίνησαν στα τέλη της δεκαετίας του 1990, πριν αποσυρθεί ο Χέλμουτ Κολ και αφότου τον διαδέχθηκε ο Γκέρχαρντ Σρέντερ, οδηγώντας στην ανάκαμψη του «μεγάλου ασθενή» της Ευρώπης.
Επισημαίνει ότι ενώ η γερμανική οικονομία δυσκολεύεται σήμερα, από δικά της λάθη οικονομικής διακυβέρνησης, την ενεργειακή μετάβαση και τις προμήθειες που επιδεινώθηκαν και από την κρίση στην Ουκρανία, τα προβλήματα αυτά είναι πολύπλευρα και δεν εξαρτώνται αποκλειστικά από το ποιος θα κερδίσει τις εκλογές. Αν και ένα συντηρητικό κόμμα όπως η Χριστιανοδημοκρατική Ένωση (CDU) μπορεί να είναι πιο πρόθυμο να εφαρμόσει τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις σε σύγκριση με άλλα κόμματα, πιστεύει ότι θα μπορούσε να προκύψει αποτελεσματική διακυβέρνηση ανεξάρτητα από τα εκλογικά αποτελέσματα.
Ερωτηθείς σχετικά με την απορρύθμιση του γαλλογερμανικού άξονα, ο Εμμανουέλ Κομτ υπογραμμίζει τη συμβολική σημασία του για την ευρωπαϊκή ενότητα αλλά εμφατικά αναφέρει: «Στο τέλος της ημέρας η Ευρώπη θα είναι ισχυρή όταν η Γερμανία θα είναι ισχυρή και αν η γερμανική οικονομία είναι ισχυρή θα σταθεροποιηθεί το σύστημα. Το Brexit, ενδεικτικά, δεν θα είχε συμβεί εάν η γερμανική οικονομία δεν ήταν αδύναμη τα προηγούμενα 15 χρόνια πριν την έξοδο του Ηνωμένου Βασιλείου».
Σημειώνει ότι η ισχύς της Γερμανίας επηρεάζει άμεσα τη σταθερότητα της Ευρώπης και επίσης μία ισχυρή γερμανική οικονομία είναι ζωτικής σημασίας για την εδραίωση της γαλλογερμανικής σχέσης. Ο ίδιος υποδεικνύει ότι η Γαλλία έχει ιστορικά βασιστεί στην οικονομική στήριξη της Γερμανίας για να ευθυγραμμιστεί με τις γερμανικές πολιτικές. «Όλα εξαρτώνται από το βάθος της γερμανικής ‘τσέπης’. Εάν η Γερμανία μπορεί να σταθεροποιήσει την οικονομία της και να ‘πληρώσει’, να διαχειριστεί αποτελεσματικά τις μεταναστευτικές ροές κ.ο.κ., τότε η Ευρώπη θα κινηθεί μπροστά. Και οποιοσδήποτε μελλοντικός πρόεδρος θα συνεργαστεί μαζί τους. Μπορείτε να φανταστείτε ότι κάποιος όπως η Μαρίν Λεπέν θα ζητούσε υψηλότερη τιμή από κάποιον άλλον...», δηλώνει ο Εμμανουέλ Κομτ.
Ο ίδιος υπογραμμίζει ότι η Γαλλία βρίσκεται σήμερα σε πολύ πιο επισφαλή θέση από τη Γερμανία, καθώς αντιμετωπίζει σημαντικές οικονομικές προκλήσεις και στερείται επιρροής σε διεθνή κλίμακα. Αυτή η ευάλωτη θέση μπορεί να αναγκάσει τη Γαλλία να δεχτεί προτάσεις της Γερμανίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο, καθώς αναζητά εξωτερική υποστήριξη για να αντιμετωπίσει τα δικά της εσωτερικά ζητήματα, αναφέρει και παραπέμπει σε ιστορικές περιπτώσεις όπου η γαλλική εξάρτηση από τους γερμανικούς οικονομικούς πόρους οδήγησε στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.
Συμπερασματικά, ενώ οι επικείμενες γερμανικές εκλογές είναι σημαντικές, θα πρέπει να εξεταστούν μέσα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο οικονομικών μεταρρυθμίσεων και διεθνούς συνεργασίας. Η αναβίωση του γαλλογερμανικού άξονα εξαρτάται από την ικανότητα της Γερμανίας να σταθεροποιήσει την οικονομία της και να διαδραματίσει αποτελεσματικά τον ρόλο της στην Ευρώπη. Η αλληλεπίδραση μεταξύ αυτών των παραγόντων θα είναι κρίσιμη για τη διαμόρφωση του μελλοντικού πολιτικού τοπίου της Ευρώπης.
Ακροδεξιά: Αυταπάτες, κίνδυνοι για την ΕΕ και ξανά Γαλλία
Ερωτηθείς αν μπορεί να γίνει παραλληλισμός μεταξύ των σημερινών ακροδεξιών κινημάτων και των ιστορικών πολιτικών μετατοπίσεων στην Ευρώπη την περίοδο του Μεσοπολέμου, ο Δρ. Κομτ αναγνωρίζει ότι ενώ μπορεί να υπάρχουν κάποιες φαινομενικές ομοιότητες μεταξύ των σημερινών ακροδεξιών κινημάτων και εκείνων της δεκαετίας του 1930, υπάρχουν σημαντικότατες διαφορές.
Κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου, τα ακροδεξιά κινήματα επικεντρώθηκαν κυρίως στον «μετασχηματισμό της πολιτικής τάξης». Τα σημερινά ακροδεξιά κόμματα, συμπεριλαμβανομένου του Εθνικού Συναγερμού της Γαλλίας, έχουν κοινό στόχο το μεταναστευτικό, ενώ έχουν επίσης μετατοπίσει τη στάση τους προς μια λιγότερο παρεμβατική Ευρωπαϊκή Ένωση. «Ο πρωταρχικός τους στόχος σήμερα αφορά τη μετανάστευση και για όλα αυτά τα κόμματα στη Γερμανία, τη Γαλλία, την Ολλανδία, την Αυστρία, όλα αυτά τα πολιτικά κόμματα αντλούν την υποστήριξή τους από το φόβο των μεταναστών». Αυτός είναι ένας εντελώς διαφορετικός στόχος από εκείνον της ανατροπής του καθεστώς των Βερσαλλιών του Μεσοπολέμου, παρατηρεί.
Ο Δρ. Κομτ επισημαίνει ότι αυτά τα ακροδεξιά κόμματα τρέφουν «ψευδαισθήσεις-αυταπάτες» για το τι μπορούν να επιτύχουν σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Οι λύσεις που θα έπρεπε να ακολουθήσουν για να μειώσουν τη μετανάστευση σε ευρωπαϊκό επίπεδο θα τα οδηγούσαν σε μία σύγκρουση στην προσπάθειά τους να εφαρμόσουν τα προγράμματά τους για «λιγότερη» ΕΕ.
«Λένε ότι θέλουν να συνεργαστούν σε ευρωπαϊκό επίπεδο για να σταματήσουν τη μετανάστευση. Αλλά αυτό δεν πρόκειται να λειτουργήσει επειδή θα υπάρξει ακόμη λιγότερη χρηματοδότηση από ό,τι σήμερα. Διότι τώρα έχουμε χρηματοδότηση για τον έλεγχο της εξωτερικής μετανάστευσης με βάση τα πιθανά οφέλη από τη διατήρηση της ενιαίας αγοράς. Αν παραιτηθούμε από αυτό, το κίνητρο για την άντληση πόρων για τον έλεγχο των εξωτερικών απειλών θα είναι ακόμη μικρότερο», αναφέρει.
Σε μία τέτοια περίπτωση, υποστηρίζει ο κ. Κομτ, κυβερνήσεις της Άκρας Δεξιάς είναι πιο πιθανό να αποβούν επιζήμιες για την Ευρωπαϊκή Ένωση μετά από μερικά χρόνια στην εξουσία όταν θα δουν ότι δεν παίρνουν αυτό που θέλουν σε ευρωπαϊκό επίπεδο. «Και ναι, θα μπορούσε ακόμα και να διαλυθεί η ΕΕ εξαιτίας αυτού ή να μείνει ένας μικρός πυρήνας» απαντά στο ερώτημά μας, «αλλά αυτό είναι ένα επόμενο κεφάλαιο».
Τον Δρ. Κομτ προβληματίζει ιδιαίτερα η Γαλλία, η οποία αποτελεί μοναδική περίπτωση εντός της ΕΕ. «Με τις ακροδεξιές κυβερνήσεις που έρχονται στην εξουσία η ΕΕ δεν θα διαλυθεί άμεσα. Αλλά όταν θα βρεθούν αντιμέτωπες με την αποτυχία των πολιτικών τους, τι θα κάνουν;» αναρωτιέται για να απαντήσει: «Τουλάχιστον, κάποιες από αυτές μπορεί να ενισχύσουν την εθνικιστική ρητορική, ειδικά στη Γαλλία. Σε χώρες όπως η Ιταλία, το Βέλγιο, η Ολλανδία, η Γερμανία, η Αυστρία, δεν νομίζω ότι το ακροδεξιό κίνημα θα ενισχύσει τη ρητορική μέχρι του σημείου της εξόδου από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αλλά σε μια χώρα όπως η Γαλλία, ναι, είναι πιθανό».
«Οι χώρες θα κάνουν τους υπολογισμούς τους. Υπάρχουν ορισμένες χώρες όπως η Ιταλία, η Γερμανία, η Αυστρία, οι οποίες, παρόλο που δεν θα είναι ικανοποιημένες με τον τρόπο που η ΕΕ χειρίζεται τη μεταναστευτική πολιτική, θα παραμείνουν στην Ένωση» αναφέρει για να προσθέσει: «Μία χώρα όμως όπως η Γαλλία θα μπορούσε να αντιδράσει διαφορετικά, ειδικά αν αισθανθεί ότι περιθωριοποιείται όλο και περισσότερο από τις αποφάσεις της ΕΕ και βρεθεί στο στόχαστρο για το δημόσιο έλλειμμα και το χρέος». Η διάκριση αυτή είναι ενδεικτική της αναδιαμόρφωσης των σχέσεων εντός της Ευρώπης, καθώς τα εθνικιστικά κινήματα κερδίζουν έδαφος. Και κατά τον Εμμανουέλ Κομτ η Γαλλία είναι το «βασικό πρόβλημα» της ΕΕ.
Ενώ μπορούμε να διακρίνουμε ιστορικές ομοιότητες του παρελθόντος στα σημερινά ακροδεξιά κόμματα, το σύγχρονο πολιτικό σκηνικό, η πολυπλοκότητα των θεμάτων όπως το μεταναστευτικό και η οικονομική πολιτική, παρουσιάζουν διακριτές προκλήσεις. Τα διδάγματα από την Ιστορία υποδηλώνουν ότι η κατανόηση αυτών των δυναμικών είναι ζωτικής σημασίας, καθώς η Ευρώπη βυθίζεται στο σημερινό της τοπίο που χαρακτηρίζεται από κλιμακούμενο εθνικισμό και πολιτικό κατακερματισμό.
Οικονομικός εθνικισμός, Τραμπ και Μασκ
Ρωτάμε τον Εμμανουέλ Κομτ πως διαβλέπει ότι η νέα προεδρία Τραμπ θα επηρεάσει την ευρωπαϊκή πολιτική, ιδίως την άνοδο του εθνικισμού στην Ευρώπη, και μας απαντά ότι η επιστροφή του στον Λευκό Οίκο θα μπορούσε να ενθαρρύνει τα ακροδεξιά κόμματα να υιοθετήσουν μία πιο «φιλοεπιχειρηματική στάση», αντανακλώντας τη δική του ατζέντα εσωτερικών μεταρρυθμίσεων και χαμηλότερων φόρων. Ωστόσο, επισημαίνει ότι, ενώ οι πολιτικές του Τραμπ μπορεί να επηρεάσουν τον ευρωπαϊκό εθνικισμό, οι ακριβείς συνέπειες είναι πολύπλοκες και αβέβαιες.
Ο ίδιος σχολιάζει πώς ο αυξανόμενος εθνικισμός στις ΗΠΑ αποτελεί πρόκληση για την Ευρώπη ειδικά στον τομέα της υψηλής τεχνολογίας, τοποθετώντας ακριβώς σε αυτό το επίπεδο την επιρροή και παρέμβαση του ιδιοκτήτη της πλατφόρμας Χ, Ίλον Μάσκ, υπέρ των ακροδεξιών κομμάτων της Ευρώπης, ιδίως όσον αφορά τα θέματα μετανάστευσης. Ο εθνικισμός στις ΗΠΑ υποδαυλίζει παρόμοια συναισθήματα στην Ευρώπη και η εμπλοκή του Μασκ στην ευρωπαϊκή πολιτική, όπως λέει, θεωρείται μέρος αυτής της τάσης.
Σημειώνει ειδικότερα ότι η Ευρώπη υστερεί σε σχέση με τις ΗΠΑ στην ανάπτυξη της υψηλής τεχνολογίας και το χάσμα αυτό επιδεινώνεται από την υπερβολικό ρυθμιστικό καθεστώς των ευρωπαϊκών οικονομιών. Και επισημαίνει και σε αυτό το σημείο της συζήτησής μας πως τα ζητήματα ρύθμισης αποτελούν την αιτία των οικονομικών αδυναμιών της Ευρώπης, οι οποίες μπορούν να αντιμετωπιστούν με τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις.
Ο Δρ. Κομτ διακρίνει ομοιότητες στις προσπάθειες των Ηνωμένες Πολιτείες να ελέγξουν πλατφόρμες, όπως το TikTok με τις ευρωπαϊκές προσπάθειες να ρυθμίσουν το X (πρώην Twitter) του Μασκ: «Αυτό που γίνεται τώρα στις ΗΠΑ είναι η επερχόμενη μάχη του Tik Tok και αυτό είναι μια σαφής περίπτωση εθνικισμού, επειδή το Tik Tok είναι πολύ επιτυχημένο στις ΗΠΑ και θεωρούν ότι για πολιτικούς λόγους πρέπει να το ελέγξουν. Είναι ένας τρόπος να προστατεύσουν τα επιχειρηματικά συμφέροντα στις ΗΠΑ και ένας τρόπος να ελέγξουν τη ροή της πληροφορίας. Προτιμούν να έχουν δικές τους εταιρείες να ηγούνται του τομέα των μέσων ενημέρωσης παρά ξένες, καθότι όποιος ελέγχει τα μέσα ενημέρωσης ελέγχει το μυαλό των ανθρώπων και σε μια εποχή εθνικισμού είναι πολύ σημαντικό να ελέγχεις το μυαλό. Δεν θέλουν να επιτρέψουν στους Κινέζους να αποκτήσουν μια τέτοια εταιρεία».
Υποστηρίζει μάλιστα ότι οι Ευρωπαίοι μιμούνται στο σημείο αυτό τις ΗΠΑ. «Καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες προσπαθούν να απαγορεύσουν το Tik Tok, οι Ευρωπαίοι προσπαθούν αιφνιδιαστικά να ελέγξουν το X για τους ίδιους λόγους με τις ΗΠΑ, για να μπορέσουν να ελέγξουν τα μέσα ενημέρωσης στις χώρες τους». Ωστόσο, προειδοποιεί ότι η Ευρώπη δεν διαθέτει ανάλογου μεγέθους τεχνολογικές εταιρείες και κινδυνεύει να υποχωρήσει σε ένα λιγότερο ανταγωνιστικό τοπίο μέσων ενημέρωσης εάν στραφεί στον οικονομικό εθνικισμό έναντι των καθιερωμένων αμερικανικών τεχνολογικών κολοσσών.
Η όλη συζήτηση κατά τον ίδιο «δεν έχει να κάνει τόσο πολύ με το τι είπε ο Ίλον Μασκ πριν από μία ή δύο εβδομάδες για το ένα ή το άλλο κόμμα, αλλά αφορά κάτι ευρύτερο. Το πρόβλημα είναι ότι στις ΗΠΑ έχουν πολλές εταιρείες μέσων ενημέρωσης και πλατφόρμες, όπως η Meta, η X, το Youtube κ.ο.κ., ενώ οι Ευρωπαίοι δεν έχουν τίποτα σε αυτή την κλίμακα. Οπότε αν απαγορεύσουν το Χ θα επιστρέψουν στο τοπίο των μέσων ενημέρωσης της δεκαετίας του 1990».
«Οι Ευρωπαίοι δεν θα κερδίσουν αν θέλουν να είναι οικονομικά εθνικιστές, απλά θα ‘γκρεμίσουν’ τις οικονομίες τους. Ποιος θα πληρώσει για να αντικαταστήσει την Apple στην Ευρώπη; Ποιος θα αντικαταστήσει την Google στην Ευρώπη; Κανείς. Αν λοιπόν οι Ευρωπαίοι θέλουν να παίξουν το ίδιο παιχνίδι με τις ΗΠΑ σε αυτόν τον τομέα, θα χάσουν» σημειώνει.
Θέτοντας στον κ. Κομτ τη διάσταση της προάσπισης της ελευθερίας της έκφρασης στο ψηφιακό περιβάλλον ως άλλοθι για τη διατάραξη της δημοκρατικής ισορροπίας και αν θα μπορούσαμε να καταλήξουμε σε μία κατάσταση όπου κανείς δεν θα πιστεύει κανέναν, εκείνος αναγνωρίζει ότι αν πλατφόρμες όπως το X χειραγωγούν τις συζητήσεις, αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε δυσπιστία του κοινού. Υποστηρίζει ότι ενώ τα κίνητρα του Μασκ μπορεί να μην είναι ανοιχτά χειριστικά, καμία πλατφόρμα δεν είναι εντελώς ουδέτερη. Η έλλειψη μιας ισχυρής ευρωπαϊκής βιομηχανίας υψηλής τεχνολογίας επιδεινώνει αυτά τα ζητήματα, αφήνοντας τους πολίτες εξαρτημένους από ξένες πλατφόρμες, αναφέρει.
«Το πρόβλημα είναι ξανά ότι η ευρωπαϊκή βιομηχανία σε αυτό τον τομέα είναι ανύπαρκτη. Αυτό είναι το ξεκάθαρο πρόβλημα. Και έτσι αυτό είναι ένας άμεσος περιορισμός στην ικανότητα των Ευρωπαίων να είναι ανεξάρτητοι όπως θα ήθελαν να είναι. Δεν έχουν πραγματικά πολλά περιθώρια ελιγμών εδώ. Έχουν πρόβλημα να αντιμετωπίσουν την κατάσταση επειδή είναι αδύναμοι. Δεν έχουν εναλλακτική λύση. Και οι άνθρωποι θέλουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Κανείς δεν ανάγκασε κανέναν να 'μπει' στο X, ήταν μια ελεύθερη επιλογή των ανθρώπων και ο Ίλον Μασκ το αγόρασε πριν από περίπου δύο χρόνια, οπότε είναι κάτι πολύ πρόσφατο. Αν δεν αρέσει στους ανθρώπους, μπορούν να προσπαθήσουν να βρουν εναλλακτικές λύσεις, αλλά το πρόβλημα είναι ότι στην Ευρώπη δεν υπάρχει καμία πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης αυτής της κλίμακας», επισημαίνει.
Συνοψίζοντας, ενώ υπάρχουν σημαντικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει τόσο η Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και μεμονωμένα κράτη-μέλη όπως η Γερμανία και η Γαλλία, υπάρχει επίσης μια ευκαιρία για μεταρρυθμίσεις, εάν προσεγγιστούν σωστά. Η πορεία σε ένα δρόμο μεταρρυθμίσεων για την ενίσχυση της οικονομίας και η τεχνολογική πρόοδος θα διαδραματίσουν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του μελλοντικού τοπίου της Ευρώπης, καθώς θα διανύει αυτούς τους ταραγμένους καιρούς.
* Ο Εμμανουέλ Κομτ είναι ερευνητής του προγράμματος Marie Skłodowska-Curie–ONISILOS του Πανεπιστημίου Κύπρου, κύριος ερευνητής στο Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ) και λέκτορας στη Σχολή Διεθνών Σπουδών της Βιέννης (Diplomatische Akademie Wien). Έχει διατελέσει ακαδημαϊκός στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο της Φλωρεντίας και στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Μπέρκλεϊ. Κατέχει διδακτορικό τίτλο σπουδών στην Σύγχρονη Ιστορία από το Πανεπιστήμιο της Σορβόννης και πρόσφατα έχει δημοσιεύσει τον συλλογικό τόμο Discussing Pax Germanica: The Rise and Limits of German Hegemony in European Integration (Routledge, 2025).