Στην… πρέσα έβαλε ο ΟΔΔΗΧ το ελληνικό χρέος για να επικαιροποιήσει την έκθεση βιωσιμότητάς του και τα αποτελέσματα από το επικαιροποιημένο DSA (debt sustainability analysis) είναι σίγουρα ενθαρρυντικά. Ακόμη και με την παραδοχή ότι η ανάπτυξη μεσοπρόθεσμα θα κινείται στην περιοχή του 1,5-2,2%, ακόμη και αν ληφθεί υπόψη ότι θα «σκάσουν» εγγυήσεις που έχουν χορηγηθεί στο πλαίσιο του προγράμματος «Ηρακλής» ύψους αρκετών δισεκατομμυρίων ευρώ, ακόμη και αν τα πρωτογενή πλεονάσματα κινηθούν σε «λογικά επίπεδα» όπως θέλει να πετύχει η κυβέρνηση στο πλαίσιο της αναθεώρησης του συμφώνου σταθερότητας, η αναλογία του χρέους ως προς το ΑΕΠ θα ακολουθήσει έντονα πτωτικά πορεία και θα έχει υποχωρήσει κάτω από τα 140% του ΑΕΠ μέχρι το 2030.
Και όλα αυτά, με την παραδοχή ότι ο πληθωρισμός θα κινηθεί σε πολύ χαμηλά επίπεδα (ακόμη και κάτω της μιας ποσοστιαίας μονάδας) για όλη αυτή την περίοδο. Διότι ο πληθωρισμός, μάλλον… καλό κάνει στην αναλογία του χρέους ως προς το ΑΕΠ παρά κακό καθώς στο κλάσμα «χρέος προς ΑΕΠ» αυξάνει τον παρονομαστή και όχι τον αριθμητή.
Η επικαιροποιημένη έκθεση βιωσιμότητας του χρέους, έχει συμπεριληφθεί στο ετήσιο πρόγραμμα δανεισμού του ΟΔΔΗΧ και στηρίχτηκε στις ακόλουθες βασικές παραδοχές:
1. Το ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 4,5% το 2022, κατά 3,6% το 2023, κατά 2,7% το 2024 και κατά 2,5% το 2025 ενώ από το 2026 και μετά, ο ρυθμός θα μετριαστεί για να κυμανθεί από το 1,5% έως το 2,25%. Υπενθυμίζεται ότι όλες αυτές οι χρονιές που προαναφέρθηκαν, θα είναι τα έτη εκταμίευσης των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης αλλά και υλοποίησης των επενδύσεων που θα γίνουν στο πλαίσιο του νέου ΕΣΠΑ. Αν λοιπόν δεν έρθει και πάλι ο κόσμος ανάποδα με την πανδημία ή κάποια άλλη κρίση, αυτά τα ποσοστά μπορούν να αποδειχτούν έως και … συντηρητικά ειδικά για τα επόμενα 3 - 4 χρόνια.
2. Ο πληθωρισμός, δεν προβλέπεται να «εκραγεί» μέσα στα επόμενα χρόνια καθώς εκτιμάται ότι θα κινηθεί στο 1% το 2022, στο 0,4% το 2023, στο 0,6% το 2024 και στο 0,8% το 2025. Για καμία χρονιά δεν προβλέπεται ότι η Ελλάδα θα υπερβεί το όριο ασφαλείας του 2%.
3. Το μέσο επιτόκιο εξυπηρέτησης του χρέους, αναμένεται να παραμείνει σταθερό στο επίπεδο του 1,3% για όλη την περίοδο μέχρι το 2022. Μπορεί να υπάρχει αγωνία για το ενδεχόμενο αύξησης των αποδόσεων των ομολόγων, όμως η Ελλάδα έχει ένα πλεονέκτημα: το κόστος δανεισμού της είναι κλειδωμένο για πάνω από το 95% του χρέους κάτι που σημαίνει ότι όποια και αν είναι η εξέλιξη των αποδόσεων των ομολόγων, το μέσο κόστος δεν θα αλλάξει.
4. Με δεδομένο το χαμηλό επιτόκιο δανεισμού της χώρας αλλά και μεγάλη μέση διάρκεια αποπληρωμής του χρέους (σ.σ έχει φτάσει στα 20 χρόνια) δεν προβλέπεται για κανένα από τα επόμενα χρόνια οι ετήσιες ακαθάριστες δαπάνες να ξεπεράσουν το 15% του ΑΕΠ. Συνέβη αυτό το 2021 αλλά οι συνθήκες ήταν έκτακτες λόγω της πανδημίας.
5. Η έκθεση βιωσιμότητας του χρέους έχει στηριχτεί στην πρόβλεψη ότι η Ελλάδα θα επιστρέψει στα πρωτογενή πλεονάσματα από το 2023 (με ποσοστό 1,5%) και ότι για εμφανίζει έκτοτε, ποσοστά της τάξεως του 2,2% του ΑΕΠ.
6. Έχει ληφθεί υπόψη ακόμη και το ενδεχόμενο να «σκάσουν» εγγυήσεις που έχει χορηγήσει το ελληνικό δημόσιος το πλαίσιο του προγράμματος «Ηρακλής». Οι καταπτώσεις εγγυήσεων εκτιμώνται στο ύψος του 43% των συνολικών χορηγήσεων κάτι που μεταφράζεται σε πάνω από 10 δις. ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι στο ενδεχόμενο που δεν υπάρξει τέτοια δυσάρεστη εξέλιξη, η καμπύλη του χρέους θα εξελιχθεί ακόμη καλύτερα καθώς τα 10 δισ. ευρώ αντιστοιχούν αυτή τη στιγμή σε πάνω από 5 μονάδες του ΑΕΠ.