Η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ θα παραμείνει αρκετά διευκολυντική με βάση τον ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης για να είναι σε θέση να τιθασεύσει τον πληθωρισμό, προβλέπει η Credit Suisse, αλλά η στάση της αυτή θα δράσει υποστηρικτικά για τις μετοχές. Με τον μέσο πολλαπλασιαστή κερδών (Ρ/Ε) να έχει χάσει από τις 22,5 φορές τα κέρδη τον Ιανουάριο στις 19,2 φορές σήμερα, το επιχείρημα των «αρκούδων» έχει μετατραπεί από «το Ρ/Ε είναι πολύ υψηλό» στο «η κερδοφορία δεν είναι διατηρήσιμη».. Ωστόσο, το σκηνικό στη χρηματιστηριακή αγορά είναι υποστηρικτικό για τις μετοχές.
Μπορεί ο πληθωρισμός να πυροδοτεί ανησυχίες για το κόστος των πρώτων υλών και τα περιθώρια κέρδους, αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα έσοδα των πωλήσεων αυξάνονται με τον πληθωρισμό και άρα ένας δυνατός ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ έχει σημαντική επίπτωση στην αύξηση των εσόδων από πωλήσεις. Με το consensus των προβλέψεων να βλέπει αύξηση 8,7% του ονομαστικού ΑΕΠ φέτος, τα έσοδα των πωλήσεων για τις επιχειρήσεις του δείκτη S&P 500 θα είναι εξίσου ισχυρά, εκτιμά η Credit Suisse.
Και ενώ οι επενδυτές ανησυχούν ότι οι υψηλότερες τιμές εμπορευμάτων θα πιέσουν τα περιθώρια κέρδους των επιχειρήσεων, τα στοιχεία δείχνουν ότι τα περιθώρια κέρδους κινούνται παράλληλα με την ανοδική κίνηση των τιμών πρώτων υλών. Η πρόσφατη άνοδος του κόστους των εμπορευμάτων συμβαδίζει με την πρόβλεψη ότι ανοδικά θα κινηθούν και τα περιθώρια κέρδους των επιχειρήσεων το 2022. Η δύναμη που δείχνει ο κλάδος της ενέργειας αντισταθμίζει τις πιέσεις στα κέρδη άλλων κλάδων, με την ενέργεια να συμβάλλει ένα πρόσθετο 2% στα συνολικά κέρδη του δείκτη S&P500 συγκριτικά με τις αρχές του 2022, από 4,8% στο 6,9%, σύμφωνα με την Credit Suisse.
Διαφορετική είναι η οπτική της Morgan Stanley που εκτιμά ότι η χρηματιστηριακή αγορά βρίσκεται σε πιο προχωρημένο στάδιο του αναπτυξιακού κύκλου σε σχέση με αυτό που εκτιμούσε πριν μερικούς μήνες, εκφράζοντας επιφυλάξεις, καθώς η καμπύλη των ομολογιακών αποδόσεων επιπεδοποιείται, εκπέμποντας ανησυχητικό σήμα για την ανάπτυξη της οικονομίας.
Οι αναλυτές της Morgan Stanley προβλέπουν ότι η καμπύλη των διετών και 10ετών ομολογιακών αποδόσεων θα αντιστραφεί το δεύτερο τρίμηνο. «Αυτό δεν εγγυάται ότι θα έχουμε μια ύφεση, αλλά το σήμα όσον αφορά στην ανάπτυξη είναι ξεκάθαρα αρνητικό», αναφέρει σε έκθεση της.
Αν και το πρόσφατο ράλι των μετοχών μπορεί να έχει συνέχεια, «είμαστε πεπεισμένοι ότι είμαστε σε bear market και θα πρέπει να εκμεταλλευτούμε τη δυναμική της αγοράς για πιο αμυντικές τοποθετήσεις». Δείχνει προτίμηση στις μετοχές του κλάδου κοινής ωφέλειας, ενός παραδοσιακά αμυντικού κλάδου με σύσταση «overweight». Σε έκθεση της η Goldman Sachs αναλύει τους μετωπικούς και ούριους ανέμους και πως επηρεάζουν τους καταναλωτές.
«Ο σημαντικότερος ούριος άνεμος για τους καταναλωτές είναι η συνεχιζόμενη ανάκαμψη των δαπανών για υπηρεσίες που ήταν ιδιαίτερα ευαίσθητες στην πανδημία του κορονοϊού. Οι δαπάνες αυτές θα ενισχυθούν περαιτέρω, καθώς οι καταναλωτές φαίνεται να ανησυχούν λιγότερο για τα ρίσκα μόλυνσης μετά την εμφάνιση της παραλλαγής Όμικρον», εκτιμά ο επικεφαλής οικονομολόγος του οίκου Jan Hatzius.
«Επιπρόσθετα, η καθαρή περιουσία των νοικοκυριών έχει αυξηθεί σε υψηλά επίπεδα και πολλά νοικοκυριά θα είναι σε θέση να στηρίξουν τις καταναλωτικές τους δαπάνες αντλώντας κεφάλαια από την αποταμίευσή τους» σημειώνει η έκθεση.
Εξάλλου, η στενότητα στην αγορά εργασίας ωθεί τους μισθούς υψηλότερα, δίνοντας μεγαλύτερη αγοραστική δύναμη στους καταναλωτές των ΗΠΑ. Ωστόσο, το τοπίο παραμένει θολό.
«Παρά την εκτίμηση μας ότι η άνοδος των μισθών και η συνεχιζόμενη ανάκαμψη της αγοράς εργασίας θα δώσει ώθηση στο εισόδημα από την εργασία, βλέπουμε ότι η μείωση στις επιδοτήσεις και ο υψηλός πληθωρισμός θα αντισταθμίσουν την άνοδο των εισοδημάτων» σημειώνουν οι αναλυτές.
Η Goldman Sachs προβλέπει ότι το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα θα σημειώσει πτώση 4% φέτος. Παράλληλα ο κουμπαράς των δημοσιονομικών μέτρων στήριξης στερεύει και αυτό θα πλήξει τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα που ωφελήθηκαν περισσότερο από τις επιδοτήσεις κατά την περίοδο της πανδημίας. Οι πρόσφατες αυξήσεις των τιμών ενέργειας, τροφίμων και στέγασης αντιπροσωπεύουν μεγαλύτερο κομμάτι των καταναλωτικών δαπανών στα νοικοκυριά με χαμηλότερο εισόδημα.